Η εβδομάδα που διατρέχουμε, είναι ιδιαίτερα θεολογική. Μάλλον, όμως, δεν θα της δοθεί η πρέπουσα σημασία. Αυτή τη χρονιά, η εβδομάδα της Μεσοπεντηκοστής, συνέπεσε με την εορτές των δύο, ίσως, σημαντικότερων θεολογικά συγγραφέων της Αγίας Γραφής. Του προφήτη Ησαΐα και του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Νομίζω είναι μια καλή αφορμή, για να αναφερθούμε στην έννοια του Λόγου, με τις παλαιοδιαθηκικές καταβολές και τις ελληνικές συγγένειες. Σήμερα το ρήμα «λέγω» είναι ταυτόσημο του «ομιλώ». Δηλώνει και την ομιλία ως γλώσσα και δευτερευόντως το κίνητρο ή την αιτία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημερινής σύγχυσης, ο στίχος του ποιητή Κώστα Τριπολίτη: «Ο λόγος (γλώσσα-διδασκαλία) δεν έχει λόγο (αιτία-κίνητρο) να λέγεται, τον λόγο αυτόν εγώ τον σεβάστηκα». Στην Αρχαία Ελλάδα ο όρος αυτός φιλοσοφικά, δήλωνε μια ουράνια οντότητα που εκ μέρους ενδιάμεσων θεοτήτων και εμμέσως εκ μέρους του Ενός Θεού διαμόρφωνε την απρόσωπη ύλη και ολοκλήρωνε τα κτίσματα-όντα του φυσικού κόσμου.
Στον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο Λόγος είναι και Θεός αλλά όχι ο όλος Θεός που σαρκώθηκε ως ο προφητευμένος Μεσσίας στο πρόσωπο του εκ Βηθλέεμ Ιησού. «Σαρξ» σήμαινε άνθρωπος, σήμερα δέρμα. Άλλη μια σύγχυση μεταξύ αρχαίας και νεότερης ελληνικής γλώσσας. Κατά συνέπεια ενσάρκωση σημαίνει ενανθρώπιση. Για να κατανοηθεί ο Ιωάννειος Λόγος, χρειάζεται, ανθρωπίνως, βασική γνώση της Γενέσεως και στις δύο βασικές παραλλαγές (πρωτότυπο σημιτικό-ελληνικά της μετάφρασης των Ο΄) και δευτερευόντως την πορεία της έννοιας του «Λόγου» στην ελληνική φιλοσοφία.
Συνήθως η όλη εισαγωγή του Κατά Ιωάννη θεωρείται επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας. Πιο συγκεκριμένα της έννοιας του Λόγου όπως την εισήγαγε και ερμήνευσε ο εξ Εφέσου προσωκρατικός Ηράκλειτος (535-475 π.Χ.). Το όλο επιχείρημα στηρίζεται στην παραμονή του Ιωάννη στην Έφεσο, όπου σώζονταν και ο τάφος του. Στον Ηράκλειτο, ο Λόγος αποτελούσε παράγοντα που δημιουργούσε τα πάντα εκ μέρους της Αρχής: γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον. Παράλληλα αποτελούσε φορέα της αληθείας και όταν κατανοούνταν από τους ανθρώπους ομολογούνταν: Ούκ εμού, αλλά τού λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστίν έν πάντα είναι. (Οι άνθρωποι) ού ξυνίασιν (τον Λόγον). Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται. Οι έννοιες του Ιησού ως φωτός και της κατανόησης ή μη του Λόγου από τους κεκλημένους ή μη στην Πίστη, είναι ιδιαίτερα έντονη στον Ιωάννη.
Το «Εν αρχή ην ο Λόγος» στην ερμηνευτική του Ιωάννου Κωνσταντινουπόλεως (†407), ερμηνεύεται ως αναφορά στο άχρονο του Χριστού και Υιού του Πατρός Θεού. Ο ίδιος θεωρούσε πως η επιλογή του όρου «Λόγος» για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, υπαινίσσεται την απαθή γέννηση του απο τον Πατέρα. Η δογματική του είναι ακριβής, βέβαια, αλλά κυριολεκτικά ο όρος αναφέρεται στον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης: Bere’shith δηλ. «Εν αρχή». Μεταφράζεται δηλαδή «Στο βιβλίο της Γεννέσεως και στη δημιουργία του κόσμου ήταν ο Λόγος. Και επειδή η περικοπή της δημιουργίας του κόσμου, ειδικά στο εβραϊκό κείμενο, χρησιμοποιεί σχήματα ταυτόχρονης χρήσης ενικού και πληθυντικού, είναι ένας σαφής υπαινιγμός: ο Θεός δημιουργός είναι ταυτόχρονα ένας και πολλοί και ο Χριστός είναι μέλος αυτής της πολλαπλής ενότητος: και είπεν ο Θεός (ενικός αριθμός)· ποιήσωμεν (πληθυντικός αριθμός) άνθρωπον… Έτσι με την Γένεση ως αρχή, ο Λόγος στον Ιωάννη είναι μέλος της Θείας ενότητας, χωρίς να είναι το σύνολο του Θεού. Σαφώς και υπάρχουν κοινές φιλοσοφικές έννοιες. Ο Ιησούς-Λόγος έρχεται εκ μέρους τινός, ιδιότητα βασική του φιλοσοφικού λόγου: η εμή διδαχή ούκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με (7:16). Ομιλεί εκ μέρους του Θεού Πατρός και ομολογείται από τους κεκλιμένους στην πίστη ως φωνή του Πατρός, αφού υπάρχει αδυναμία, θέασης και ακοής προς τον Πατέρα: Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ουδέ την φωνήν αυτού ακηκόατε. Τέλος εντοπίζεται και η έννοια της «δόξας», που δεν σημαίνει αποθέωση.
Τα στοιχεία αυτά, δείχνουν να έχουν ισχυρούς παραλληλισμούς στους προσωκρατικούς Ηράκλειτο και (λιγότερο) τον Παρμενίδη, παρά τον Πλάτωνα. Όμως είναι αδύνατο να τα θεωρήσουμε δεδομένες συγγένειες, γιατί το κοινό υπόβαθρο, ο Λόγος, εκτός ότι ενυπάρχει ως δημιουργικός ομοούσιος παράγοντας στη Γέννηση (13ος έως 9ος αι. π.Χ.), εμφανίζεται ως «ντεβάρ Γιαχβέ» (=ρήμα Θεού, τουλάχιστον στο βιβλίο του Ησαΐα (55:11), γραμμένο την περίοδο 742-700 π.Χ. και παλαιοτέρου των προσωκρατικών. Ένας προφήτης, του οποίου το μεσσιανικό του κήρυγμα είναι ευδιάκριτο στον Ιωάννη. Πρώτιστα με την έννοια του φωτός και την κλήση στην πίστη: η ζωοποιός θεία χάρη και φορέας της αληθείας: εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπον. Αντίστοιχα στον Ησαΐα μας παραδίδεται το πλέον μεσσιανικό και οικουμενικό κήρυγμα: Ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει. Ίδετε φως μέγα! Οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φώς λάμψει εφ΄ υμάς (9:2). Κατά συνέπεια, φέρει και την έννοια της λύτρωσης από τον θάνατο.
Πιστεύω πως στο θέμα του λόγου έχουμε κάποιο ζήτημα μεταφραστικό, αν και όχι ασυνείδητο απαραίτητα. Ο μεταφραστής του Ησαΐα ερμήνευσε ως ρήμα και όχι ως λόγο τη ζωοποιό εντολή, παρουσία και χάρη του Θεού. Υποθέτω πως γνώριζε ότι η ταύτιση με τον ελληνικό λόγο, θα δημιουργούσε πρόβλημα. Ο Λόγος στους αρχαίους Έλληνες ανήκει στο νοητό-μεταφυσικό κόσμο, αλλά δεν είναι Θεός. Η ελληνική συγγραφή του Κατά Ιωάννη, είτε αποτελεί έργο του Ιωάννου, είτε κάποιου υπαγορευόμενου, απέφυγε το «ρήμα Θεού» ως απρόσωπο. Χρησιμοποίησε τον Λόγο ως ταυτότητα του Χριστού, παρότι θα δημιουργούνταν κάποια σύγχυση. Με αυτό δεν επιχειρήθηκε τόσο η σύγκλιση με τον ελληνισμό, αλλά, μάλλον, η διαφοροποίηση του οντολογικά. Ο Λόγος ως ενδιάμεσος δημιουργός στους Αρχαίους Έλληνες, είναι στον Χριστιανισμό Θεός υποστατικά ομοούσιος του Ενός. Ο Κόσμος δεν είναι μια θεογονία, μια δημιουργία των ενδοκοσμικών θεοτήτων σε αντιδιαστολή με τον Ένα ύπατο Θεό που η εθνική θεολογία πιστεύει πως δεν συμμετέχει άμεσα σε αυτήν. Η χριστιανική δημιουργία του κόσμου είναι θεοκτισία: μια άμεση παρέμβαση της χάριτος του υπερβατικού Θεού. Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, ήδη εξηγήσαμε, πως στην παγανιστική θεολογία υπάρχει ο απόλυτος απρόσωπος Θεός που δεν έχει συμβατότητα με την ύλη και δεν δημιουργεί, ούτε τιμάται. Χαμηλότερα στην ιεραρχική κλίμακα υπάρχουν κατώτερες θεότητες, οι οποίες επεμβαίνουν στον κόσμο, αφού ως κτίσματα έχουν συμβατότητα με την ύλη. Κατά συνέπεια το να έλεγες, τότε, σε ένα εθνικό στο θρήσκευμα, πως ο Υιός του Ενός Θεού ενσαρκώθηκε, πιθανώς θα αντιμετωπιζόσουν ως μωρία. Εν τέλει, η ομολογία του Ιησού ως Μεσσία και Λόγου αναγεννά τον άνθρωπο. Η εθνική καταγωγή ή η πρότερη θρησκευτική ομολογία, δεν έχει καμία πλέον σημασία, χωρίς την αναγέννηση αυτή: όσοι δε έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ούκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρφός, αλλ΄εκ Θεού εγεννήθησαν (Κατά Ιωάννη 1:12).
konstantinosoa@yahoo.gr