Πόση εἶναι ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς;
Βλέποντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸν Ἀδὰμ νὰ δίνη ὀνόματα σὲ ὅλα τὰ πλάσματα καὶ «τὰ ὀνόματά τους νὰ παραμένουν μέχρι σήμερα» θαυμάζει καὶ λέγει. «Σκέψου, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, πόση ἦταν ἡ δύναμι ἐκείνου τοῦ ἐμφυσήματος καὶ πόση ἡ σοφία τῆς ἀσωμάτου ψυχῆς, τὴν ὁποία χάρισε σαὐτὴν ὁ Δεσπότης. Ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἕνα θαυμαστὸ καὶ λογικὸ πλάσμα ἀπὸ δύο οὐσίες. Συνέπλεξε τὴν ἀσώματη οὐσία τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα σὰν σὲ κάποιο ὄργανο ἕναν ἄριστο τεχνίτη» (Ἰω Χρυσ. εἰς Γένεσιν ὁμ. ΙΔ’ ΕΠΕ 2,372 καὶ 374).
Μεγαλειώδης εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν ψυχή. Λέγει «Ὅσο διαφέρει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ καὶ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὴ γῆ, τόσο διαφέρει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ εἶναι μίμημα τοῦ οὐρανοῦ. Διότι σαὐτὴν κατοικεῖ ὁ Κύριος. Ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι γήϊνο» (Λόγος ἀσκητικὸς Α’8-9 ΕΠΕ 8,118,22-25).
Ὁ ἅγιος Μακάριος βλέποντας τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις ποὺ ἀναμένουν τὸν χριστιανὸ στὴν μέλλουσα ζωὴ λέγει γιὰ τὴν ψυχή. «Εἶναι τόσο μεγάλες καὶ ἀπερίγραπτες οἱ ἐπαγγελίες ποὺ πρόκειται νὰ ζήση ὁ χριστιανὸς στὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι μπροστὰ σὲ μιὰ πιστὴ ψυχὴ δὲν εἶναι ἄξια ὅλη ἡ δόξα καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἀκόμα δὲ καὶ ἡ ὑπόλοιπη διακόσμησι, ἡ ποικιλία, ἡ ὡραιότητα, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἀπόλαυσι τῶν βλεπομένων» (ὁμ.4,17 Φιλοκαλλία ΕΠΕ 7,80).
Καὶ ὁ ὅσιος Νεῖλος ὀνομάζει τὴν ψυχή κόσμημα τοῦ κόσμου. «Εἶσαι κόσμημα τοῦ κόσμου. Γιαὐτὸ λοιπόν, ὅλην τὴν κτίσι νὰ τὴν βλέπης μέσα στὸν ἑαυτό σου. Ὅλα νὰ τὰ ἐξετάζης μέσα στὸν ἑαυτό σου. Μὴν κοιτᾶς πρὸς τὰ ἔξω, ἀλλὰ στρέψε ὅλην τὴν παρατήρησι τοῦ νοῦ σου στὸ νοερὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς σου» (ἐπιστολὴ Β’119η Migne PG 79,252B).
Τὶ δὲν εἶναι καὶ τὶ εἶναι ἡ ψυχή;
Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. «Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι σὰν τὴν φύσι τῆς θεότητος, οὔτε καὶ σὰν τὴν φύσι τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ σκότους. Εἶναι ὅμως κτίσμα νοερό, ἄϋλο, μεγάλο, θαυμαστὸ καὶ καλό. Εἶναι ὁμοίωμα καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς παραβάσεως εἰσῆλθε σαὐτὴν ἡ πονηρία τῶν παθῶν τοῦ σκότους» (ὁμιλία Α’ 1,7 Φιλοκαλλία ΕΠΕ 7,28).
Στὸ τέλος καὶ συμπερασματικὰ καταλήγει σὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ψυχὴ λέγοντας, «Εἶναι μεγάλο, καὶ ἔργο Θεοῦ ἡ ψυχή. Πραγματικὰ ἡ ψυχή εἶναι θαυμαστὸ ἔργο» (ὁμιλία 46,5 ΕΠΕ 7,610).
Αὐτὴ ἡ ἐξέτασι καὶ προσοχὴ στὸν ἑαυτό μας δὲν εἶναι ἐφεύρεμα ἀνθρώπου, οὔτε ἀσκητῶν, οὔτε ἀνατολίτικων διαλογιστικῶν μεθόδων, ἀλλὰ τὴν ὑπογραμμίζει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀκόμη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Στὸ Δευτερονόμιο 15,9 δίδεται αὐτὴ ἡ διαχρονικὴ ἐντολή. Λέγει, «Πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόμημα». Πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσόφους, τοὺς νηπτικοὺς ἀσκητὰς καὶ τοὺς φωτισμένους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας δόθηκε αὐτὴ ἡ τόσο νηπτικὴ καὶ πνευματικὴ ἐντολὴ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ παράγγελμα, «Πρόσεχε σεαυτῷ», ἔγινε ἀργότερα στὴν χριστιανικὴ γραμματεία ἀφορμὴ συγγραφῆς πνευματικῶν λόγων ἀπὸ μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Παραδίδει, λοιπόν, ἡ ἱστορία, ὅτι ἔκαμναν τέτοιον πνευματικὸ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό τους ὁ μέγας φιλόσοφος-μαθηματικὸς Πυθαγόρας ὁ Σάμιος (580-490π.Χ.) καὶ οἱ διάδοχοί του, οἱ Πυθαγόρειοι ὀνομαζόμενοι μαθηταί του. Αὐτοὶ κάθε βράδυ, πρὶν νὰ κατακλιθοῦν γιὰ ὕπνο, ἀνέκριναν τὸν ἑαυτό τους μὲ τρία ἐρωτήματα. Ἔλεγαν, «Πῆ παρέβην; Τὶ δ’ ἔρεξα; Τὶ δέ μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη;». Δηλαδή, «Σὲ ποιὸ πρᾶγμα ἔκανα παράβασι; Ποιὸ καλὸ ἔπραξα; Καὶ τὶ ἔπρεπε νὰ πράξω καὶ δὲν τὸ ἔπραξα;» «Εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔκαναν τὰ χριστιανικώτατα αὐτὰ ἐρωτήματα στὸν ἑαυτό τους, ἂν καὶ ἔζησαν τέσσερις αἰῶνες πρὸ Χριστοῦ, καὶ μ’ αὐτὰ ἐξήταζαν τὸν ἑαυτό τους ἀρνητικὰ καὶ θετικά» (ἀρχιμ. Ἀθ. Σιαμάκη Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ εἰσήγησι στὸ ΙΘ’ Γενικὸ Ἱερατικὸ Συνέδριο ἹΜΦλωρίνης Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ σελ 67-68 ΑΘΗΝΑΙ 1989).
Τὸ ἔτος 1988 εἴχαμε μὲ τὸν μακαριστὸ Γέροντα π.Αὐγουστῖνο Γενικὸ Ἱερατικὸ Συνέδριο μὲ θέμα Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ καὶ ἐξετάσθηκαν τότε ἐπὶ μέρους πτυχὲς τοῦ γενικοῦ θέματος μὲ τεκμηριωμένες εἰσηγήσεις καὶ πρακτικὲς ἐπισημάνσεις σὲ ὅλες τὶς εἰσηγήσεις ἀπὸ μέρους τοῦ Γέροντος ἐπισκόπου π.Αὐγουστίνου.
Μετὰ ἀπὸ τὸν διάλογο ποὺ ἔκαναν οἱ Πυθαγόρειοι μὲ τὸν ἑαυτό τους ἐρχόμαστε πλέον νὰ ἰδοῦμε, πῶς τὸν ἔβλεπαν καὶ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ ἴδιοι ἐβίωσαν μετὰ ἀκριβείας αὐτὴν τὴν διαρκῆ ἐξέτασι τοῦ ἐσωτερικοῦ τους. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα βεβαίως ἦταν ἡ σμιλευμένη καὶ ἁγία ζωή τους, ἡ ὁποία κληρονομήθηκε στὶς γενιὲς τῶν χριστιανῶν μέχρι σήμερα καὶ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. Βλέπουμε τὶς εἰκόνες τους καὶ διδασκόμαστε. Διαβάζουμε τὰ συγγράμματά τους καὶ φωτιζόμαστε.
Τρίτη 7.4.2020
εἴθε νὰ τελειώση ὁ κορωνοϊὸς
ἀρ.νι.μα.