Για την οικογένειά μου η επέτειος του θανάτου του Π. Μελά έχει μια άλλη βαρύτητα, αφού πρόγονός μας σχετίσθηκε με αυτόν. Αυτό συνέβη τόσο στο πλαίσιο του Μακεδονικού Κομιτάτου, όσο και με το δύσκολο έργο της ταφής του. το σώμα του θάφτηκε προσωρινά στο χωριό Στάτιστα, ενώ η κεφαλή για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους, μεταφέρθηκε στη Μονή Αγίας Τριάδος Πισοδερίου Φλωρίνης. Για την εφετινή επέτειο προτίμησα με ένα πολύ καλό φίλο να βιώσουμε με ηρεμία και κατάνυξη την μακεδονική παράδοση. Δυστυχώς εκ των πραγμάτων δεν μπορούσα να παραβρεθώ στην ιδιαίτερη πατρίδα μου Πτολεμαΐδα, για την προβολή της αποκατεστημένης κόπιας της αξιόλογης ταινίας του Φυλακτού, για την ζωή του Παύλου Μελά. Έτσι επισκεφτήκαμε ένα περιώνυμο μακεδονικό ταφικό μνημείο (αφού και η επέτειος αυτή ημέρα μνημοσύνης είναι).
Πρόκειται για τον Τάφο ΙΙΙ του Αγίου Αθανασίου, 20 χλμ. έξω από την Θεσσαλονίκη περίπου της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου: το μνημείο χρονολογείται μεταξύ άλλων και από ανακάλυψη μεταθανάτιας νομισματικής κοπής του Φιλίππου του Β΄ περί το 320 π.Χ. Πολύ κοντά στην περιοχή, τα έφερε έτσι η ιστορία, ώστε να υπογραφεί η παράδοση της Θεσσαλονίκης το 1912. Το ταφικό μνημείο βρίσκεται στο κέντρο ενός τύμβου, 12 μέτρα από την κορυφή. Το μνημείο είναι σχετικά απλό αρχιτεκτονικά, ένας μονοθάλαμος τάφος. Ανακαλύφθηκε στις 15 Ιουνίου του 1994, δυστυχώς ήδη από την αρχαιότητα συλημένος (Μ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη, «Άγ. Αθανάσιος. Το χρονικό μιας αποκάλυψης», ΑΕΜΘ 8, 235). Ωστόσο και αν είχαν βρεθεί τα κτερίσματα, μάλλον δεν θα ήταν τόσο πολύτιμα όσο οι διασωθείσες εντυπωσιακές και μοναδικές ως προς την θεματολογία τοιχογραφίες. Βρίσκονται πολύ καλά διατηρημένες στην πρόσοψη του τάφου, αλλά και ορισμένες εσωτερικά, αλλά σε κακή κατάσταση.
Εκατέρωθεν του θυραίου ανοίγματος φιλοτεχνήθηκαν δύο στρατιωτικοί Μακεδόνες οι οποίοι κρατούν δόρατα και φέρουν καυσία. Αναπαρίστανται σαν να φυλάνε το μνημείο, θρηνώντας τον νεκρό, ο οποίος προφανώς εκτός από οικείος τους ήταν εξίσου στρατιωτικός. Ο εξ αριστερών προσπαθεί να θρηνήσει χωρίς να ξεσπάσει. Ψιλόλιγνος με την καυσία να δημιουργεί μια εντύπωση αναλογίας κεφαλής προς το σώμα περίπου στο 1 προς 7. Ο εκ δεξιών ανασηκώνει το ένδυμα καλύπτοντας το στόμα. Υποστηρίχθηκε πριν κάποιους μήνες σε αρχαιολογικό συνέδριο πως θα μπορούσε αυτή η κίνηση να υποδηλώνει σιωπή μυημένου και άρα λατρευτή ο οποίος δεν πρέπει σε αμύητους να αποκαλύπτει τα άρρητα των μυστηρίων. Ωστόσο πιστεύουμε ότι πιθανότερο είναι, ο στρατιωτικός αυτός να εκτελέσθηκε έτσι για να μην εκφραστεί ένα θρηνώδες ξέσπασμα: αυτού του είδους οι υπέρμετρες εκδηλώσεις, ανθρώπινες βέβαια, ίσως για την τάξη και ιδιότητα του πενθούντα κατά το έθος της μακεδονικής κοινωνίας (και όχι μόνο) να θεωρούνταν ανάρμοστες. Μια ανάλογη θεώρηση συναντούμε σε κείμενα τόσο ιωνικών (Σόλων) και δωρικών (Ξενοφών) παραδόσεων, πολύ περισσότερο, όμως, στον Πλάτωνα (πεθ. 348), τον στενά συνδεδεμένο άλλωστε με την μακεδονική αυλή και τον Φίλιππο Β΄ (359-336). Ο Πλάτων λοιπόν διδάσκει «τον τετελευτηκότα επιτάττειν ή μη άμορφον, θρηνείν δε και έξω της οικίας φωνήν εξαγγέλλειν απαγορεύειν» (Πλάτων, Νόμοι, ΙΒ΄, 960a). Και στις δύο ολόσωμες παραστάσεις απαντά, ιδίως στα πόδια, το στοιχείο της κίνησης, κλασσικό για την ελληνική ζωγραφική και τα γλυπτά κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.
Βέβαια το θέμα της μυστηριακής μύησης για τους Μακεδόνες και ειδικά για τους στρατιωτικούς, μάλλον δεν απουσιάζει από άλλα σημεία του μνημείου. Εξάλλου η καβείρια λατρεία δεν ήταν μια μυστηριακή λατρεία για λίγους στη Μακεδονία. Σε ρωμαϊκές πηγές βρίσκουμε αναφορές οι οποίες την θεωρούν πολιούχο και πατρώα λατρεία των Μακεδόνων. Μια υποβόσκουσα μυστηριακή ένδειξη και μάλιστα προς τον ορφισμό φαίνεται να δίνει αρχικά η ύπαρξη δέκα τρίγλυφων στην μετόπη, αντί λ.χ. των εννέα που συναντούμε στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας. Σε αντίθεση με το εννέα, το οποίο είναι βάσιμο να στηρίζει τις εννεαήμερες μυήσεις ή την εννεάχρονη περίοδο προς απόδοση του νεκρού ήρωα ως εκθεωμένου από την Περσεφόνη, το δέκα παραπέμπει στην τετρακτύν της δημιουργίας (1+2+3+4=10), με τον ορφισμό να πιστεύει στην ύπαρξη υψίστου Θεού Δημιουργού (Πάπυρος Δερβενίου).
Ψηλότερα αναπτύσσεται μια εντυπωσιακή παράσταση ενός συμποσίου. Εικοσιπέντε συνολικά μορφές αποτελούν τα μέλη του. Άλλοι προσεγγίζουν από αριστερά και μερικοί εξ αυτών είναι έφιπποι. Στο κέντρο υπάρχει κυλικείο και ανακεκλιμένες σε ανάκλιντρα μορφές και μουσικοί, όπως μια γυναίκα η οποία παίζει δίαυλο. Εξ δεξιών πραγματοποιείται προσέλευση πεζών. Αρκετοί προσερχόμενοι είναι στεφανωμένοι, μια παράδοση ενίοτε μυητική, ήδη από τα αργοναυτικά χρόνια. Το σημαίνον βέβαια είναι το συμπόσιο, φαίνεται αυτό και από την παρουσία των μουσικών οργάνων. Ως σημαινόμενο ίσως αλληγορείται ένα νεκρόδειπνο και η μεγάλη σε αριθμό συμμετοχή των φίλων του νεκρού στο τριήμερο πένθος ή καλύτερα μια επέκεινα προσδοκία, αν ο νεκρός ως μυστηριακός επόπτης αξιώθηκε να ονομασθεί καθεύδοντας στον Άδη, «Αστέριος, υιός του Ουρανού και της Γαίας». Ψηλότερα, στο αέτωμα πάνω από τις τρίγλυφες μετόπες, έχουμε ένα ακόμα στοιχείο το οποίο εντείνει την υποψία μας για νεκρό συνδεδεμένο με τον ορφισμό: δύο γρύπες πλαισιώνουν ένα ήλιο (Μ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη, “Άγιος Αθανάσιος, Μακεδονικός τάφος ΙΙΙ. Ο οπλισμός του ευγενούς νεκρού”, στο Νάματα, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Δ. Παντερμαλή. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2011, 352). Οι γρύπες αποτελούσαν κλασσικά μυθικά είδη τα οποία έφεραν το άρμα του Απόλλωνος, ειδικά σε δελφικό πλαίσιο. Το ότι ανάμεσα στους γρύπες υπάρχει ένας φωτεινός ήλιος, μας έρχεται στο νου μια αναφορά του Αισχύλου, κατά την οποία ο Ορφέας έθετε τον Ήλιο πρώτο θεό και τον ονόμαζε «Απόλλωνα». Σε κάθε περίπτωση, αποχωρήσαμε από το μνημείο πλήρεις και με μια σεμνή σιωπή, αρμόζουσα στην ημέρα αυτή της μνημοσύνης.
Του Κόττη Κωνσταντίνου θεολόγου