Οι Πύργοι Πτολεμαΐδας (πρώην Καστράνιτσα) είναι ένα πανέμορφο και ιστορικό χωριό, χτισμένο στους βόρειους πρόποδες του Βερμίου, κοντά στη λίμνη Βεγορίτιδα, με συνεχή εγκατοίκηση από την αρχαιότητα. Αυτό αποδεικνύεται από την ύπαρξη θολωτού μακεδονικού τάφου του 5ου π. Χ. αιώνα, από ευρήματα παλαιοχριστιανικού ναού, και δύο άριστα σωζόμενα τοξωτά γεφύρια. Οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού μετανάστευαν στην Αυστροουγγαρία (πάνω από εκατό πάροικοι κατά τον 18ο αιώνα). Ο ιστορικός τους «συναντά» ως μεγαλέμπορους και διπλωμάτες (Πέτρος Ίτσκος), δημάρχους (Παναγιώτης Μόρφης) και τυπογράφους στο Σεμλίνο (Ιωάννης Καραμάτας), ενώ από τους Πύργους έλκει την καταγωγή της η γνωστή στο Πανελλήνιο οικογένεια Χρηστομάνου (του ιδρυτού του νεοελληνικού θεάτρου, συγγραφέα της Κέρινης κούκλας και δασκάλου της πριγκίπισσας Σίσυ της Αυστροουγγαρίας, του Κωνσταντίνου), όπως επίσης και οι διακεκριμένοι γλύπτες στις ΗΠΑ (Άρης και Γεώργιος Δημητρίου.
Στο χωριό εγκαταστάθηκαν την άνοιξη του 1924 πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόντο, και τη Βιθυνία. Σήμερα αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων. Οι Πόντιοι προέρχονται από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντας και της Γαλίανας (Όλασσα, Μαντρανόι, Τσουπανόι, Κογκά και από το χωριό Κιοβ – τεπέ της περιοχής Επές της Γαράσαρης), ενώ οι πρόσφυγες από τη Βιθυνία κατάγονται από την περιοχή της Νικομήδειας, την Απολλωνιάδα την εν Ρυνδάκω ποταμώ, και τα γύρω χωριά.
Η ιστορία, λένε πολλοί, πως επαναλαμβάνεται. Τη δεύτερη φορά ως φάρσα ή ως τραγωδία. Δεύτερη φορά μέσα σε είκοσι, περίπου, χρόνια οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι του χωριού γίνονται τραγικά θύματα της ιστορίας και υφίστανται γενοκτονία και ολοκαύτωμα με θύτες τη φορά αυτή τους ηθικούς αυτουργούς της γενοκτονίας τους στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, τους Γερμανούς.
Πριν καλά καλά στεγνώσουν τα δάκρυα στα μάτια και προτού καν βγουν τα μαύρα ρούχα του πένθους για τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας στον Πόντο και στη Μικρά Ασία, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους από την ομάδα Πούλιου αλλά και από το παρακείμενο χωριό Πελαργός (πρώην Μουλαλάρ) – δυστυχώς δυτικοποντιακής καταγωγής – την άνοιξη του 1944 αφανίζουν το χωριό, εκτελώντας εν ψυχρώ ή καίγοντας ζωντανούς μέσα στους αχυρώνες 340[2] κατοίκους, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα, ακόμη και αβάφτιστα μωρά.
Φέτος συμπληρώνονται 71 χρόνια από την αποφράδα εκείνη μέρα που σημάδεψε με τραγικό τρόπο τη σύγχρονη ιστορία των Πύργων. Και φέτος, όπως και κάθε χρόνο, οι απόγονοι των τριακοσίων σαράντα θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας θα συγκεντρωθούν στους Πύργους την Κυριακή 3 Μαΐου για να αποτίσουν τον ελάχιστο φόρο τιμής στους προσφιλείς νεκρούς των, πραγματοποιώντας το ετήσιο καθιερωμένο Μνημόσυνό τους.
Οι τριακόσιοι σαράντα νεκροί των Πύργων υπήρξαν θύματα εγκληματικής ενέργειας και έμειναν αγνοημένοι από την επίσημη ελληνική ιστορία, που άλλωστε παρουσιάζει λευκές σελίδες σε πολλά της σημεία. Ο άδικος χαμός των δεν συγκλόνισε κανέναν καλλιτέχνη όπως η Γκουέρνικα τον Αραμπάλ και τον Πικάσο.
Συγκλόνισε όμως και συγκλονίζει όλους τους συγχωριανούς τους που με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούν κάθε χρόνο την επιμνημόσυνη τελετή. Και τα δάκρια μετατρέπονται σε γοερό θρήνο στο άκουσμα του ονόματος κάποιου προσφιλούς προσώπου: του πατέρα, του θείου, του μικρού αδελφού που ήταν αβάφτιστος ακόμα.
Και είναι τα δάκρια αυτά και ο γοερός θρήνος των μεγαλύτερων τη μυστηριακή εκείνη ώρα, που ενσταλάζουν στην ψυχή των νεότερων την ιστορική μνήμη.
Πραγματικά τη μυσταγωγική εκείνη ώρα δεν θα θέλαμε να την κάνουμε ατραξιόν και θέαμα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά είναι που μας πειράζει το ότι αγνοείται η θυσία των προγόνων μας[3], ενώ προβάλλονται συστηματικά και κατ’ έτος παρόμοια γεγονότα που έλαβαν χώρα στο νοτιοελλαδικό χώρο.
Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι. δεν φταίμε εμείς.
Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά από αυτά που το ύψος τους φαίνεται δύσκολα.
Περιβλημένες από ένα πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα
Οι μορφές σας στέκουν πάνω από την ποίηση.[4]
Το Ιστορικό του Ολοκαυτώματος των Πύργων
Στις 23 Απριλίου του 1944 οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους αφάνισαν τους Πύργους Πτολεμαΐδας, σκοτώνοντας ή καίγοντας ζωντανούς τριακόσιους σαράντα ανθρώπους, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα, ακόμα και αβάφτιστα μωρά.
Ξημέρωνε στο χωριό η 23 Απριλίου του 1944, του Αγίου Γεωργίου ταυτόχρονα με την Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονταν από παντού: «Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!»
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν. Αλλόφρονες κατευθύνονταν προς τις δασωμένες πλαγιές του Βερμίου για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο, καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα, συνοδευόμενη από άνδρες του δοσίλογου Πούλου, είχε εισβάλλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και στην Άνω Συνοικία.
Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να χωρέσει ανθρώπου νους τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που επακολούθησε σε κάθε γωνιά του χωριού.!!!
Requiem στους νεκρούς της Καστράνιτσας[5]
Δίσεχτος χρόνος κατοχής βαριοσυφοριασμένης
στ΄ Απρίλη τις είκοσι τρεις, στης άνοιξης την άψη
συνέργεια – πού να το πεις – επίορκων Ελλήνων
σε άγος ανομολόγητο συμπράξαν και σε ύβριν
που ως Εφιάλτες οδήγησαν, καθώς σε τραγωδία,
τους σιδερόφραχτους εχθρούς ενάντια στ’ αδέρφια
Καθώς αυγή εχάραζε τ’Αη – Θωμά τη μέρα
αχός βαρύς ακούστηκε στου Βέρμιου τα μέρη
μπήκαν αντάμα Γερμανοί και γερμανοτσολιάδες
στις όμορφης Καστράνιτσας τους πέντε μαχαλάδες.
Θεριά ανήμερα οι οχτροί, χειρότερα τ’ «αδέρφια»
τρία μερόνυχτα μαθές κολύμπησαν στο αίμα.
Κι ένα κατάμαυρο πουλί, μαύρο σαν καλιακούδα
Επήγε και εκόνεψε στης Νιάουστας τα μέρη.
Δεν κελαηδά χαρούμενα σαν τ’ άλλα τα πουλάκια
δεν κελαηδά χαρούμενα, μόνε μοιρολογάει,
μοιρολογάει θλιβερά και βαρυκαρδιασμένα:
-Ανάθεμα στους Γερμανούς και στους Μουλαλαριώτες.
Ανάθεμά τους κι άλλη μια και τρις ανάθεμά τους
έκαψαν τ’ όμορφο χωριό, Κιουτσούκ Σταμπούλ που λέγαν
έκαψαν την Καστράνιτσα, την χιλιοζηλεμένη
πούχε εμπόρους ξακουστούς στην Αυστροουγγαρία
πούχε εκκλησιές πάρα πολλές ομορφοστολισμένες
πούχε αρχοντικά ψηλά, γεροθεμελιωμένα
πούχε σχολειά περίφημα, δασκάλους παλικάρια.
Και το πουλί συνέχισε το βαριομοιρολόι
-Ανάθεμα στους Γερμανούς και στους Μουλαλαριώτες
κάψανε στην Καστράνιτσα μωρά γυναίκες, γέρους
κάψανε νιες κι ανύπαντρες, αρπάξανε τις προίκες
κάψανε και αβάφτιστα, ξεκοίλιασαν εγκύους
θέρισαν με τις σφαίρες τους μανάδες με παιδάκια
εκάψαν τα σχολεία της, τις εκκλησιές, τα σπίτια
πέτρα μαθές δεν άφησαν απάνω σ’ άλλη πέτρα.
Η Μεσαία Συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Στη γειτονιά αυτή η φρικαλεότητα ξεπέρασε και την πιο νοσηρή φαντασία. Οι επιδρομείς ξεσκίζουν με τις ξιφολόγχες τους την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού προηγουμένως σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Στη Συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια, ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών παιδιών της.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού τούς πρόδωσε. Ο γερμανός στρατιώτης που τους ξετρύπωσε δεν τους εκτέλεσε και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να πνίξουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες Ες από τα κλάματά του. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια μετά από πολλές περιπέτειες σώθηκε. Μέσα στη βαρβαρότητα του πολέμου και μια χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς…
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, οι εισβολείς έμπαιναν στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρίσκονται τα νεκροταφεία της Συνοικίας. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους έβαλαν στη σειρά και έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν τον θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια με μάταιο αποτέλεσμα. Το παρακείμενο ρέμα και οι κοντινές πλαγιές γέμισαν με νεκρούς. Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι τον θάνατο.
Ξαφνικά και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης, ένας γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε τη διαταγή για να μεταφερθούν οι αιχμάλωτοι στα Χάνια της Πτολεμαΐδας. Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, τον νεαρό Κώστα Βερβέρη καθώς και άλλα μέλη των εαμικών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φριχτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους των.
Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Καταστράφηκε, ερειπώθηκε, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα. Δεν απόμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με τα σαχνισί που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών από παρακείμενο χωριό λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών.
Η ύβρις όμως – με την αρχαιοελληνική της σημασία – δε ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από δέκα μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια του κατακτητή, δειλά δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον.
Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για το σκοπό αυτό, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στη μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό. Όσοι νεκροί βρέθηκαν – πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν – θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά σιγά επέστρεψαν στο χωριό – όχι όλοι αφού πολλοί τραυματισμένοι ψυχικά δεν θέλησαν να ξαναγυρίσουν. Το 1951 που μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνον 978, πολλοί λίγοι, αφού οι μισοί… έλειπαν.
Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς μα «τίποτε δεν ήταν όπως και πρώτα, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά». Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν. Σήκωσαν τα μανίκια τους και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Δεν αποδέχεται καμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί, κατ’ εξοχήν, εσωτερικό ψυχικό γεγονός και δεν υπάρχει αν δεν την αποδεχτεί η ψυχή.
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και Ντόπιοι τα τραγούδια τους και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντίλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους πότισε την αιματοβαμμένη τους γη την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Και η γη τους έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων κατοίκων με ελπίδα για ζωή.
Σήμερα εβδομήντα χρόνια μετά το τραγικό εκείνο γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα τον τόπο, οι Πύργοι αποτελούν μια οικονομικά ευημερούσα κοινότητα χιλίων, περίπου, κατοίκων. Οι δυναμικές και εκτεταμένες καλλιέργειες μήλων και κερασιών, τα στάνταρτ παραγωγής των οποίων αγγίζουν τα αντίστοιχα ιταλικά, και οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, συγκράτησαν τον πληθυσμό στον τόπο, ανεβάζοντας το βιοτικό του επίπεδο.
Όμως ο άνθρωπος «ου μόνον επ’ άρτον ζήσεται» και χρέος ιερό επιτάσσει στους απογόνους των θυμάτων του ολοκαυτώματος των Πύργων τη γνωστοποίησή του στο Πανελλήνιο, τη μεταλαμπάδευση της μνήμης στις επερχόμενες γενιές. Γιατί κατά πως λέει ο ποιητής Κωστής Παλαμάς:
Χρωστάμε σε όλους όσους ήρθαν, πέρασαν
θα έρθουν, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί.
Η μνήμη του παρελθόντος είναι αυτή που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή και την ύπαρξή μας. Δεν συντρέχει όμως κανένας λόγος να στηθεί μια λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Γιατί η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας από τους τρόπους που την καθιστούν στείρα και επικίνδυνη. Η μνήμη, λοιπόν, ας καταστεί οδηγός μας ενάντια στον νεοναζισμό, στον ολοκληρωτισμό, στην παγκοσμιοποίηση, στην αφομοίωση. Είναι απαραίτητη η μνήμη στον αγώνα για την αποφυγή τραγικών γεγονότων. Για να μην ξαναγνωρίσει η ανθρωπότητα καταστροφικούς πολέμους, γενοκτονίες, σφαγές, ολοκαυτώματα, ολοκληρωτισμούς, πρέπει να θυμάται τις γενεσιουργούς τους αιτίες. Να θυμάται και να αγωνίζεται για να τις αποφεύγει.
Οι γερμανικές αποζημιώσεις
Τα εγκλήματα πολέμου κατά το Δίκαιον δεν παραγράφονται, ενώ οι απαιτήσεις για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων έχουν χρόνο παραγραφής. Με δεδομένο το ότι έχουν παρέλθει παρέλθει αρκετά χρόνια από την επανένωση της Γερμανίας – έναντι της οποίας νομιμοποιούνται οι παθόντες να εγείρουν αιτήματα – ο χρόνος παραγραφής των οσονούπω εκπνέει.
Το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων πέρα από την υλική – οικονομική του πλευρά, την διόλου ευκαταφρόνητη, έχει και την πολιτική και ηθική του, κυρίως, διάσταση. Οι δήμοι και οι κοινότητες που πλήρωσαν ακριβό τίμημα στο ναζισμό, έχουν τεράστιο ηθικό χρέος να κινητοποιηθούν συστηματικά την ύστατη, έστω, ώρα.
Ο αείμνηστος Γιάννης Σταμούλης αποδυόμενος σε έναν τιτάνιο αγώνα για τις πολεμικές αποζημιώσεις του Δίστομου, δικαιώθηκε, έστω και μετά θάνατον. Αξιοποιώντας την ιστορική απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς το 1997 και παρά το ότι ο Αρειος Πάγος και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν επέτρεψαν την εκτέλεση της απόφασης σε βάρος του γερμανικού Δημοσίου, κρίνοντας ότι τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής απολάμβαναν ετεροδικίας και επομένως δεν μπορούσαν να δικαστούν στην Ελλάδα!
Αγωνιστής και πείσμων ο Γιάννης Σταμούλης μετάφερε τον αγώνα του στην Ιταλία, αφού η ελληνική κυβέρνηση δια του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Φ. Πετσάλνικου, το 2001, αρνήθηκε να δώσει την άδεια που απαιτούνταν ώστε να εκποιηθούν ακίνητα του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα.
Η ιταλική Δικαιοσύνη, στάθηκε στο ύψος της αποστολής της. Με απόφαση του Εφετείου Φλωρεντίας (1849/2008) απορρίφθηκε η προσφυγή του γερμανικού Δημοσίου κατά άλλης απόφασης δικαστηρίου της Φλωρεντίας που επέτρεπε στους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου την εκτέλεση της ελληνικής απόφασης επί ιταλικού εδάφους. Οι Ιταλοί δικαστές απέδειξαν στη συγκεκριμένη περίπτωση πως η Δικαστική Εξουσία είναι ανεξάρτητη, απορρίπτοντας και την παρέμβαση της ιταλικής κυβέρνησης υπέρ του γερμανικού Δημοσίου.
Με το δικαστικό αυτό αγώνα που συνέχισε μετά το θάνατο του Γ. Σταμούλη, η κόρη του Κέλλυ, δικαιώθηκαν τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας στο Δίστομο επιδικάζοντας στους διακόσιους συγγενείς των θυμάτων το ποσό των τριάντα πέντε εκατομμυρίων ευρώ.
Οι απόγονοι, λοιπόν, εκείνων που ένιωσαν τόσο έντονα τη λαίλαπα του ναζισμού, έχουν χρέος τιμής ώστε να μην εγκαταλείψουν τον αγώνα. Να επανέλθουν με νέες προσφυγές στα ελληνικά δικαστήρια, που συλλήβδην μέχρι τώρα έχουν απορρίψει τις παλιότερες προσφυγές, αποστερώντας από τους προσφεύγοντες τις δικαστικές εκείνες αποφάσεις με τις οποίες θα νομιμοποιούνταν να προσφύγουν περαιτέρω στην ιταλική δικαιοσύνη για την εκτέλεσή τους. Είναι γνωστό ότι στην Ιταλία δεν απαιτείται άδεια της κυβέρνησης για την εκποίηση ακινήτων άλλης χώρας.
Πεδίο δόξης λαμπρό για τους Δικηγορικούς συλλόγους του νομού Κοζάνης – γιατί όχι και της χώρας – αλλά και για τον Λάζαρο Λωτίδη, διακεκριμένο νομικό και πολιτικό με πολύχρονη εμπειρία, να αναλάβουν πρωτοβουλία για τις πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλει η Γερμανία στους Πύργους και στο Μεσόβουνο.
Για την ιστορία να αναφερθεί πως ο γράφων είχε αρθρογραφήσει για το εν λόγω ζήτημα, ήδη από το 1994, ενώ επανήλθε στο ίδιο θέμα με επιστολή του προς το Νομαρχιακό Συμβούλιο Κοζάνης, την οποία και κοινοποίησε στα Κοινοτικά συμβούλια των Πύργων και του Μεσοβούνου στις 4/8/1995.
[1] Ο Στάθης Ταξίδης είναι δάσκαλος – συγγραφέας.
[2] Ο αριθμός των νεκρών παραμένει ακόμη αδιευκρίνιστος γιατί καμία επίσημη έρευνα δεν έγινε ή δεν είδε ακόμα το φως της δημοσιότητας. Αυτό αποτελεί όνειδος για τους απογόνους των θυμάτων-μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου- και ύβριν απέναντι στους νεκρούς. Για σαράντα περίπου χρόνια ως αριθμός των θυμάτων αναφερόταν ο αριθμός τριακόσιοι δεκαοχτώ που προτάθηκε από τον Σεβασμιότατο, μητροπολίτη Φλωρίνης τότε, π. Αυγουστίνο. Ο εν λόγω μητροπολίτης αυθαίρετα μετέθεσε από τον Απρίλη στο Μάη την επέτειο του ολοκαυτώματος, τοποθετώντας την στην Κυριακή των 318 θεοφόρων Πατέρων. Έτσι αυθαίρετα προέκυψε και ο αριθμός 318 για τα θύματα, που άγνωστο για ποιο λόγο καθιερώθηκε από την κοινότητα των Πύργων στην αρχή και από το Δήμο Βερμίου αργότερα. Πάντως μία από τις καταστάσεις που πήρε ο γράφων από την κοινότητα απαριθμεί 341 θύματα. Είναι καιρός να επιδειχθεί σωφροσύνη και σοβαρότητα και έρευνα επιστημονική. Η ημερομηνία του Μνημοσύνου επίσης να παραμείνει σταθερή και να πραγματοποιείται στις 23 του Απρίλη. Ούτε μια μέρα μπροστά ούτε μια μέρα πίσω. Οι νεκροί δεν περιμένουν και δικαιούνται τον προσήκοντα σεβασμό. Αρνητική έκπληξη δοκίμασαν πέρσι οι Γερμανοί ακτιβιστές από το Μπέλμενχορστ, όταν ήρθαν στις 23 Απριλίου, έστησαν το μνημείο συγγνώμης, αλλά τη μέρα εκείνη εκδήλωση μνήμης από τον Δήμο δεν υπήρχε, γιατί όπως πάντα η μέρα εκείνη – από ότι λέγεται – δεν βολεύει τους επισήμους(!). Είναι καιρός, επίσης, πέραν του καθιερωμένου Μνημοσύνου, της κατάθεσης στεφανιών, της ανάγνωσης των ονομάτων και της παράθεσης γεύματος στους επισήμους στην ταβέρνα του «Βάσου» να τελούνται και άλλες παράλληλες εκδηλώσεις. Και σαν τέτοιες έχουν προταθεί αρκετές από τον γράφοντα.
[3] Όπως και αυτή του γειτονικού Μεσόβουνου με τα 300 εν συνόλω θύματα, ανάμεσά τους και ο παππούς μου, Ευστάθιος Καραγιαννίδης, καθώς και τα αδέρφια της μητέρας μου, η Μάρθα και ο μικρός Στράτης.
[4] Απόσπασμα από την «Επιμνημόσυνη γονυκλισία» του Νικηφόρου Βρεττάκου.
[5] Το ποίημα αποτελεί σχεδίασμα του Στάθη Ταξίδη και γράφτηκε το 2009.