Δυο σημαντικά ιστορικά γεγονότα εορτάστηκαν στην περιοχή μας τις τελευταίες ημέρες. Το ένα, στις 23 Οκτωβρίου, ήταν το μνημόσυνο για τα 75 χρόνια από το ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου και το άλλο στις 28 Οκτωβρίου, τα αποκαλυπτήρια του ιστορικού ερπυστριοφόρου τρακτέρ της πρώτης ελληνικής εταιρείας εκμετάλλευσης λιγνιτών « Γ. Παυλίδη – Κ. Αδαμόπουλου», που δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μας και έγινε η αφορμή να αναδειχθεί αυτή σε παγκόσμιο ενεργειακό κέντρο.
Συνδιάζοντας αυτά τα δυο γεγονότα, μου δίνεται η ευκαιρία να φωτίσω άγνωστες πτυχές της τοπικής μας ιστορίας και να δώσω το βήμα, για να μιλήσουν άνθρωποι, που δεν είναι πια ανάμεσά μας ή που είναι αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται για την εμπειρία τους.
Θα μεταφερθούμε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πτολεμαΐδας κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής 1941-1944.
Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης δημιουργήθηκε από τις τοπικές αρχές σε συνεργασία με τους Γερμανούς στο Πέτρινο Δημοτικό Σχολείο το 1941, αμέσως μετά το ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου. Οι Γερμανοί, μετά τον τουφεκισμό όλων των ανδρών, την σφαγή πολλών άμαχων γυναικόπαιδων και την πυρπόληση των σπιτιών, συγκέντρωσαν τους εναπομείναντες κατοίκους, γύρω στα 900 άτομα και τους οδήγησαν με τα πόδια, στην Πτολεμαΐδα. Οι κρατούμενοι, πέρα από την τραγική ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, είχαν να αντιμετωπίσουν τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού αλλά και τις άθλιες καιρικές συνθήκες. Ο εγκλεισμός είχε διάρκεια δύο εβδομάδων και μετά από εκεί τους έστειλαν στα χωριά του νομού Κοζάνης, αλλά και στους νομούς Ημαθίας και Φλωρίνης, προς γενικότερο, προφανώς, παραδειγματισμό, να ζητιανεύουν για να ζήσουν. Η νομαρχία Κοζάνης περιορίστηκε να τους διανείμει ένα «χρηματικόν βοήθημα 200 δρχ. κατ’ άτομον» μαζί με «άρτον και τρόφιμα αναγκαιούντα διά την πορείαν των». (Το Μεσόβουνο κάηκε και εννέα μήνες αργότερα και πάλι με τη συνεργασία των ελληνικών αρχών. Είχε θύματα και το 43 και το 44.)
Μαρτυρία για το γεγονός αυτό μας δίνει ο Αντώνης Παραστατίδης στο παρακάτω απόσπασμα [1] :
«Το όνεμα μ’ εν’ Παραστατίδης Αντώνιος του Σάββα και το παρόνομα μ’ ο Κυρισιάς τ΄Ακτεαρτσιάντων. Εγεννέθα σο Μεσόβουνον και είμαι Μεσοβουνιώτης. Εγεννέθα το 1930.Έκαψαν το σπίτε μουν το βίος εμουν όλον εκατέστρεψεν και επαίραν μας και πήγαν σο Καϊλάρ. Ετοπλάεψαν εμας ουλτς απές σο πέτρινον το σχολείον τη Καϊλαρή.Και εδούλεψαν τα φουρνία, από παν’ έβρεχεν και εφέρνανε μας και έτρωγαν εκιαπές κανα δυο βδομάδας και κανόντσανε ντο να ευτάνε μας. Η αλήθεια να λέγεται εήν το κέκα να ‘νεσπάλω ο Παυλίδης εδιάθεσεν το ψωμίν της εποχής, τα δύο βδομάδας που έμνες σο Καϊλαρ. Μετά εκανόντσανε σε κάθε νομόν να στείλνε από είκοσι οικογένειας. Εμείς έτυχε να πάμε, να στείλνε μας ση Φλώρινα σο χωρίον Κλαπούτζικσταν, Πολυπλάτανον λέγνατο ατώρα. Και σκάλωσαμ’ και γύρευαμ’ (ζητιανεύαμε) …»
Το δεύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης δημιουργήθηκε στα Χάνια ή στο Χάνι της Δέσποινας, το 1944 μετά την καταστροφή των Πύργων, της Ερμακιάς και του Μεσόβουνου. Αφορούσε περίπου 1500 άτομα. Οι συνθήκες μέσα στα δυο στρατόπεδα είναι παρόμοιες. Δεν υπάρχει καμία περίθαλψη προς τους πληγέντες, δεν αντιμετωπίζονται σαν αιχμάλωτοι πολέμου (οπότε οι Γερμανοί, βάση των διεθνών συνθηκών, είναι υποχρεωμένοι να τους ταΐσουν και να τους περιθάλψουν) αλλά μέσα σε μια πλήρη αδιαφορία, αφήνονται στη μοίρα τους να πεθάνουν από την πείνα και τις κακουχίες. Κοιμούνται πάνω στα άχυρα που υπήρχαν εκεί για τα ζώα. Γεμίζουν ψείρες . Οι έγκυες γεννούν τα παιδιά τους στον ίδιο χώρο, χωρίς καμία πρόνοια για τα νεογέννητα. Δεν υπάρχουν συνθήκες καθαριότητας και απολύμανσης. Περίθαλψη καμιά. Αλλά, υπάρχει ανθρωπιά!
Το κενό αυτό, της επίσημης περίθαλψης, έρχεται να το πληρώσει η εκκλησία και η τοπική κοινωνία της Πτολεμαΐδας μέσω ενός εξαιρετικά ενεργού μέλους της. Μέσω του επιχειρηματία εκμετάλλευσης λιγνιτών, Γεωργίου Παυλίδη. Το παρακάτω απόσπασμα από την μαρτυρία του γιού του, Νικόλαου Παυλίδη, είναι εξαιρετικά γλαφυρό και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. [2]
«…Από εκεί και πέρα τους υπόλοιπους κατοίκους των Πύργων τους κατέβασαν στην Πτολεμαϊδα και τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στα τότε χάνια. Επειδή ήταν κλειστός ο χώρος, τους μάζεψαν όλους τους κατοίκους εκεί μέσα. Αυτοί λοιπόν εκτός από τον ψυχικό πόνο που είχαν, διότι χάσαν τους δικούς τους, χάσαν τα ζώα τους, χάσαν τα σπίτια τους, ήταν απελπισμένοι. Κανένας όμως δεν έδωσε σημασία εις το τι θα φάνε αυτοί οι άνθρωποι και πώς θα τα βγάλουν πέρα όλες τις ημέρες που τους είχαν οι Γερμανοί κλεισμένους. Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ δεν έδιναν καμιά σημασία. Βάλαν έναν αρχιφύλακα, ας πούμε εκεί του στρατοπέδου, έναν γέρο Γερμανό, ο οποίος ήτανε πολύ κέρβερος.
Μετά από αυτό, ανέλαβε μια πρωτοβουλία ο πατέρας μας ο Παυλίδης ο Γεώργιος. Λοιπόν, πήρε ένα κάρο και με τη βοήθεια της οικογένειάς του γύριζε στις γειτονιές και ζητούσε τη συνεισφορά των κατοίκων. Εν τω μεταξύ ότι μπορούσε να δώσει ο καθένας έδινε. Αυτό κράτησε κανά δυο μέρες. Έπεσε όμως ένα σύνθημα ότι όποιος προσφέρει τρόφιμα για τους κρατουμένους θα τουφεκίζεται από τους Γερμανούς. Όταν διεδόθη αυτό το πράγμα κουμπώθηκαν όλοι. Ούτε και οι παπάδες ακόμη, που υποτίθεται ότι θα βοηθούσαν. Κάνανε πέρα. Κανένας δεν βοηθούσε. *
Βλέποντας, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι αυτοί κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα, πήρε την πρωτοβουλία ο πατέρας μου και για να βρει κάποιο έρεισμα ότι από κάποια οργάνωση ξεκίνησε η συνεισφορά αυτή, πήγε στο Θεολογίδη το γιατρό, ο οποίος ήταν τότε του Ερυθρού Σταυρού και είχε τις σφραγίδες και ταυτότητες και κάτι τέτοια. Αλλά αυτός είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που δεν ήθελε ούτε καν να ανακατευτεί ούτε να τον ξέρουνε. Και του λέει : «Γιώργο», Γιώργο λέγαν τον πατέρα μου, «πάρε τις σφραγίδες, πάρε τα σήματα πάρε κι αυτά. Βάλε μια κορδέλα στα παιδιά σου και στην οικογένειά σου, βάλε και μια σημαία ότι είσαι εντεταλμένος του Ερυθρού Σταυρού, βάλε και μια κορδέλα εσύ και ο θεός βοηθός. Αλλά, αν κάτι πάει στραβά και σε ανακαλύψουν, μην πεις καν το όνομα Θεολογίδης». Σκεπτόμενος ο Παυλίδης ότι θα χανόταν τόσος κόσμος πονεμένος, το αποφάσισε.Έβαλε σφραγίδες, πήρε τα πιστοποιητικά, τα οποία χρειάζονταν, και τα μοίρασε σε εμάς. Εν τω μεταξύ από κει και πέρα τα τρόφιμα, επειδή δεν μπορούσε να συνεισφέρει ο κόσμος τα έβαζε από την τσέπη του. Αγόραζε τρόφιμα, πήγαινε το αλεύρι στο φούρνο του Δρόσου στη γειτονιά και έψηνε ψωμί. Χίλια πεντακόσια κιλά αλεύρι είχε συγκεντρωμένα για την οικογένειά του, διότι τότε είχαμε και αλωνιστική μηχανή και είχαμε 25 τόνους μέσα στις αποθήκες μας.
Η δουλειά προχωρούσε… Κάθε πρωί πηγαίναμε στο φούρνο του Δρόσου (τον οποίο εκ των υστέρων τον σκότωσαν οι Γερμανοί), παίρναμε τα ψωμιά, κάναμε το πρωινό συσσίτιο. Εγώ δε, μικρός τότε, μοίραζα τις ελιές και το ψωμί και ότι μπορούσαμε. Εχ, κάθε μέρα εμείς αυτή τη δουλειά κάναμε.Τους πηγαίναμε και τρώγαν πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Και δε μας ενοχλούσε κανένας. Με καζάνια τους πηγαίναμε τα φαγητά. Τα ψήναμε σε καζάνια έξω, στην αυλή του σπιτιού και από εκεί τα παίρναμε με τα κάρα και τα πηγαίναμε έτοιμα. Και περίμεναν οι καημένοι αυτοί, οι πονεμένοι, οι κρατούμενοι να μας δουν στην πόρτα και να χαρούν, να φαν λίγο φαγητό, ένα κομμάτι ψωμί.
…Εν τω μεταξύ εμείς προχωρούσαμε.Η πείνα θέριζε. Η ψείρα είχε εξαπλωθεί πολύ. Αυτοί κοιμώντουσαν στο χάνι μέσα, πάνω στα άχυρα και ήταν σε μια κατάσταση απελπιστική. Δηλαδή τους έβλεπες και έκλαιγες!»
Τα παραπάνω, έρχεται να μας τα επιβεβαιώσει ο κος Βαγκόπουλος από τους Πύργους, ο οποίος βρέθηκε αιχμάλωτος με την οικογένειά του, μέσα στα χάνια σε ηλικία δώδεκα χρονών, την άνοιξη του 1944.
«Ονομάζομαι Βαγκόπουλος Γεώργος. Γεννήθηκα το 1932. Εμάς οι Γερμανοί μας πήγαν στις Δέσποινας τα Χάνια, επειδή το χωριό μας καταστράφηκε. Περίπου θα είμασταν 700-800 άτομα μέσα. Μας είχαν εκεί για μια βδομάδα, δέκα μέρες. Μας κρατούσαν ως ομήρους. Περίμεναν να τελειώσουν οι επιχειρήσεις στο Βέρμιο, αν συναντούσαν τίποτες οι Γερμανοί μπορεί και να μας καθάριζαν. Την πρώτη μέρα που πήγαμε, τη δεύτερη μέρα είπα αυτόν τον άνθρωπο ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του, ψωμί δεν είχαμε τίποτες. Ο άνθρωπος μάζευε με κάτι κόφες ποντιακές, με κάτι κοφίνια που τα βάζανε στην πλάτη. Ο άνθρωπος έκοβε από τα μεγάλα τα ψωμιά και έδινε από ένα τέταρτο στο καθένα και καμιά ελιά. Μας έβαζε σε τάξη. Εμείς πεινούσαμε δευτοπηγαίναμε. Μας μπάνιζε όμως (γέλια). Γιατί ο άνθρωπος έφτιανε έρανο. Κάθε μέρα αυτό μας έκανε. Μας έδινε, μας έδινε και δεύτερη φορά αλλά γελούσε. Ε, όλοι οι γονείς μας με αυτόνα ζήσαμε μια εβδομάδα. Να είναι καλά, να αγιάσουν τα κόκκαλά του όπου να είναι, γιατί αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρω αν θα βρισκόταν και δεύτερος. Το χάνι είχε μια πόρτα μεγάλη ξύλινη, έτσι, και άνοιγε η μια και ο άνθρωπος αυτός μοίραζε, έτσι. Ο κος Παυλίδης ήταν σου λέω για μας μεγάλος ευεργέτης. Δεν θα τον ξεχάσω. Γιατί, εκείνη την ώρα, ποιός θα μας έφερνε ψωμί, ο Γερμανός θα μας έφερνε; Για δέκα μέρες μας τάιζε. Ήταν μεγάλο, ζυμωτό ψωμί. Νόστιμο ήταν. Για μας αυτό τότε ήτανε μέλι. Αλλά μπορεί και να μαγείρευαν. Δυο πόρτες άνοιγαν μια δεξιά και μια αριστερά αλλά, εμείς τα παιδιά, πηγαίναμε στο ψωμί. Στο ψωμί πηγαίναμε. Όλοι λέγαμε «Η οικογένεια του κου Παυλίδη». Δεν ερχόταν μόνος του είχε και συνεργάτες αλλά εμείς οι δικοί μας έλεγαν «η οικογένεια του κου Παυλίδη». Θυμάμαι ήταν ένα αντρούκλας, ήταν ένας ψηλός, γεμάτος άνδρας, λίγο φαλάκρας ήτανε… τον θυμάμαι. Περήφανος ήτανε. Δεν τον ξέραμε από πριν. Εκείνες τις μέρες όλοι λέγανε : «Ο Παυλίδης να είναι καλά. Η οικογένεια του Παυλίδη, αυτή μας έσωσε!» Ήταν δραστήριος άνθρωπος. Ήταν άλλοι άνθρωποι, μορφωμένοι, μπροστά βλέπανε… Εγώ τους είπα και στην Πτολεμαΐδα θα πήγαινα για να μιλήσω γι αυτόν τον άνθρωπο». [3]
Στις δραστηριότητες του Γ. Παυλίδη συμμετείχε ολόκληρη η οικογένειά του. Η γυναίκα του, η Μαρίτσα η οποία μαγείρευε μέσα στα καζάνια και έκανε τις σχετικές προετοιμασίες στο σπίτι με την βοήθεια και άλλων γυναικών,φυσικά. Η πρωτότοκη κόρη του, Παναγιώτα, η οποία ήξερε να κάνει ενέσεις και προσέφερε και υποτυπώδεις νοσοκομειακές υπηρεσίες και ο μεγαλύτερος γιός του Νίκος (τα άλλα παιδιά ήταν μικρά). Υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι οι οποίοι οικειοθελώς πήγαιναν να βοηθήσουν, όπως η δασκάλα κα Εμμανουηλίδου Λουκία. «Πήγα στον Παυλίδη και είπα: « Θέλω κι εγώ να βοηθήσω». Ξέρεις τι θα πει τόσα άτομα να ταΐζεις; Τα συσσίτια ήταν με προσωπικά του έξοδα. Τα συσσίτια γινότανε στου Δημητριάδη το Χάνι, κατά κόσμον Τσάτσαλη, έτσι λεγότανε. Ο Παυλίδης ξεχώριζε, είχε ένα πνεύμα… πώς να το πω τώρα. Ήτανε το κάτι άλλο. ‘Εβλεπε κάποιον να υποφέρει και ήθελε αμέσως να τον περιθάλψει. Είχε μια ευγένεια. Το όνομα του Παυλίδη παντού ακουγότανε». [4]
Ο Γεώργιος Παυλίδης πέθανε τρία χρόνια μετά,το 1947. Πριν πεθάνει, πρόλαβε να σώσει εκατοντάδες ψυχές, διακινδυνεύοντας την ασφάλεια και την ακεραιότητα ολόκληρης της οικογένειάς του. Ήταν ο εμπνευστής του σχεδίου διάσωσης των κατοίκων των μαρτυρικών χωριών, αυτός που με το θάρρος του επηρέασε και δεκάδες άλλους πατριώτες, να σηκώσουν τα μανίκια ψηλά και συνεισφέρουν προς τον άγνωστο συνάνθρωπο τους.
Τι κοινό μπορεί να έχει, λοιπόν, η επέτειος του Ολοκαυτώματος με τοCaterpillarτρακτέρ του Παυλίδη, ελπίζω να το ανακαλύψατε αγαπητοί φίλοι και συμπατριώτες. Όπως επίσης θα καταλάβατε, ελπίζω, και το πραγματικό νόημα του όρου «κοινωνική ευθύνη».
Μιράντα Παυλίδου
Εκπαιδευτικός
[1] Απόσπασμα από συνέντευξη του Αντώνη Παραστατίδη, «Πόντος και αριστερά»
[2] Απόσπασμα από συνέντευξη του Νικολάου Παυλίδη (προσωπικό αρχείο)
[3] Απόσπασμα από συνέντευξη του κου Βαγκόπουλου Γεώργιου (προσωπικό αρχείο)
[4] Απόσπασμα από συνέντευξη της δασκάλας Εμμανουηλίδου Λουκίας (προσωπικό αρχείο)
* Σύμφωνα με τον πατέρα Μανάδη, η εκκλησία βοήθησε μέχρι το πέρας των αποθεμάτων της.