Το Βάπτισμα εφαρμόσθηκε αρχικά σε ενήλικες, πράγμα απόλυτα φυσικό, καθώς εμφανίσθηκε σε μια μυστηριακή Εκκλησία η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. Δεδομένης της ηλικίας, προηγούνταν σύντομη κατήχηση, καταλήγουσα σε ομολογία πίστεως. Βαθμιαία, ο χρόνος της Κατηχήσεως είτε μεγάλωνε, είτε διαφοροποιούνταν από περιοχή σε περιοχή. Έτσι για παράδειγμα η Σύνοδος της Ελβίρας (μετά το 300), την καθόριζε σε 2 με 3 έτη. Στα πλαίσια της και ήδη πριν το 165, είχε θεσπιστεί για πρώτη φορά μια νηστεία μίας ή δύο ημερών («Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων», Ιουστίνος). Ειδικότερα, όμως, την εβδομάδα προ του Πάσχα νήστευαν αυστηρότερα, ενώ ήταν οι πρώτοι οι οποίοι απείχαν τροφής από Μ. Παρασκευή έως Μ. Σάββατο.
Το διάστημα από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έως και την Μ. Πέμπτη, αποτελούσε την κατεξοχήν περίοδο κατηχήσεως. Η μύηση κρίνονταν την Μ. Παρασκευή, οπότε ο επίσκοπος έκρινε την προαγωγή του κατηχουμένου. Εφόσον η κρίση ήταν θετική, γινόταν η απόταξη και η ομολογία της πίστεως, με την σχετική εκφώνηση του κατά τόπους βαπτισματικού συμβόλου ή του γνωστού «Πιστεύω».
Έτσι η βάπτιση στην ανατολή, τελούνταν κατά την Παννυχίδα του Πάσχα. Το Μ. Σάββατο γίνονταν οι τελευταίοι εξορκισμοί και λίγο προ του ξημερώματος ο καθαγιασμός του ύδατος. Αργότερα ως κατηχητική καθιερώθηκε και η περίοδος των Χριστουγέννων και οι προκρινόμενοι βαπτίζονταν κατά την ακολουθία της Παννυχίδος των Φώτων. Μάλιστα τότε δεν γινόταν ιδιαίτερος καθαγιασμός, αλλά η βάπτιση τελούνταν επί των υδάτων του Μεγάλου Αγιασμού. Κατάλοιπο της πρακτικής αυτής, κατά την διάρκεια αμφοτέρων των περιόδων, είναι η επιβίωση μέχρι και σήμερα του ύμνου «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε» αντί του Τρισαγίου, στις Λειτουργίες της Διακαινησίμου και των Θεοφανίων. Αντίθετα στη Δύση, διατήρησαν ως περίοδος την εβδομάδα του Πάσχα ή έως την Πεντηκοστή.
Ο νηπιοβαπτισμός εμφανίζεται περί τον Γ΄ αιώνα, κατ΄αρχάς ως εναλλακτική επιλογή. Να σημειωθεί πως μέχρι και τον Δ΄ αιώνα, υπήρχε η τάση (ακόμα και από μεγάλους εκκλησιαστικούς άνδρες) να καθυστερείται ο χρόνος της βαπτίσεως. Όμως ο νηπιοβαπτισμός θα τύχει μεγαλύτερης απήχησης και εφαρμογής, ήδη, περί τα τέλη του Δ΄ αιώνα. Σε αυτό συνέβαλλαν, ιδιαίτερα, οι στηλιτεύσεις της βαπτίσεως σε ώριμη ηλικία, τις οποίες εξέφρασαν, κυρίως, οι Τρεις Ιεράρχες και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων. Το αυτό, ακολούθησε και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (†444), με αποτέλεσμα την πλήρη κυριαρχία της πρακτικής κατά τον Ε΄ αιώνα.
Η πράξη του αφορκισμού – εξορκισμού, μαρτυρείται από τον Γ΄ αιώνα. Οι αρχαιότερες πηγές (μεταξύ αυτών και ο Ιουστίνος) δεν τον μνημονεύουν. Οι συνταχθέντες εξορκισμοί ήταν διάφοροι, διαβάζονταν συνηθέστερα εις τριπλούν και σε διάφορα σημεία της κατηχήσεως. Η όλη πρακτική, ήταν συνυφασμένη με την προσέλευση πολλών ενηλίκων στη βάπτιση. Η εμφύσηση και η σφράγιση, αποτελούσαν την κατακλείδα τους. Η σύνταξη εμφανίζεται από τον Δ΄ αιώνα (Αστέριος Σοφιστής). Με την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού οι αφορκισμοί περιορίστηκαν και μέχρι τον Η΄ αιώνα έλαβαν, περίπου, την σημερινή μορφή.
Ο καθαγιασμός, εμφανίζεται επίσης από τον Γ΄ αιώνα, με την ευχή, εξ αρχής μεγαλόφωνη εκφώνηση, αλλά από τον ΣΤ΄ αιώνα με τάση προς μυστική ανάγνωση.
Κατά την χρίση επορκιστού ελαίου, ο Ιερεύς εμβάπτιζε το ένα ή τα δύο του δάχτυλα, σε αντίθεση με σήμερα που γίνεται με τα τρία (σ.σ. σε αρχαία νομίσματα, βαπτιζόμενοι σε καβείρια, μάλλον, δέχονται υπό ιερείας χρίσμα.
Ως λέξη, η βάπτιση σημαίνει βύθιση, υποδηλώνοντας τον υδατόστρωτο τάφο. (βλ. το περιστατικό του αιτήματος των υιών Ζεβεδαίου, όπου ο Χριστός λέει «και το Βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;», η το παύλειο «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν». Εξ αρχής, λοιπόν, συντελούνταν με πλήρη καταβύθιση και με επίκληση της Αγίας Τριάδος κατά τα γραφικά, αν όχι και ταφικά πρότυπα (σ.σ.: ο νεκρός παρέμενε άταφος τρεις ημέρες). Ήδη κατά τον Β΄ και Γ΄ αιώνα, η κατάδυση γίνεται τριττή. Εντούτοις με την εμφάνιση των τριαδολογικών αιρέσεων, ιδιαίτερα, όμως του αρειανισμού κατά τον Δ΄ αιώνα, την Εκκλησία απασχόλησε το ζήτημα του βαπτίσματος της μίας καταδύσεως. Είναι λογικό πως οι ιερωμένοι της αίρεσης του αρειανισμού, δεν θα τελούσαν επ΄ ουδενί τριπλή κατάδυση. Το οξύμωρο είναι πως στην Ισπανία οι εκεί αρειανοί τελούσαν τριπλή κατάδυση, τονίζοντας την κατ΄ αυτούς διάκριση και το ανόμοιο του Λόγου και του Παρακλήτου σε σχέση με τον Πατέρα. Έτσι οι ορθόδοξοι Ισπανοί, τελούσαν μονή κατάδυση, υπαινισσόμενοι την ενότητα και ισότητα των τριών υποστάσεων. Μάλιστα το ιβηρικό αυτό έθος, κατοχυρώθηκε στην περιοχή και κανονικά, με τον ΣΤ΄ Κανόνα της εν Τολέδω Συνόδου του 633.
Κατά την διάρκεια του Μυστηρίου οι πιστοί κρατούσαν λαμπάδες. Το συγκεκριμένο έθος, μπορεί να προέρχεται πέραν του Χριστού ως Φως και κλήση στην πίστη, σε μια σειρά από πράγματα. Μπορούμε να αναφέρουμε τη νυκτερινή ανάγνωση του Ευαγγελίου, την αρχαία νυχτερινή ελληνική και ιουδαϊκή παράδοση της τέλεσης των Γάμων (σ.σ.: Παραβολή των Δέκα Παρθένων, Αρχαίοι Ιεροί Γάμοι με γαμικό άρμα και λαμπάδες, τον Ιερό Γάμο Χριστού και Εκκλησίας). Μπορεί πάλι να αποτελεί επιβίωση βαπτισματικού τμήματος της ακολουθίας της Παννυχίδος του Πάσχα, όπου, ασφαλώς, πέραν του θεολογικού συμβολισμού υπήρχε ανάγκη φωτός. Όπως και να έχει, μια τέτοια επιβίωση συνιστούν οι λαμπάδες τις οποίες φέρουμε κατά την ακολουθία της Αναστάσεως σήμερα.
Ο προσερχόμενος, τουλάχιστον κατά τους εξορκισμούς ήταν ημίγυμνος (μόνο με ποδήρη χιτώνα), ανυπόδητος και στεκόταν όρθιος επί τρίχινου υφάσματος (τάπητας), με τα χέρια ψηλά σε στάση δεήσεως. Ενδύονταν, μόνο, λευκό χιτώνα και αν όχι αυτόν, μόνο λευκά φορούσε επί 8 ημέρες, οπότε και γίνονταν η απόλουση (Τερτυλλιανός). Τότε ή και αργότερα, αποκόπτονταν όλη η κώμη του, αλλά, ήδη, επί Συμεών Θεσσαλονίκης (†1429), γίνονταν μερικώς, σταυροειδώς και μετά το Χρίσμα.
Να σημειωθεί πως και αυτό το Μυστήριο, τελούνταν εντός της Θ. Λειτουργίας και μόνο εκτάκτως αυτόνομα. Η τελετή λάμβανε χώρα σε ειδικά κτίρια, τα βαπτιστήρια, προφανώς για τον ομαδικό χαρακτήρα του πράγματος. Ανάλογη πρέπει να ήταν και η καβείρια βάπτιση, αφού τα νομίσματα περιγράφουν τη βάπτιση σε κυκλικά κτίρια, πάντα σε ζεύγη. Με την ολοκλήρωση της βάπτισης, ο επίσκοπος (ή κάποιος άλλος ιερέας) οδηγούσε τον νεοφώτιστο ή τους νεοφωτίστους στην παράπλευρη Εκκλησία, συχνά επισκοπική, όπου και συνεχίζονταν η Λειτουργία με την συμμετοχή των βαπτισμένων και την υμνωδία του «Όσοι εις Χριστόν…». Η χειραφέτηση της ακολουθίας από την Θ. Ευχαριστία, οφείλεται στις πίεση της θνησιμότητος των βρεφών, την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού και την συνήθεια της Τουρκοκρατίας, όπου τελούνταν η βάπτιση εντός των οικιών.
Είναι άλλο πράγμα η βάπτιση και άλλο η μετάδοση των χαρίτων του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις Η΄, 15–17). Εκεί, φυσικά, το χρίσμα δίδονταν με επίθεση της χειρός και όχι με μύρο, μετά την ένδυση. Η σημερινή πρακτική να το επιτελεί ο ανάδοχος, μαρτυρείται από τον ΙΕ΄ αιώνα. Το να δίδεται το χρίσμα μετά το βάπτισμα, αλλά όχι ανεξάρτητα από αυτό, αποτελεί εξέλιξη η οποία θα πρέπει να αναχθεί το αργότερο στην περίοδο 175-225 μ.Χ. (Θεόφιλος Αλεξανδρείας, Τερτυλλιανός). Βέβαια, τότε, γινόταν σε συνδυασμό με την επίθεση της χειρός, καθώς η τελευταία δεν είχε εξαλειφθεί τουλάχιστον ως τον Δ΄ αιώνα. Στην Δύση από τον ΙΓ΄ αιώνα, το Χρίσμα τελούνταν ξέχωρα από το βάπτισμα και μάλιστα μεταξύ των 12 και 14 ετών. Το ιερό μύρο εμφανίσθηκε κατά τον Δ΄ αιώνα, προφανώς ως εξέλιξη του ως άνω ελαίου. Παρασκευάζεται, πλέον, μόνο από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.