Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της συζήτησης για τους λιγνίτες της Δυτικής Μακεδονίας και τη στρατηγική αποκατάστασης των λιγνιτικών πεδίων, έχουμε ακούσει μια σειρά από θεσμικούς παράγοντες και φορείς, οι οποίοι έθεσαν πάρα πολλές παραμέτρους του ζητήματος και του προβλήματος.
Πράγματι, έχουμε ένα εκρηκτικό μείγμα προβλήματος, το οποίο όμως, είναι και μια πρόκληση προς επίλυση και νομίζω πως είναι μία ιδανική συγκυρία αυτή, ακριβώς, η πολιτική διακυβέρνηση να μπορέσει να το επιλύσει ή να βάλει τις βάσεις επίλυσής του το λιγότερο.
Εν συνεχεία, τοποθετούμαι σ’ αυτό, στο οποίο θα προσπαθήσω να συγκεράσω όλα αυτά που άκουσα σ’ αυτές τις δύο συνεδριάσεις κι αν μπορώ, να τα βάλω σε μια σειρά υπό μορφή πολιτικού προγράμματος. Καταρχάς, στη χώρα μας, τη χώρα του λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία είναι φανερό ότι έχει ανάγκη από μια χάρτα δικαιωμάτων, από μια περιγραφή ενός νέου παραγωγικού συμβολαίου για τη στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησής της, αλλά και περιβαλλοντικής αποκατάστασής της. Αυτή η ανάγκη είναι εθνική, γιατί δημιουργήθηκε για εθνικούς λόγους, άρα θα στηριχτεί από εθνικούς πόρους. Με λίγα λόγια είναι ένα εθνικό πρόγραμμα και δεν είναι απλώς ένα περιφερειακό πρόγραμμα. Σίγουρα, έχει μια σημαντική επιβάρυνση στην Περιφέρειά μας, στη χώρα μας, στη χώρα του λιγνίτη.
Τέσσερις ενότητες είναι κατά τη γνώμη μου ο πυρήνας του προγράμματος, που πρέπει, να οριοθετήσουμε.
Το πρώτο είναι, πως όποια νέα επένδυση γίνει στην ηλεκτροπαραγωγή λιγνίτη θα πρέπει, να στηρίζεται σε νέες τεχνολογίες, που έχουν ακουστεί εδώ μέσα, θα πρέπει, να στηρίζεται στις συμπαραγωγές ηλεκτρισμού- θερμότητας υψηλής απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), ΑΠΕ δηλαδή, ώστε να μπορούν ν’ αντέχουν στον ανταγωνισμό του μέλλοντος, αλλά και να έχουν καλύτερο περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα στην περιοχή.
Το δεύτερο και κυριότερο είναι, αυτό που όλοι όσοι ήρθαν εδώ το έχουν συμφωνήσει,ότι έχουμε ανάγκη από ένα στρατηγικό σχέδιο περιβαλλοντικής αποκατάστασης της περιοχής, που είναι εθνική επιταγή και θα στηρίζεται σε εθνικούς πόρους.
Το τρίτο είναι, πως θα πρέπει, να υπάρξει και να δημιουργηθεί ένας φορέας, που θα οργανώσει και θα χρηματοδοτήσει αυτό, ακριβώς, το στρατηγικό σχέδιο.
Ένα τέταρτο, το οποίο προκύπτει μέσα από τη συγκυρία, που η συγκυρία λέγεται απομείωση των λιγνιτών της Δ.Ε.Η., δηλαδή από τη δημόσια επιχείρηση και, άρα, θα πρέπει, να θωρακίσουμε θεσμικά το δημόσιο συμφέρον, όσον αφορά στους λιγνίτες και το δημόσιο πλούτο και χώρο στη Δυτική Μακεδονία.
Οι παραπάνω ενότητες μας οδηγούν σε τουλάχιστον έξι αντίστοιχες δράσεις που περιγράφουν ένα ικανοποιητικό πλαίσιο περιβαντολογικής αποκατάστασης με όρους αναπτυξιακούς.
Το πρώτο θα το πω εν τάχει, γιατί είναι από μόνο του ένα θέμα (το θέμα του αύριο). Οι νέες τεχνολογίες λιγνίτη, η καινοτομία και οι επενδύσεις που θα μπορούσαν να γίνουν, με βάση τα νέα δεδομένα, είναι φανερό ότι είναι ανοιχτό μπροστά μας και θα πρέπει, να το σχεδιάσουμε ολοκληρωτικά.
Το δεύτερο που αφορά το εσωτερικό σχέδιο (αποκατάστασης), αυτό νομίζω που είναι η κύρια συζήτηση στην Επιτροπή μας σε αυτές τις δύο συνεδριάσεις. Έχει εντοπιστεί πως ενώ έχουμε 70 χρόνια εξόρυξης λιγνίτη, έχουμε μια άναρχη εξόρυξη μέχρι και σήμερα, χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο και χωρίς κανένα σχέδιο πολιτικής γης. Αυτό είχε και έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Το σημαντικότερο(το οποίο είδαμε μόλις πριν στην παρουσίαση ενός συναδέλφου επιστήμονα για τις αποκαταστάσεις που κάνει η ΔΕΗ), στις φωτογραφίες που μας έδειχνε των αποκαταστημένων αγρών και κήπων, οπωροφόρων, κωνοφόρων κλπ., πολύ απλά δεν υπάρχει γιατί έχουν ξαναγίνει ορυχεία.
Αυτό το πράγμα το ζούμε συνεχώς στην περιοχή εδώ και 70 χρόνια, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει σχέδιο. Τη συνεχή και τη στροφηδόν εκμετάλλευση ενός τοπίου με τη διαρκή και ρευστή ανάπλαση του γήινου ανάγλυφου. Το συμπέρασμα είναι, ότι πρέπει να μπει ένα στοπ. Θα πρέπει κάποια στιγμή, σήμερα όχι κάποια στιγμή, να μας πουν ποιο κομμάτι ορυχείου έχει τελειώσει και να αποδοθεί στο δημόσιο αφού αποκατασταθεί. Μιλάω για τα αποκαταστημένα και εξαντλημένα ορυχεία και αποθέσεις.
Επίσης αυτή η γη, όχι μόνο η γη που θα αποδοθεί, αλλά και αυτή που είναι προς απόδοση και προς αποκατάσταση πρέπει να χαρακτηριστούν οι χρήσεις της. Δηλαδή να κάνουμε το αναμενόμενο ,να ορίσουμε πού θα γίνουν οι βιομηχανίες, ποια είναι για βιομηχανική χρήση, ποια είναι για βιομηχανικά πάρκα, για αγρούς, δάση, νερά κλπ..
Το τρίτο είναι, ότι έχουμε μια συμπεριφορά στα ορυχεία, προσπαθούμε να αποστραγγίσουμε όλο το υδάτινο δυναμικό για να μπορέσουμε να εξορύξουμε. Άρα, αυτό το νερό δεν πρέπει να πάει χαμένο,θα πρέπει να συγκεντρώνεται σε συνδυασμό με τα συστήματα της τηλεθέρμανσης που ήδη έχουμε, σε συνδυασμό με ενεργειακά φυτά που προτείνονται να μπουν και να μας δώσουν ενεργειακή απόδοση. Να φτιάξουμε δομές θερμοκηπίων υδροπονίας σε μια λογική κυκλικής οικονομίας, ταυτόχρονα με τις εξορύξεις.
Το τέταρτο που είναι μια κατάσταση βάσης, είναι το πρόγραμμα επιστημονικής και τεχνολογικής τεκμηρίωσης για το ποια ανασύσταση φυσικού αναγλύφου επιζητούμε και πώς θα εξορυγνείουμε πλέον, με βάση το πώς θέλουμε να αποκαταστήσουμε, έχοντας υπόψη μας όλα τα νέα καινοτομικά τεχνολογικά δεδομένα. Πρέπει να στοχεύσουμε άμεσα στον εμπλουτισμό της άγονης γης και ανάγλυφου, διότι προέρχεται από στείρα γη από οργανικά μιάς και είναι από 50 και 100 μέτρα βάθος, άρα άγονη. Για να γίνει γόνιμη και αποδοτική, πρέπει να εμπλουτιστεί φυτικά και οργανικά.
Προϋποθέτει μια παρέμβαση, η οποία νομίζω ότι θα πρέπει να προτείνει άμεσα και ταυτόχρονα με την εξόρυξη, τη φύτευση ενεργειακών φυτών χαμηλής απόδοσης με διαδικασίες εποχικής απασχόλησης.Να μπορεί ανά πάσα στιγμή (ακριβώς επειδή είναι χαμηλής παραγωγικότητας), η ανακατασκευή κα η αναδιαμόρφωση αναγλύφου να μην προβληματίζει αυτή ακριβώς τη διαδικασία,αλλά να την παρακολουθεί.
Το πέμπτο είναι η διάσωση της βιομηχανικής και ιστορικής κληρονομιάς με τις ανάλογες επενδύσεις.
Το έκτο είναι η άμεση απόδοση στο δημόσιο των 30.000 στρεμμάτων που η ΔΕΗ θεωρεί ότι έχει αποκαταστήσει και πρέπει επομένως να αποδοθούν με διαδικασίες οριστικής αποκατάστασης στο Ελληνικό Δημόσιο και την κοινωνία. Αυτό πρέπει να συνοδευτεί και με προγράμματα σε μεγάλης κλίμακας απασχόλησης και επενδύσεων.
Το Ταμείο θα δημιουργηθεί με πόρους από την Ε.Ε. από τον τοπικό πόρο ο οποίος υφίσταται, από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, από τα δικαιώματα εκπομπών για τους ρύπους και όλα εκείνα ταχρηματοδοτικά εργαλεία που θα προκύψουν μεταβιβάσεις και επενδύσεις που θα γίνουν, με αφορμή της απομείωση του μεριδίου της ΔΕΗ από την λιγνιτική παραγωγή.
Επίσης, νομοθετική πρωτοβουλίαγια την θωράκιση του Δημοσίου συμφέροντος, που θα πρέπει να αφορά δύο πράγματα, νέο μεταλλευτικό κώδικα και την επαναπόδοση εδαφών στο Δημόσιο.
Δεν είναι δυνατόν το όριο των 250 ή 500 μέτρων που υπάρχει για άλλες χρήσεις ορυχείων, λατομείων κλπ., να επισυμβαίνει και σε μια θάλασσα ορυχείων που νησίδες είναι τα χωριά και οι πόλεις. Θα πρέπει να υπάρχει μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση. Είναι απαρχαιωμένος ο μεταλλευτικός κώδικας στο ζήτημα της λιγνιτικής εξόρυξης και πρέπει να αναθεωρηθεί.
Πρέπει εντός του θέρους να πάρουμε νομοθετική πρωτοβουλία που θα εξασφαλίζει το δημόσιο χαρακτήρα των εδαφών από αναγκαστική απαλλοτρίωση για εθνικούς λόγους, ακριβώς λόγω των επικείμενων αλλαγών με αφορμή την απομείωση του μεριδίου της ΔΕΗ.
Συντονιστής ΕΠΕΚΕ Ανάπτυξης
Μίμης Δημητριάδης
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Κοζάνης