Η περίπτωση του συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ αποτελεί συνεχές πεδίο διαμάχης του φιλόμουσου κοινού. Ο Βάγκνερ έχει μόνο φανατικούς θαυμαστές-πιστούς και φανατικούς εχθρούς. Αποτελεί μια εξέχουσα και πολυσχιδή προσωπικότητα της τέχνης αλλά και της διανόησης. Το ενδιαφέρον του δεν επικεντρώνεται μόνο στη μουσική, αλλά επεκτείνεται εξίσου προς τη διαρκή μελέτη των σύγχρονών του φιλοσοφικο-αισθητικών ρευμάτων, πολιτικών θεωριών, επιστημονικών αναζητήσεων και της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας. Στο βιβλίο του «Το μελλοντικό έργο τέχνης» (1850) ο Βάγκνερ διατυπώνει τη μέχρι σήμερα πασίγνωστη θεωρία του, βάση της οποίας προτείνει μια νέα και ύστατη μορφή τέχνης, ένα ιδανικό δράμα, στο οποίο θα γίνεται σύνθεση όλων των τεχνών ώστε να παραχθεί η υψηλότερη και δυνατότερη έκφραση συναισθημάτων.
Πέραν της σύνθεσης ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή επιστολών, βιβλίων, δοκιμίων, άρθρων, ποιητικών κειμένων, θεατρικών έργων και όλων των λιμπρέτων των οπερών του. Τα κείμενά του αποτυπώνουν αναλυτικά τις θεωρητικές του αντιλήψεις, το κοινωνικό και πολιτικό του όραμα και τις αισθητικές του αξίες. Γράφει διαρκώς, προσπαθώντας αφενός να επικοινωνήσει στο κοινό του το καλλιτεχνικό του όραμα και αφετέρου να παρέμβει στα κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα της εποχής του.
Ο Βάγκνερ έδωσε μορφή στα πολιτικά πιστεύω του, τα έκανε τέχνη. Η σχέση τέχνης και πολιτικής εγκιβωτίζεται στο σύνολο του θεωρητικού και καλλιτεχνικού του έργου. Ο καθηγητής Γιώργος Μανιάτης στην εμβριθή μελέτη του «Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το Καθαρά Ανθρώπινο» (εκδ. Πολύτροπον 2004) αναφέρει πως οι πολιτικές τοποθετήσεις του συνθέτη εξυπηρετούσαν το καλλιτεχνικό του όραμα. Με τον τρόπο αυτό εξηγείται το γεγονός ότι τα πολιτικά πιστεύω του μετακινήθηκαν από τον ακραίο ριζοσπαστισμό στον συντηρητισμό. Μολονότι ως νέος υπήρξε οπαδός του αναρχικού κομμουνισμού και επαναστάτης, αργότερα εξελίχθηκε σε συντηρητικό εθνικιστή και εκπρόσωπο του αντισημιτισμού.
Ο Μανιάτης υπογραμμίζει πως ο Βάγκνερ «διαρκώς προσπαθεί να ανιχνεύσει και να προβάλει την ενότητα του γερμανικού πολιτισμού όπως επίσης διαρκώς βρίσκεται σε μια ιδεολογικο-αισθητική αντιπαράθεση με τους Εβραίους». Επίσης εντοπίζει το γεγονός πως η αντιπαράθεση αυτή έγκειται στο ότι «την εποχή εκείνη κλιμακώνεται μια παράδοση αιώνων αντι-εβραϊσμού ως αντίδραση στην αυξανόμενη οικονομική κυριαρχία-τραπεζικό κεφάλαιο, τοκογλυφία κ.α. του εύπορου εβραϊκού στοιχείου της Ευρώπης». Ως εκ τούτου η άμεση σύνδεση του αντισημιτισμού του Βάγκνερ με αυτόν των ναζιστών είναι βεβιασμένη και άδικη. Το γεγονός πως το ναζιστικό καθεστώς ερμήνευσε προς όφελός του και καπηλεύτηκε την αντίληψη του συνθέτη περί «γερμανικότητας» δεν μπορεί να τον καθιστά πρόδρομο του ναζιστικού ολοκληρωτισμού.
Ο Βάγκνερ γεννιέται στις 22 Μαΐου του 1813 στη Λειψία και πεθαίνει σαν σήμερα 13 Φεβρουαρίου του 1883 στη Βενετία. Έμεινε στην ιστορία ως ο κατεξοχήν συνθέτης όπερας. Τα έργα του αντλούν τη θεματολογία τους κυρίως από τη γερμανική μυθολογία. Ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» (1843), ο «Τανχώυζερ» (1845), ο «Λόενγκριν» (1850), «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν» (1848 – 1876), «Τριστάνος και Ιζόλδη» (1865), «Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» (1868) και ο «Πάρσιφαλ» (1882) αποτελούν τα σημαντικότερα έργα του και εύκολα μπορεί κανείς να τα εντοπίσει στο διαδίκτυο.