Για τον ρόλο της δημοσιογραφίας και τη λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην περίοδο της κρίσης του κορωνοϊού, αλλά και τα χρήσιμα συμπεράσματα που εξάγονται για τον ρόλο που έπαιξε η ενημέρωση στη διαχείριση της πανδημίας, μίλησε στον Αντώνη Πουγαρίδη και το e-ptolemeos.gr ο Νίκος Παναγιώτου, καθηγητής του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η δημοσιογραφία όπως και άλλοι τομείς –λχ η εκπαίδευση- άλλαξαν και προσαρμόστηκαν την περίοδο του κορωνοϊού. Ενδεικτικά, όπως τόνισε αρχικά ο κ. Παναγιώτου, με το που έγινε το lockdown μέσα σε δέκα ημέρες το ΑΠΘ μπόρεσε να προσφέρει ηλεκτρονικά μαθήματα, έχοντας ομαλή λειτουργία. Αυτό συνέβη και στους δημοσιογραφικούς οργανισμούς και σε μια σειρά άλλων κλάδων, κάτι που όπως τόνισε ο ίδιος πρέπει να διατηρηθεί: «Η κοινωνία ανταποκρίθηκε πολύ καλά, ως κράτος σημειώσαμε σημαντικές επιτυχίες και αυτό που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι αναδείξαμε τις δυνατότητες που έχουμε σαν χώρα, σαν πολιτεία και σαν πολίτες», σημείωσε σχετικά.
Την περίοδο αυτή υπήρξε μια έκρηξη στη ζήτηση για ενημέρωση, ενώ ταυτόχρονα φάνηκε ότι ανταποκρίθηκαν και το σύστημα υγείας, αλλά και οι δημοσιογράφοι ήταν στην πρώτη γραμμή και ανταποκρίθηκαν, είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι ένας από τους λόγους που η κοινωνία ανταποκρίθηκε όπως ανταποκρίθηκε ήταν εξαιτίας της ενημέρωσης που είχαν.
«Η κοινωνία έπρεπε να κατανοήσει το διακυβεύεται, και το έπραξε εγκαταλείποντας συνήθειες του παρελθόντος. Φάνηκε μέσω έρευνας που κάναμε ότι οι περισσότεροι συμπολίτες μας επέλεξαν για την ενημέρωση τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, με όνομα και υπογραφή», τόνισε σχετικά.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε και στις θεωρίες συνομωσίας που κυκλοφορούν, την εποχή μάλιστα πως υπάρχει η άμεση δυνατότητα του κόσμου να ενημερωθεί και να δει ότι διάβασε σε ένα ανώνυμο μπλογκ.
Το πανεπιστήμιο, μάλιστα και συγκεκριμένα το εργαστήριο δημοσιογραφίας έκανε μια ενδιαφέρουσα έρευνα , σε 2600 άτομα και σε πολλά στάδια, στο σκεπτικό ότι η ενημέρωση είναι καθοριστικό στοιχείο διαχείρισης της κρίσης. Τα συμπεράσματα της πανελλαδικές έρευνας έδειξαν, συμπερασματικά, ότι το 77% των συμπολιτών μας δήλωσαν ότι το παρακολουθούσαν καθημερινώς, δείχνοντας ότι οι πολίτες θέλουν έγκαιρη και σοβαρή ενημέρωση.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα της έρευνας, είναι ότι οι πολίτες φαίνεται πως εγκαταλείπουν τα social media για την ενημέρωσή τους την περίοδο της κρίσης και προτιμούν τις ιστοσελίδες, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο και σε μικρότερο βαθμό τον έντυπο τύπο.
Το 62% των πολιτών δηλώνουν ότι επηρεάζονται από ψευδές ειδήσεις, στοιχείο που έδειξε η πρώτη φάση της έρευνας. Μάλιστα το φαινόμενο της παραπληροφόρησης είναι πολύ σημαντικό και διαφέρει από την πολιτική στάση ενός μέσω σε αντίθεση με τις θεωρίες συνομωσίας που είναι επικίνδυνες.
Σε ερώτηση για το αν τα ελληνικά μέσα διαχειρίστηκαν σωστά την κρίση, από την έρευνα προκύπτει πως ναι, με τους πολίτες να δηλώνουν αύξηση της εμπιστοσύνης προς τα μέσα.
Το ζήτημα των προσωπικών δεδομένων απασχόλησε και αυτή την διαχείριση της κρίσης, με τον ίδιο να λέει πως η πληροφόρηση δεν μπορεί να υποκαθιστά άλλες λειτουργίες, αλλά αντίθετα, η διαχείριση θα πρέπει να είναι μια και κεντρική.
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης και την έλλειψη νομικού πλαισίου για τα μέσα στο διαδίκτυο, ο κ. Παναγιώτου απάντησε πως θα πρέπει να τεθούν κάποια όρια και στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, με βασικό την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, κάτι που θα πρέπει να τηρούν και όλα τα μέσα.
«Με κάθε ευκαιρία να αναδείξουμε τη διαφορά του επαγγελματία δημοσιογράφο από τον μη δημοσιογράφο και αυτό θα γίνει όταν ενισχύσουμε τον τύπο, δίνοντας μια προτεραιότητα, ώστε να προστατευθεί η πραγματική δημοσιογραφία από αυτούς που φαντάζονται ότι είναι», είπε σχετικά.
Σε ό,τι, αφορά, κλείνοντας το κατά πόσο μπορεί να αποκατασταθεί το καλό “brand name» της Καστοριάς και της Δ. Μακεδονίας μετά την κρίση του κορωνοϊού, ο κ. Παναγιώτου απάντησε πως θα πρέπει να αναδειχθεί γιατί συνέβησαν όσα έγιναν εδώ, αλλά και το ό,τι εδώ και αρκετό διάστημα δεν έχει εμφανιστεί κανένα κρούσμα. Ο ίδιος τόνισε πως η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα γενικότερο πλαίσιο της επιτυχούς διαχείρισης της κρίσης τόσο στην Ελλάδα. «Η περιοχή μας μπήκε στν κρίση πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη Ελλάδα, και βγήκε πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη Ελλάδα», κατέληξε με νόημα, γεγονός που θα πρέπει να τονιστεί.