Ίσως λίγες φορές βρέθηκα να παρακολουθώ, μια συζήτηση με υπομονή. Όχι γιατί κατέβαλα ιδιαίτερη προσπάθεια, αλλά χωρίς να το καταλάβω έμεινα άναυδος ή εάν θέλετε θεώρησα ιεροσυλία να διακόψω την όλη ατμόσφαιρα. Προσπαθούσα να παρακολουθήσω δύο ανθρώπους. αρκετά μεγάλους στην ηλικία, να δώ τι λένε και εν πάσει περιπτώσει τι κοινό τους, συνέδεε. Πραγματικά, ξένος εγώ στον χώρο ανιτό ξένοι και οι πρώταγωνιστές όπως και οι λοιποί της παρέας. Λες και όλα συνεργούσαν γι’ αυτήν την απρόσμενη συνάντηση. Μας φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ το όμορφο Πήλιο. Μια τάβέρνα στην ειδυλλιακή Μακρυνίτσα με τα τραπέζια τα πρωτότυπα, τα σπεσιαλιτέ της και το τζάκι να καίει μας ανάγκασαν – το θέλαμε και εμείς – να βρούμε καταφύγιο για κείνο το βράδυ. Ενα κρασί υπέροχο άρχισε σιγά – σιγά να λύνει την γλώσσα μας. Δεν είμασταν πια ξένοι. Δεν υπήρχε αδιαχώρητο. Σχεδόν ξέραμε τώρα ο ένας τον άλλο. Οι ώρες περνούσαν, όμως και οι κούπες με το κρασί αυξάνονταν. Ισως είναι και χάρισμα να μπορείς να κρατήσεις την παρέα σε κάποιο επίπεδο ώστε να μην είναι ανιαρή• Προσωπικά το φοβόμουν αυτό. Δεν ήξερα τι θα γινόταν. Και οι συζητήσεις τραβούσαν σε μάκρος. Σε λίγο, μιά σκηνή ανάγκασε όλους μας να μην μιλάμε. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβουμε παρακολουθούσαμε δύο από την παρέα – λες και ήταν σε άλλη – με μιά ηρεμία και πολλές φάσεις της συζήτησης έκρήξεις. – Πώς, τον ξέρω το τάδε. – Είχε το βάθμό του.. – Ησουν τότε στη Τρεμπεσίνα; – Οχι εμείς είμαστε στο τάδε μέρος. Αμίλητοι δεν θέλαμε λες και είμασταν συνενοημένοι να τους διακόψουμε. Κοιτούσα μια τον ένα μια τον άλλο. Τα χείλη άρχισαν να τρέμουν. Δεν μιλούσαν πλέον από απόσταση. Κάθε λέξη συνοδευόταν σε πολές περιπτώσεις και από χειρονομίες. – Ξέρεις, βρέθηκα στο Νοσοκομείο γιατί ήμουν τραυματίας. – Αλήθεια που κτυπήθηκες ; Αθελά μου έκανα πολλές, σκέψεις. θέλοντας να τις πώ φοβάμαι είμαι σίγουρος ! Δεν θα τις αποδώσω σωστά. Σκεφτόμουν λοιπόν πως έγινε εκείνος.ο Αγώνας. Πόσο τους συνέδεσε όλους ο κίνδυνος της Πατρίδος. Πόσοι σκοτώθηκαν. Πόσοι συνάδελφοι συζητάν για άλλους, για κατορθώματα απλών ανθρώπων, μα παληικαριών. Προσπαθούσα να βάλω μια σειρά στις σκέψεις μου. Γύρισα το κεφάλι μου στην πλευρά που ήταν το τζάκι. Οι φλούδες από καρύδια κρατούσαν την φλόγα γερή. Ηλπιζα μέσα στις παράξενες ανταύγειες της να δώ κάτι, κάτι που να με τραβήξει. Τίποτα. Ξαναγύρισα στην συζήτηρη. Κύταξα τον έναν από τους δύο Διακριτικά, προσπαθούσε να σκουπίσει. τα δάκρυα του. Σκέφτηικα μήπως τον πείραξε η φλόγα από το τζάκι. Εινας από την παρέα τον ρώτησε. Είσαι πράγματι συγκινημένος; Τό ξερε και πειρίμενε την απάντη ση που θα έπαιρνε ή το έκανε απλώς για να τον βγάλη απ’ την δύσκολη ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν; Αυτό το ξέρει ο ίδιος. Ο δε άλλος – ο δεύτερος της συζήτησης κοιτούσε με μιά γαλήνη μια θεία γαλήνη ανεξή γητη. Αλήθεια τι σκεφτόταν; Πώς έζησε; Τα βουνά που γράφηκε το έπος; Τις κακουχίες ή την τύχη, αυτήν την τύχη που σήμέρα ξαναβρήκε έναν παλιό συμπολεμιστή, ξαναζώντας τα νιάτα του; Πώς να μπορέσω να μπώ στην ψυχή του να μάθω; Ο,τι και να ρωτήσω δεν θα μπορέσω. Οι άνθρωποι αυτοί ζούν αυτή την στιγμή στον δικό τους κόσμο. Μιλάνε μια γλώσσα που δεν μπορώ να καταλάβω. Και εύχομαι για μας να μην περάσουμε τα δικά τους Γιατί θα είμαστε δυστυχώς πολύ λίγοι αυτοί που θα μιλάμε έτσι. Διότι οι πολλοί θε έχουν σκοτωθεί. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να ευχαριστήσω την πανελλήνια περιηγητική λέσχη που οργάνωσε το συνέδριο στο Βόλο. Αυτή ήταν η αιτία που βρέθηκα μαζί τους. Επίσης αυτούς που άθελά τους έγιναν πρωταγωνιστές για κάτι το ξεχιωριστό για μένα. Τον κ. Δαβόρα από την Βέροια και τον κ. Παναγόπουλο από το Αίγιο. Παράλληλα όλους αυτούς που συνέθεισαν αυτήν την ατμόσφαίρα. Τον κ. Δημητρακάκη Ιωάννη, τήν δίδα Τσακίρογλου Καίτη, τον Δ/τή της Εορδαϊκής κ. Ακριτίδη και τον κ. Χαρισίου Βασίλειο από την Ρόδο. Ευχή όλων μας ήταν και είναι: Ποτέ πιά θύματα. Ποτέ πολέμους. Για να έχουμε οτιδήποτε συζητήσεις παρά ,τέτοιες σκηνές. Ας πρυτανεύσει η λογική. Από όλον τον κόσμο. Για το καλό όλων μας. Σπύρος Καζαντζής