Η θάλασσα αποτέλεσε ένα δυναμικό σύμβολο στην εξέλιξη του ποντιακού ελληνισμού στο χρόνο, από τον μύθο μέχρι και τον ξεριζωμό .
Στην Ποντιακή διαχρονική πορεία, που αρχίζει με τον πρώτο αποικισμό και ολοκληρώνεται στο δεύτερο ελληνικό αποικισμό, η θάλασσα αποτέλεσε τον μεταναστευτικό δρόμο αυτής της πραγμάτωσης.
Ακόμα και ο μύθος των Αργοναυτών με το ποντοπόρο καράβι, την Αργώ, εμπεριέχει τη στενή σχέση των Ποντίων με το υγρό στοιχείο και ιδιαίτερα με τον περίπλου του άξενου για την εποχή εκείνη Πόντου. Η παρουσία των Ελλήνων στα νότια παράλιά του είχε σαν συνέπεια να δαμαστεί ουσιαστικά η θάλασσα αυτή και να μετατραπεί με το ποντιακό ναυτικό δαιμόνιο από άξενο σε Εύξεινο Πόντο.
Η βιωματική σχέση των Ποντίων με την κλειστή θάλασσα του Ευξείνου επιβεβαιώθηκε μέσα από τη διαδοχική εγκατάσταση και τη δημιουργία πόλεων κατά μήκος των ακτών της. Περισσότερες από σαράντα ελληνικές πόλεις δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της ποντιακής αυτής θάλασσας μετατρέποντάς την ουσιαστικά σε μια κλειστή λιμνοθάλασσα του ελληνισμού.
Εξ’ άλλου ο έτερος μύθος του χρυσόμαλλου δέρατος επιβεβαιώνει την ιστορική σχέση των ποντίων θαλασσοπόρων, που πρώτοι διάβηκαν τα επικίνδυνα στενά του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου και ελλιμένισαν στην ιστορική χρυσοφόρα Κολχίδα.
Η εποικιστική διάρθρωση όλων των ποντιακών πόλεων εξελίχθηκε σε παράλιους οικισμούς, που αναπτύχθηκαν σε φυσικούς προστατευτικούς λιμένες, πράγμα που επιβεβαιώνει τη στενή τους σχέση με την ναυσιπλοΐα και το εμπόριο.
Η στενή επαφή των ανθρώπων με το θαλασσινό στοιχείο επηρέασε σημαντικά τον ποντιακό πολιτισμό και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Ο θαυμασμός και το δέος που ένοιωθαν στην απεραντοσύνη και την δύναμη της θάλασσας διατυπώθηκε στη σκέψη και στο λόγο του ποντιακού πολιτισμού.
Θα μπορούσε σήμερα πολύ τεκμηριωμένα ένας μελετητής να ισχυριστεί ότι αυτός είναι δισυπόστατος, γιατί δομείται και επηρεάζεται από τα βαθύσκιωτα ποντιακά όρη και τη δροσιστική αύρα του Ευξείνου Πόντου. Ο ποντιακός πολιτισμός με τις Ιωνικές του προσλαμβάνουσες απλώς στα νέα γεωγραφικά όρια του πόντου αναβίωνε τις μορφικές συνθήκες του αττικού και πηλιορείτικου τοπίου.
Η θαλασσινή φιλολογία, που αναπτύχθηκε, προσαρμόστηκε στο νέο μετεξελιγμένο γλωσσικά ποντιακό ιδίωμα, διατηρώντας όμως τους τύπους και τις ρίζες της αρχαίας Ιωνικής ονοματοθεσίας.
Τον αρχαίο ορισμό πόντος ( θαλασσινό πέρασμα, κλειστή θάλασσα) τον υιοθέτησε, ώστε αυτός ο ορισμόςνα οριοθετεί ακόμα και σήμερα τα γεωγραφικά και φυλετικά χαρακτηριστικά του: ( Εύξεινος Πόντος, Πόντος, Πόντιοι.)
Η λέξη Θάλασσα εισέρχεται στην λαϊκή ντοπιολαλιά πολύ αργότερα, όταν η Τραπεζούντα μετατρέπεται σε ένα ανθηρό λιμάνι του ανταλλακτικού εμπορίου των παρευξείνιων κρατών με τον δρόμο της Μεσοποταμίας.
Άς Προσεγγίσουμε γλωσσικά τον όρο Θάλασσα και πώς αυτός διανθίζει τις παράγωγες έννοιές της.
Η λέξηΘάλασσα παραμένει στην ποντιακή ως έχει ΄΄Η θάλασσα ΄΄ το χαϊδευτικό της όμως εκφέρεται κατά το θαλασσάκι θαλασσάκ’ = μικρή θάλασσα, όρος συνήθης στην ποίηση.
Η θαλασσινή αύρα, που εκδηλώνεται με την πνοή ελαφρού δροσιστικού αέρα = Θαλασσέα, συνήθης φράση ( θαλασσέανμυρίζ’) πολύ χαρακτηριστικό το άσμα :
Όντες φυσά από θάλασσας μυρίζει θαλασσέαν,
κι όντες φυσά από βουνού μυρίζ’ μανουσακέαν..
Το νερό της θάλασσας = θαλασσόνερον συνήθως εκφράζονταν με την αλμυρότητα, τραγουδισμένη αντίστοιχα:
Τη θάλασσας το νερόν ,αλυκόνέν,αλυκόν.
Τη κουτσής το φίλεμαν , ‘ς σον πεκιάρ’ έν’ γιατρικόν…!
Η άκρη της θάλασσας ορίζεται ως θαλασσάκρ’ (ιν) είναι η ακρογιαλιά, ο αιγιαλός.
Τα θαλασσάκρια αποτελούσαν για τους ερωτόληπτους του Πόντου το πιο ειδυλλιακό αλλά και απόκρυφο μέρος για τις ερωτικές συνευρέσεις..! .
Όντες χλοΐζ’νε τα ραχιά κι ανθούν’νε τα τσιτσέκια,
Θ’ έρχουμαι, ανταμώνω’ σε, σουμά ‘ς σα θαλασσάκρια..
Με τον όρο αυτό οι πόντιοι οικιστές βάφτισαν την όμορφη πόλη της Κριμαίας, την Αιγιαλίδα =Γιαλίδα =Γιάλτα.
Γιαλό ονομάζουν την άκρη της θάλασσας και οι κάτοικοι του Όφεως και των Σουρμένων ,όπως καταγράφεται και από το οφίτικο τραγούδι:
Έσ‘ υπάγω ς’ σο γιαλό, το μουλάρι μ’ παλαλό…!
Η τρικυμία ως λέξη ήταν άγνωστη. Αντ’ αυτής χρησιμοποιούνταν η ομόηχη ΄΄ το θαλάσσωμαν΄΄ το ανακάτεμα των νερών μετά από δυνατό αέρα. Το δυνατό άνεμο τον απεύχονταν οι ναυτικοί και τον αναθεμάτιζαν με τη φράση ΄΄Φουρούλ-φουρούλ πάντα φυσά τη θάλασσας αέρας..΄΄
Η θάλασσα στην λαϊκή συνείδηση αλλά και στην λαϊκή τέχνη εμφανίζονταν πολλές φορές τρικυμισμένη και αγριεμένη . Οι απλοί άνθρωποι ένιωθαν δέος και φόβο στη θέα της .Τα ναυάγια και οι λαϊκοί μύθοι είχαν δημιουργήσει στη φαντασία των ανθρώπων άσχημα συναισθήματα ,γι αυτό πολλά τραγούδια την περιγράφουν με μελανά χρώματα:
Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
τ’ οψάρια σ’ είν’ πολλά γλυκά κ’ εσύ φαρμακερούσα…!
Προκειμένου να εξευμενίσουν την οργή της Θάλασσας όρισαν τον Άγιο Νικόλαο προστάτη των ναυτικών. Έχτισαν εκκλησίες του Αγίου Νικολάου στις παραθαλάσσιες πόλεις και εκκλησάκια κατά μήκος των ποντιακών ακτών.
Τα προσκυνήματα αυτά τα λάτρευαν οι ναυτικοί του Πόντου, που σε κάθε τους ταξίδι άναβαν τα καντήλια και τα κεριά του Αη- Νικόλα.
Άλλοι παρακαλούσαν για τον ίδιο σκοπό τους προσκείμενους αγίους τους, για το καλοτάξιδο των βαποριών.:
Αέρ’ ιμ’ κι Αέ Θόδωρε, ΣουμέλαΠαναϊα μ’,
‘ς σα παπόρια, ντ’ εχπάστανε, δώστενκαληδρομίαν…
Όταν όμως κοπάσει ο αέρας και έρθει η νηνεμία και γαληνέψει η θάλασσα ( γαλένισμαν ) λέγεται η φράση ΄΄ Η θάλασσα ερχίνεσεν να γαλενίζ’ ΄΄
Η οργισμένη Θάλασσα με τις ανυπέρβλητες καταστρεπτικές της δυνάμεις δημιουργούσε τις ανάλογες φορτίσεις.
Μάνα,τέρεν το παπόρ’ , ντ άσκεμακουνίεται,
το μικρόν τ’ αρνί μ’ απέσ’, θα ρούζ’ και φουρκίεται..!
Ο ναυτικός ήταν ο Θαλασσενός ( τ’ εμέτερον ο ΚώστηςΘαλασσενόςέν’ ) Ο θαλασσεσνόςόμως, όταν αντιμετώπιζε μεγάλη τρικυμία τότε γίνονταν ναυαγός ( θαλασσομάχος) και έπρεπε να παλέψει με τα κύματα της θάλασσας.
Στους ποντιακούς θρύλους συνήθως έβγαινε νικητής,όπως περιγράφει το ποντιακότραγούδι:
Η θάλασσα φουρτούνα ετόν , κ’ εγώ κολύμπ’ εντούνα,
τρί ώρας ετσαλάσεβα και ψήν ‘κ’ επαρεδούνα…
Η μάχη με τα κύματα και η προσπάθεια των ναυαγών να διασωθούν ήταν το θαλασσομάχαιμαν.
Το δε καράβι, που ήταν γερό σκαρί και άντεχε στις φουρτούνες, το επευφημούσαν λέγοντας: ΄΄ Πολλά θαλασσενόνέν, ατό καμίαν ‘κι πατεύ’΄΄.
Ο ναυτικός έπρεπε να είναι πολύ καλός κολυμβητής για να μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιο ναυάγιο. Η ιδιότητα του καλού κολυμβητή φαίνεται, πως εξυμνείται ακόμα από τα χρόνια του βυζαντίου.
‘Σσην θάλασσαν κολυμπετής, ς’ σ’ομάλιαπεχλιβάνος,
‘ς σον πόλεμονΤραντέλλενας του Πόντου παλικάρι..!
Ένα μεγάλο κεφάλαιο, που σημάδεψε την ποντιακή ηθογραφία, ήταν ο αιώνιος ξενιτεμός των νέων και συνήθως των νιόπαντρων, που αμέσως μετά τον γάμο τους αναγκάζονταν να ξενιτευτούν και να βιώσουν έντονη την ερωτική νοσταλγία. Το μέσον του χωρισμού είναι η θάλασσα και τα βαπόρια. Συνήθως τον ξενιτεμένο τον συνοδεύει η αγαπημένη του μέχρι το λιμάνι της Τραπεζούντας.
Ο υποψήφιος δραπέτης του έρωτα γνωρίζοντας πόσο δύσκολη θα είναι η θέση της αγαπημένης του στο χωριό, την προετοιμάζει ψυχολογικά για να δεχθεί τον αναγκαίο χωρισμό:
Αν πάω, αρνίμ’, ‘ς σηνξενιτιάν και θάλασσαν περνίζω,
νύχταν,ημέραν για τ’ εσέν ο μαύρον θα νουνίζω…!
Η κόρη του ξενιτεμένου είναι η ηρωίδα της ποντιακής κοινωνίας. Ο ξενιτεμός, μια εθιμική διεργασία αιώνων, σημαδεύει την πόντια Πηνελόπη . Αυτό το παράπονο εκφράζεται ελεύθερα μέσα από τον ακριτικό αφήγημα:
Μάρτη κινούν τα κάτεργα κι Απρίλη τα καράβια,
Φεύ’ ο καλόν, ο άντρας ιμ’, και πάει ‘ς σηνξενιτείαν…
Η σκηνή του αποχωρισμού εκφράζεται με την φόρτιση του ξενιτεμένου, που αποχαιρετά την
αγαπημένη του την τραγική ώρα του αποχωρισμού πάνω στο καράβι :
‘Σ σηνξενιτιάναχπάσκουμαι με τα δύο καρδίας,
το παπόρ’ δάκρυα εγόμωσα, τη θάλασσαν λαλίας..
Και αμέσως με την εκκίνηση του καραβιού ( παπόρ’) ο ξενιτεμένος βλέπει συγκλονισμένος το αποσβολωμένο βλέμμα της γυναίκας του.
‘Σ ση θάλασσαν φουρτούνα έν’ και το παπόρ’ επένεν,
τ’ αρνόπο μ’ ‘ς σηνΑνατολήν ,εσάσεψεν κ’ επέμ’νεν..!
Το παπόρ’ απομακρύνεται εν μέσω τρικυμίας και ο σεβνταλής νέος σκέφτεται συνέχεα την καλή του εξωτερικεύοντας την πίκρα του:
‘Σ η θάλασσαν φουρτούνα έν’ και το παπόρεχάθεν,
τ’ αρνόπο μ’ πα οσήμερον, ‘ς σ’ ομμάτια μ’ ξάϊ ‘κ’ εφάνθεν..!
Ο σεβντάς και πάλι σε στιγμές απόγνωσης εκφράζεται με τρόπο παραστατικό:
‘Σ σο καράβ’ σίτε έμπαινες, εκεικά’ να ευρίουμ’,
Θ’ ερούζ’νααπές ‘ς ση θάλασσαν κ’ εσέν ‘κ’ αποχωρίουμν’..!
Ο πόνος του χωρισμού είναι διάχυτος στο χωριό, στους γονείς των παιδιών που ζουν από κοντά το γεγονός και παρηγορούν, όσο μπορούν, την γυναίκα του ξενιτεμένου . Το ανάθεμα όμως για την χωρίστρα θάλασσα είναι εμπεδωμένο στην ψυχή τους:
Αναθεμά ‘σε, θάλασσα, που έεις πολλά παπόρια,
εσύ χωρίεις τα στέφανα , και κείνταν χώρια- χώρια..!
Η νοσταλγία των νιόπαντρων είναι πολύ μεγάλη αρχίζει να γιγαντώνει η ερωτική επιθυμία η ανάγκη της συνεύρεσης και τότε μέσα από την αναγκαιότητα αυτή γεννιούνται τα πιο λατρευτικά κείμενα της αγάπης. Μια μύχια συνομιλία με τα άψυχα αλλά καθοριστικά μέσα όπως το καράβι ,τη θάλασσα, ακόμα και τα θαλασσοπούλια..
Έλα παπόρ’, έλα παπόρ’, έλα γιαλογιαλόν-ι,
φέρον ‘με το μικρόν τ’ αρνί μ’ και δέβα ‘ς σο καλόν-ι…!
Ο λαϊκός ψυχισμός φθάνει ακόμα και στην κατάρα … Το μήνυμα της αγάπης πρέπει να φθάσει μέσα από την αποκάλυψη του τραγουδιού στον ερωτικό αποδέκτη:
Παπόρ’ πας ,πάντα ,κ’ έρχεσαι, καμίαν ‘κι φοάσαι.
Αν ‘κι θα φέρ’τς τ’ αρνόπο μου, ‘ς σην θάλασσαν ναχάσαι..
Τέλος η φορτισμένη από συναισθήματα επιθυμία της νεαρής εκφράζεται μέσα από την νοερή συνομιλία και την αποκαλυπτική δύναμη του ερωτικού στίχου ,που με ανατρεπτικό τρόπο ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς της εποχής.
Έλα πουλί μ’ ας σα μακρά πασκίμ’ ντο ‘κείν’ παπόρια,
αν θέλ’τς, έλα την Άνοιξην ,αν θέλ’τς,τα Μοθωπόρια…
Η νοσταλγία, όσο περνάει ο χρόνος, που πολλές φορές φαντάζει σαν αιώνας, γίνεται τραγωδία.
Ο έρωτας φθάνει σε απόγνωση και δοκιμασία και στέλνει το μήνυμα των ορίων. Οι αισθηματικές αντοχές έχουν τα όριά τους:
Για έλα, για θα έρχουμαι, για θάλασσας θα σκίζω,
στείλον‘με το μαντήλοπο σ’ τα δάκρυαμ’ να σπογγίζω…!
Και πάλι τα πουλιά, οι ταχυδρόμοι των μύχιων προσδοκιών μας, τα ταξιδιάρικα αυτά πλάσματα της ελευθερίας, καλούνται και πάλι να παρηγορήσουν τον ανεκπλήρωτο πόθο του έρωτα:
Πουλιά τη μαυροθάλασσας και ντό ψηλά πετάτεν,
αν πάτεν ‘ς σ’αρνόπο μου,επάρτ’ ατό κ’ ελάτεν…
Πολλές φορές όμως το ευαίσθητο λαϊκό συναίσθημα κατανοεί και συμπαρίσταται στην αδικημένη κόρη, που μακριά από τον άνδρα της καταπιέζεται από τα πεθερικά της και την παροτρύνει να κάνει την υπέρβαση, να φύγει και με κάποιο καράβι να φθάσει στον άνδρα της:
Μικρέσανύφιαεφούμιξεν από τα πεθερ’κά της,
πάει όλεν τον γιαλόν –γιαλόν κι όλεν το περιγιάλ-ιν.
Χριστέ μ’, και ντο εβούρτσιξενπολιτειανόνκαράβιν..!
Η λαϊκή σοφία στρέφεται ευθέως ενάντια στα απάνθρωπα αισθήματα και τις πίκρες της ξενιτιάς με τον πιο φιλοσοφημένο τρόπο, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση:
Χριστέμ’,όλια καλά ‘ποικες, τρία καλά ‘κ’ εποίκες,
‘ποίκες την θάλασσαν πλατειάν κ’ εκεί γεφύρ’ ‘κι στέκει…!
Η θάλασσα είτε ως ευλογία είτε ως στοιχείο χωρισμού και οδύνης δεν αποτελεί μόνο κυρίαρχο στοιχείο αλλά και μέσο υπέρβασης και διαμάχης της ανθρώπινης προσπάθειας να την δαμάσει και να την χρησιμοποιήσει ως μέσο επικοινωνίας.
Για τον ποντιακό ψυχισμό η θάλασσα δεν είναι ένα άψυχο και ανέκφραστο στοιχείο. Βρίσκεται σε μια διαρκή ψυχική επαφή με τους ανθρώπους, που την σέβονται, την εκλιπαρούν, την αναθεματίζουν αλλά πιο συχνά την αγαπούν ως φυσική ομορφιά, δύναμη και υγεία.
Οι παραθαλάσσιες πόλεις του Πόντου συνδέονται ιστορικά και συγκοινωνιακά μεταξύ τους. Το εμπόριο και η μεταφορές διεξάγονται με τα καράβια από το ναυτιλιακό κέντρο,την όμορφη Τραπεζούντα. Αυτή τη σχέση την τραγουδά ο πόντιος Δημόδοκος :
Το Ρίζε βάλλει τ’ άρμενα ,τα Σούρμενα τα ξάρτια, ο Όφις και η Τρίπολη, μουτζόπουλα και ναύτες..!
Όταν όμως στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς η θάλασσα φορτώνονταν τους σκλάβους από την κουρσεμένη Ρωμανία και πήγαινε να τους πουλήσει στα σκλαβοπάζαρα της πόλης, πάλι η μοιρολογίστρα της συμφοράς εξευμένιζε την δύναμή της:
Μα η δόλια, η Μαύρη Θάλασσα, γαλήνεψε ως πέρα
για να περάσει ατράνταχτο του σκλάβου το καράβι… !
Η ποντιακή λογοτεχνία περιγράφει και ονοματίζει την θάλασσα ως Πόντο, γιατί ο Πόντος ήταν ο γιος της θεάς Γαίας και πατέρας του Νηρέα. Εύξεινος πόντος είναι η θάλασσα των Ελλήνων, η πιο φορτισμένη θάλασσα με μνήμες και γεγονότα της ελληνικής Ιστορίας.
Μόνο στο κλάμα και την απόγνωση το ποντιακό αφήγημα χρησιμοποίησε τον τουρκικό όρο Μαύρη θάλασσα. Έναν πόνο, που βγήκε μέσα από την πολύχρονη σκλαβιά των Ελλήνων . Αυτό τον πόνο προσπαθούσε να τον διοχετεύσει στην Μαύρη Θάλασσα μόνο, όταν ο πόντιος ποιητής χρησιμοποιούσε τον αντιαισθητικό προσδιορισμό ΄΄ Μαύρη Θάλασσα ΄΄ Καρά ντενίζ’.
Ενώ ο δικός μας θαλασσινός πολιτισμός ακόμα από την εποχή του Πίνδαρου και του Στράβωνα τον ονομάτιζε΄΄ΕύξεινοΠόντο΄΄(φιλόξενη θάλασσα) γιατί κάθε καράβι ήταν ευπρόσδεκτο στα λιμάνια του, κάθε ναύτης φιλοξενούνταν στα ρωμαίικα σπίτια της Τραπεζούντας. Πριν έρθουν οι Πόντιοι η θάλασσα αυτή ήταν αφιλόξενη. Οι Πόντιοι την έκαναν φιλόξενη….!
Το επόμενο απόσπασμα εμπεριέχει την διαφορετική προσέγγιση των Ρωμιών με αυτή των Τούρκων.
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα, φουρτούνα και αντάρα,
ας έξερνα, ποίος έτονε, π’ εδέκε‘σε κατάραν…!
Στον ποντιακό πολιτισμό κάθε φράση που παραπέμπει, στη θάλασσα, σχετίζεται με την ευφυΐα, την αφθονία και το κάλλος. Η θάλασσα άνοιξε τις ψυχές των ανθρώπων και τους πνευματικούς τους ορίζοντες, τους διάσυνδεσε με πολιτισμούς και λαούς, τους έκανε κοσμοπολίτες.
Μέσα από τους δρόμους της ανέπτυξαν το εμπόριο με λαούς και πολιτισμούς άγνωστους. Μα ιδιαίτερα τους πρόσφερε σε δύσκολους καιρούς τη δυνατότητα διαφυγής και σωτηρίας.
Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να ελέγξουν την ναυσιπλοΐα του Ευξείνου Πόντου γιατί ποτέ δεν υπήρξαν ναυτικοί. Ήταν πάντα νομάδες…!
Τα ναυπηγεία της Ερμώνασας ( Πλάτανα ) της Τραπεζούντας και των Σουρμένων αρμολογούσαντα καράβια του Ευξείνου Πόντου που αποικήθηκε ήδη από τον 8ον αιώνα π.χ.
Χαρακτηριστικό το τραγούδι του πόντιου ναυτικού, που περιγράφει την ζωή της θάλασσας:
Εκείνος πάει ‘ς σηνξενιτιάν κ’ εγώ ‘ς σηνποταμέαν
εκείνον τρώει η ξενιτιά , κ’ εμέν η παπορέα…!
(Όπου παπορέα ο κάματος του καραβιού και οι δυσκολίες της θάλασσας.)
Στην ποντιακή ορολογία εκτός του λατινικού παπόρ’ χρησιμοποιήθηκε έντονα η λέξη Καράβ’ με το υποκοριστικό της καραβόπον ( μικρό καράβι) . Το φορτίο του καραβιού καραβαία, ο ιδιοκτήτης καραβοκύρης και το φορτίο καραβοφόρτ’.
Το ποντιακό τραγούδι : ΄΄ καραβοκύρη κρητικέ, πάρε κ’ εμέ γραμματικό΄΄ μας ενημερώνει για τις διαχρονικές εμπορικές σχέσεις της Κρήτης με τον Πόντο.
Οι πόντιοι καραβοκύρηδες υπήρξαν ταυτόχρονα και οι κατασκευαστές των σκαφών τους. Είχαν μεγάλη αξία και εκτίμηση στην τραπεζούντια κοινωνία.
Η απασχόληση στα καράβια εκείνα τα χρόνια προσέδιδε επίσης εργασιακό κύρος και καλές αμοιβές. Το τραγούδι μας κατατοπίζει σχετικά:
Άμαν-άμανκαραβοκύρ’ έπαρ’ κ’ εμέν ‘ς σην τέντα σ’
Ούτε ‘ς σην τέντα μ’ παίρω ‘σε, ούτε ‘ς σο καραβόπο μ’..!
Η φράση :΄΄ Οι παλαιοί καραβοκύρ’ βολίζ’νε το καράβ’΄΄θέλει να μας τονίσει την εξοικείωση με τον κίνδυνο και τις αρνητικές επιπτώσεις του.
Η σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα βρίσκονταν πάντα σε μία αλληλέγγυα βιωματική εμπειρία ζωής και συνύπαρξης. Ο λαϊκός υμνωδός συνομιλεί και εξομολογείται στη θάλασσα, πώς τη βλέπει, πόσο την θαυμάζει και την εκτιμά αποκαλύπτοντας ακόμα και τα αισθήματά του.
Θάλασσα, ‘κι φοούμαι‘σε,φαρδέσα και πλατέσα
το μυστικόν, ντο είπα ‘σε , κανέναν να μη λές α’…!
Η αγάπη του θαλασσινού με τη θάλασσα ήταν τόσο έντονη και βιωματική, που αποτελούσε μεταθανάτια προσδοκία:
Αν αποθάνω θάψτε ‘μεν ‘ς σ’ έναν ψηλόνραχόπον,
ν’ ακούω θάλασσας βοήν και γαβαλίλαλόπον..
Η απεραντοσύνη και το μεγαλείο της θάλασσας έγινε συνώνυμο με την αφθονία και τον ψυχικό πλούτο: Οσπίτ, θάλασσα..! = σπίτι με άφθονα αγαθά και επάρκεια τροφίμων.
Πολύ συχνή αναφορά γίνονταν στην αφθονία της με την παροιμία:Η θάλασσα εκλώστενγάλαν κι ο φτωχόνχουλιάρ’ ‘κ’ είχεν.” Παρά την αφθονία των υλικών ο φτωχός δεν έχει την δυνατότητα να τα απολαύσει…!
Η οικονομική σχέση των Ελλήνων του Πόντου με την θάλασσα σχετίζονταν ακόμη και με τις μαζικές μεταναστεύσεις προς την πετρελαϊκή λεκάνη του Μπακού στην Κασπία Θάλασσα.
Η αναφορά του τραγουδιού έχει να κάνει με την γνώση, που είχαν εκείνη την εποχή σχετικά με τον τρόπο δημιουργίας του υποθαλάσσιου πετρελαίου:
‘Σ σην θάλασσαν αφ’κά’ ‘κεκά τ’ ορτέκια( φυτά) ίντανκάζια.( πετρέλαιο)
θα παίρω‘σε και φύουμαιεξέρω ας σα πογάζια..!
Η παραγωγική στόχευση των βιομηχάνων της εποχής, που ήταν οι μυλωνάδες( χαμαιλετάντ’) ήθελε να έχει χτισμένο τον αλευρόμυλο στο σημείο,όπου εκβάλει ο ποταμός τα άφθονα νερά του στη θάλασσα.. Γι’ αυτό προσδοκούσε να χτίσει τόσο μεγάλο νερόμυλο στης θάλασσας το πέλαγος.
‘Σ ση θάλασσας το πέλαγος θα χτίζω χαμαιλέτεν ..!
Όταν ήθελαν να περιγράψουν το πληθωρικό και το ευτραφές χρησιμοποιούσαν την θάλασσα:
Θάλασσα με τα κύματα , ονόμαζαν τη γυναίκα με μεγάλα στήθη….! Όταν έλεγαν Θάλασσα όν ,περιέγραφαν την αγελάδα με μεγάλους μαστούς και πολύ γάλα. Και συνήθως της προσέδιδαν και το αντίστοιχο όνομα ΄΄Θαλασσία΄΄= γαλακτοφόρα αγελάδα.
Για μια μεγάλη οικοδομική αποτυχία, που προκαλούσε μεγάλη στεναχώρια έλεγαν τη φράση :
΄΄Επάτεψαν τα καράβια τ’…! ΄΄
Η θάλασσα έδινε το ονομά της και σε πολλά θαλασσινά όντα, όπως ο Θαλασσοπεντικός,θαλασσοπούλ’ =γλάρος, θαλασσομάνα = το θαλάσσιο ζώο Ακαλύφη.
Το τελευταίο μέρος της επικοινωνίας της Ευξείνιας θάλασσας με τους παρευξείνιους Έλληνες εκτυλίχθηκε μετά το 1922 με τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου.
Οι εκδιωχθέντες από την αιώνια πατρίδα τους, Εύξεινο – Έλληνες κατέκλισαν τα λιμάνια της Σαμψούντας, της Κερασούντας, της Τραπεζούντας περιμένοντας το παπόρι της προσφυγιάς.
Τους εκδίωξαν ουσιαστικά από τις αιώνιες πατρίδες τους. Το μέσον αυτού του ξεριζωμού υπήρξε και πάλι η θάλασσα, που αγάπησαν και το παπόρι, που χιλιοτραγούδησαν. Τι τραγικό στ’ αλήθεια; Η φιλόξενη θάλασσα που τους αγκάλιασε τώρα τους αποδιώχνει…!
Ο Εύξεινος Πόντος, που αγνάντευαν και λάτρευαν για αιώνες τώρα γίνεται και πάλι το χρυσόμαλλο κριάρι, που θα τους μεταφέρει στην άσπρη θάλασσα….!
Πάνω στα καράβια της προσφυγιάς λίγο πριν φύγουν από το λιμάνι της Τραπεζούντας οι Πόντιοι τραγωδάνοι πρόλαβαν και τραγούδησαν το δράμα του ξεριζωμού πάνω μ’ ένα βαρύ και μακρόσυρτο σκοπό:
Παπόρια πάνε ‘κ’ έρχουνταν ‘ς σο τσόλ’ την Τραπεζούνταν
τ’ ονέρταόλιαχάντανε και τα κάρδιαματούνταν..
Θάλασσα, Μαύρη Θάλασσα, μη γίνεσαι θερίον,
‘ς σηνΈλλαδαν θ’ αχπάσκουμες, χαμαίλυνονολίον..
Έλα παπόρ’ ,έλα παπόρ’, έλα γιαλό γιαλόνι,
φέρον‘με ‘ς και σηνΕλλάδανκαι δέβα ‘ς σο καλόν-ι..
Ας έξερα ποίον παπόρ’ θα φέρ ‘με ‘ς σηνΕλλάδαν,
απάν και ‘ς σο τιρέκ’ ν αθέ,ν’ άφτω έναν λαμπάδαν…
Εάν η ποίηση εξέλειπε για μια μόνο στιγμή από τη ζωή του ανθρώπου , θα ήταν ο κόσμος τόσο μικρός και άσχημος, όσο η Μαύρη Θάλασσα των Τούρκων , γεμάτη συμφορές και δάκρυα..
Μόνο όταν η ποίηση θα ξαναπιάσει στο λάγνο της χέρι το κονδύλι της Άνοιξης και της δημιουργίας μόνο τότε ο άξενος Πόντος θα γίνει φιλόξενος …! Η Θάλασσα θα μεταβληθεί σε λιμάνι των πολιτισμών και των λαών,της ζωής και της ελευθερίας…. ! Και πάλι η απολλώνια λύρα θα τραγουδήσει στον ίδιο παφλασμό των κυμάτων της τον έρωτα και την αγάπη.
Μάρτυρες σε αυτήν την παρεκτροπή και πάλι ο ουρανός κι η θάλασσα:
Ο ουρανόν κι η Θάλασσα, η γη κι όλια τα πάντα,
για έλα, κόρη, με τ’ εμέν, πασκίμ’ θα ζούμε πάντα…!