Ποια ήταν η πρώτη λέξη που εκφώνησε ο άνθρωπος; Προήλθε από ένα μωρό ή από έναν ηλικιωμένο άνθρωπο; Και κυρίως ποιος ήταν ο λόγος εκείνος που οδήγησε τους ανθρώπους να μην αρκούνται πια σε χειρονομίες και κραυγές, αλλά ο έναρθρος λόγος να είναι πλέον επιτακτική ανάγκη; Θα μπορούσε η επιθυμία για πιο ουσιαστική επικοινωνία να δημιούργησε την ανάγκη αυτή ή ότι πλέον ο άνθρωπος ήθελε να εκφραστεί και για άλλα πράγματα πέρα από αυτά που μπορούσε να δείξει με τα δάχτυλα των χεριών του; Ίσως η πρώτη λέξη δημιουργήθηκε για να αποδώσει φόρο τιμής σε κάποιο μέλος των αγελαίων, πλην ανθρώπινων, ομάδων που έφευγε από τη ζωή. Θα μπορούσε επίσης να είναι η ανθρώπινη ανάγκη για υποσχέσεις ή για ψέματα.
Σε ερωτήματα και ζητήματα όπως τα παραπάνω καταδύεται « Η Πρώτη Λέξη» του Βασίλη Αλεξάκη και μας παρασύρει σε μια διαδρομή γεμάτη αναρίθμητα «γλωσσικά μυστικά» αλλά και «γλωσσικές ιδέες». Πόσο εύκολα, για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να επισκεφτεί τα ελληνικά νησιά ακολουθώντας αλφαβητική σειρά; Είναι δύσκολο να ταξιδέψει κανείς πρώτα στην Κέρκυρα, μετά στην Κρήτη κι έπειτα στη Λήμνο μόνο και μόνο γιατί εκεί τον οδηγούν τα αρχικά των ονομάτων τους. Ωστόσο οι σημειώσεις που θα μπορούσε να κρατήσει κανείς, όπως ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Μιλτιάδης, θα είχαν εν μέρει χαρακτηριστικά ταξιδιωτικής λογοτεχνίας κι από την άλλη χαρακτηριστικά γλωσσολογικής διατριβής.
Ο Μιλτιάδης, είναι καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας στο Παρίσι. Οι γλώσσες και οι πολιτισμοί του κόσμου είναι το μεγάλο του πάθος και διακατέχεται από μια τέτοια έμφυτη περιέργεια, απόληξη της φιλομάθειάς του, που μόνο ένας άνθρωπος με ασίγαστο ενδιαφέρον για τις γλώσσες και τους πολιτισμούς θα μπορούσε να έχει. Ταξιδεύει συχνά, έχει φίλους σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο μελετά ακατάπαυστα για ακαδημαϊκούς σκοπούς, αλλά παρατηρεί οτιδήποτε γύρω του θα μπορούσε να του δώσει μια «γλωσσική λύση». Την ιστορία αφηγείται η αδερφή του, η οποία αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας την αποστολή του αδερφού της μετά το θάνατό του και να βρει την πρώτη λέξη. Χωρίς η ίδια να είναι γλωσσολόγος ή να έχει τις γνώσεις του αδερφού της, γρήγορα εντυπωσιάζεται από τα ευρήματα που φέρνουν στο φως οι γλωσσικές της αναζητήσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν όχι μόνο αυτά τα ευρήματά της, αλλά και οι έξυπνοι διάλογοι με τον αδερφό της κι ακόμα περισσότερο οι έξυπνοι διάλογοι με ίδιο της τον εαυτό, όπως πολύ εύστοχα την βάζει να κάνει ο Αλεξάκης.
Ο Βασίλης Αλεξάκης μέσα από τις φωνές των ηρώων του αναδεικνύει όχι μόνο ζητήματα γλωσσικά. Εκφράζει την άποψή του για τη θρησκεία, για την πολιτική, για την κοινωνία και μπαίνει αβίαστα, ίσως κι αναπόφευκτα, στη σύγκριση των δυο μητρικών γλωσσών του και των δυο πατρίδων του: της Ελλάδας και της Γαλλίας. Δεν μπορεί να καταλάβει αν οι κάτοικοι της πρώτης τελικά προσεύχονται ή αν φιλοσοφούν, στην προσπάθειά τους να συγκεράσουν δυο κόσμους ολωσδιόλου αταίριαστους. Κι από την άλλη, οι πολίτες της δεύτερης αποδέχονται έναν πρόεδρο σαν τον Σαρκοζί που και μόνο τ’ όνομά του παραπέμπει σε λέξεις απεχθείς, όπως «σάρκωμα, «σαρκοφάγος» ή «σαρκασμός».
Ο Βασίλης Αλεξάκης ζει, γράφει και περνά τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Έχει τιμηθεί με πληθώρα βραβείων για το συγγραφικό και καλλιτεχνικό του έργο. Πολλά από τα βιβλία του μεταφράστηκαν και κέρδισαν το αναγνωστικό κοινό σε Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Η.Π.Α, Αρμενία, Ρουμανία, Πολωνία και Τουρκία.
Βασίλης Αλεξάκης
Η Πρώτη Λέξη
Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ