Προβληματισμοί για ένα πρόσφατο σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ολλανδία
Το σκάνδαλο των «μαζικών δοτών» σπέρματος στην Ολλανδία, όπου άνδρες απέκτησαν μέχρι και 75 παιδιά μέσω δωρεών που επαναλαμβάνονταν σιωπηρά, χωρίς κεντρικό έλεγχο ή συναίνεση, φέρνει στην επιφάνεια μια από τις πιο λεπτές και υποτιμημένες κρίσεις της εποχής μας: την απώλεια του νοήματος στην καταγωγή. Η τεκνοποίηση, αποσπασμένη από τις συμβολικές της συντεταγμένες, παύει να συνιστά αφήγηση προέλευσης και μετατρέπεται σε αριθμητική διαδικασία, σε στατιστικό δείγμα μέσα από μια βάση δεδομένων. Η καταγωγή, χωρίς νόημα, εγγράφεται ως απώλεια και όχι ως ρίζα.
Η τεχνολογία αναπαραγωγής, η οποία αναδύθηκε κάποτε ως υπόσχεση για να θεραπεύσει τον πόνο της ατεκνίας, μοιάζει πλέον ικανή να γεννήσει νέα τραύματα. Η γονεϊκότητα, που συγκροτούνταν μέσα από επιθυμία, σχέση, φροντίδα, υποκαθίσταται πλέον από μια αφηρημένη και απρόσωπη αναπαραγωγική λειτουργία. Συμπέρασμα που ο υπογράφων δεν επιθυμεί να ιδωθεί μέσα από ένα πρίσμα καταγγελτικό για την επιστήμη ή να περαστεί μέσα από φίλτρo ηθικολογίας. Τίθεται ως ένα ψυχοκοινωνιολογικό ερώτημα προς προβληματισμό: τι σημαίνει να γεννιέσαι ως ένας από τους πεντακόσιους πενήντα απογόνους του ίδιου βιολογικού «πατέρα»;
Ο πατέρας εδώ δεν είναι πρόσωπο, αλλά αποτελεί δείγμα. Δεν αφηγείται ιστορία, παράγει κωδικούς. Το παιδί δεν φέρει απλώς γονίδια, αλλά γεννάται με τη διακινδύνευση της ταύτισής του με εκατοντάδες άλλους (άγνωστους μεν, συγγενείς δε). Η φαντασίωση της μοναδικότητας, θεμέλιο του παιδικού ναρκισσισμού, υπονομεύεται από την αριθμητική επανάληψη. Η επιθυμία του να ανήκω σε κάποιον, μετατρέπεται στον φόβο ότι ανήκω σε πολλούς. Ότι το πρόσωπο από το οποίο κατάγομαι, διαμοιράζεται ήδη σε υπερβολικά πολλούς άλλους.
Πίσω όμως από τους αριθμούς και τους κινδύνους, αναδύεται ένα βαθύ ψυχολογικό τραύμα, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ίδιους τους δότες. Για ένα παιδί που γεννήθηκε από δωρεά σπέρματος, η γνώση ότι ο βιολογικός του πατέρας είναι παρών-απών (υπάρχει μεν βιολογικά, αλλά απουσιάζει ολοκληρωτικά από τη ζωή του) αποτελεί εν δυνάμει εστία ρωγμής της ταυτότητας. Η πατρότητα μετατρέπεται σε αφηρημένη γενετική συνεισφορά, αποκομμένη από οποιαδήποτε μορφή σχέσης. Πολλά παιδιά δωρητών μεγαλώνουν χωρίς να γνωρίζουν την καταγωγή τους και, όταν κάποτε ανακαλύπτουν την αλήθεια, βιώνουν ένα είδος υπαρξιακού σεισμού. Άλλα, ενήλικα πλέον παιδιά δωρεάς, έπιασαν τον εαυτό τους να κοιτάζουν τα πρόσωπα αγνώστων στον δρόμο, αναζητώντας ομοιότητες που θα πρόδιδαν έναν χαμένο ετεροθαλή αδελφό ή αδελφή. Η φράση «η οικογένειά μου μπορεί να είναι ολόκληρος ο κόσμος» μετατρέπεται από μεταφορά σε καθημερινή, σχεδόν τρομακτική πραγματικότητα.
Η κρίση του νοήματος στην καταγωγή δεν είναι αφηρημένο σχήμα λόγου. Είναι ψυχικό βίωμα, υπαρξιακή ανασφάλεια. Το ερώτημα «ποιος με ήθελε;» γίνεται δυσβάσταχτο όταν η μόνη απάντηση είναι «κανείς συγκεκριμένος». Η ταυτότητα δεν συγκροτείται μόνο από το «ποιος είμαι», αλλά και από το «ποιος με φαντάστηκε, με προσδοκούσε, με υποδέχθηκε». Και όταν η καταγωγή στερείται αφηγήματος, εγγράφεται ως έλλειμμα.
Η ψυχολογική συγκρότηση του εαυτού προϋποθέτει συνέχεια, κυρίως αφηγηματική και όχι απλώς βιολογική. Σε αυτό το πλαίσιο, η βιομηχανική κλίμακα της αναπαραγωγής αποδιαρθρώνει την εμπιστοσύνη στην πατρότητα ως σχέση. Οι δότες, συχνά χωρίς επίγνωση, μετατρέπονται σε πατέρες χωρίς δυνατότητα -ή υποχρέωση- αναγνώρισης. Κάποιοι, όταν συνειδητοποίησαν εκ των υστέρων πόσα παιδιά είχαν αποκτήσει, μίλησαν για αίσθημα εκμετάλλευσης, για υπαρξιακή αγωνία. Ο «Λούις», δότης στην Ολλανδία, περιέγραψε (σε δημοσιογράφο του Guardian) πως τον ώθησε σε αυτή την πράξη ο φόβος της λήθης: «Ο μεγαλύτερος φόβος μας δεν είναι να πεθάνουμε, αλλά να μας ξεχάσουν». Η περίπτωση αυτή φωτίζει μια βαθιά ανθρώπινη διάσταση: την αθανασία μέσω των γονιδίων, όχι ως ιατρικό αποτέλεσμα, αλλά ως υποκατάστατο μνήμης.
Η εικόνα μιας κοινωνίας όπου χιλιάδες παιδιά μοιράζονται τον ίδιο πατέρα φάνταζε μέχρι πρότινος δυστοπική. Στην Ολλανδία έγινε πραγματικότητα. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 3.000 παιδιά έχουν 25 ή περισσότερους ετεροθαλείς συγγενείς, ενώ κάποιοι δότες απέκτησαν ακόμη και 550 παιδιά. Ο αριθμός 550, δεν είναι σχηματικός. Προέρχεται από την περίπτωση του Τζόναθαν Τζέικομπ Μέιερ, του γνωστού ως «ο άνθρωπος με τα 1000 παιδιά» (“The Man with 1,000 Kids”), ο οποίος σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian και το σχετικό ντοκιμαντέρ του Netflix, έχει επιβεβαιωμένα αποκτήσει τουλάχιστον 550 παιδιά μέσω δωρεών σπέρματος σε διάφορες χώρες, αριθμός που μάλιστα θεωρείται υποτιμημένος. Το 550 έγινε συμβολικός αριθμός για την αποπροσωποποίηση της πατρότητας, ένα σχεδόν απίστευτο μέγεθος που καθιστά τη βιολογική καταγωγή στατιστικό γεγονός και όχι αφηγήσιμο δεσμό.
Πέρα, όμως, από την ατομική ευθύνη, προβάλλει η συλλογική ηθική κρίση. Η απουσία ελέγχου, ακόμη και σε χώρες με θεσμικά όρια όπως η Ολλανδία, υπονομεύει το κράτος δικαίου και τραυματίζει την εμπιστοσύνη στο ιατρικό σύστημα. Οι μητέρες, που εμπιστεύθηκαν τις κλινικές, παραπλανήθηκαν. Τα παιδιά, που δεν είχαν λόγο στην ύπαρξή τους, αναλαμβάνουν τώρα το βάρος μιας ταυτότητας χωρίς σταθερές. Η τεχνολογία της αναπαραγωγής φαίνεται να έτρεξε ταχύτερα από τους θεσμούς και τις ηθικές ασφαλιστικές δικλείδες της κοινωνίας.
Και ενώ η Ολλανδία καλείται να διαχειριστεί τις συνέπειες, παρά τους νομοθετικούς της μηχανισμούς, στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση φαίνεται να μην έχει καν αρχίσει. Υπάρχει, θεωρητικά, όριο δέκα παιδιών ανά δότη και πρόβλεψη για εθνικό μητρώο δοτών υπό την Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Αλλά ποιος παρακολουθεί τη διακίνηση του γενετικού υλικού; Υπάρχει πραγματικός έλεγχος της γενετικής διασποράς ή επαφιόμαστε στη «μικρή κλίμακα» της χώρας ως φυσικό ανάχωμα; Αν η συζήτηση για τη βιολογική πατρότητα ως αφήγηση και ως ευθύνη δεν ανοίξει, κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε την ίδια συλλογική αποτυχία.
Καθώς η σκόνη αυτού του σκανδάλου κατακάθεται, η συζήτηση μόλις ξεκινά: πώς μπορούμε να συμφιλιώσουμε την επιστήμη με τον ανθρωπισμό σε θέματα τόσο θεμελιώδη όσο η δημιουργία ζωής; Ο ψυχολογικός αντίκτυπος αυτής της αποσύνδεσης της βιολογικής πατρότητας από το νόημά της θα μας απασχολεί για χρόνια. Τα παιδιά αυτά, οι «απόγονοι των μαζικών δοτών», μεγαλώνοντας θα διεκδικήσουν απαντήσεις: «Γιατί επέτρεψαν να συμβεί αυτό; Ποιος είναι ο πατέρας μου; Έχω άλλους αδελφούς;». Ερωτήματα που ίσως μείνουν μετέωρα ή οδηγήσουν σε επώδυνες αλήθειες. Η κοινωνία, από την άλλη, οφείλει να διδαχτεί από αυτό το πάθημα. Ήδη, κάποιες χώρες κινούνται προς αυστηρότερους ελέγχους και διεθνείς περιορισμούς στον αριθμό παιδιών ανά δότη, αναγνωρίζοντας ότι το πρόβλημα ξεπερνά τα σύνορα ενός κράτους. Διότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της αναπαραγωγής, ένας «υπερ-δότης» μπορεί εύκολα να ταξιδέψει ή να δωρίσει γενετικό υλικό σε ξένες τράπεζες σπέρματος, δημιουργώντας ένα διεθνές δίκτυο συγγενών. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για υπερεθνική συνεργασία και κοινά πρότυπα. Η προστασία των παιδιών που θα γεννηθούν αύριο από δωρεές σπέρματος δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση ή την ευσυνειδησία του κάθε δότη και της κάθε κλινικής ξεχωριστά. Είναι ένα ζήτημα που άπτεται των ανθρώπινων δικαιωμάτων, του δικαιώματος στην ταυτότητα, στην οικογενειακή σύνδεση και στην ασφάλεια.
Η βιολογία δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φροντίδα, ούτε όμως και να απαλλαγεί από το βάρος της. Αν η τεκνοποίηση καταλήξει να λειτουργεί ως υπηρεσία χωρίς αφήγημα, τότε η ιατρική δεν διευκολύνει τη ζωή. Την αποσυνδέει από το νόημά της.
Γράφει ο Αντώνης Μάριος ΠαΠαγιώτης
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.