Ἡ Τζιουνουνάτσινα εἶχι πιδγιὰ τοὺν Μήτσιου, τοὺν Χιλλέα ἀπ’ χάθκι στἀνταρτκά, τοὺν Λία, τ’Γιάννου (γναῖκα τ’Γιάνν’τ’Καβουρίδη) κι τ’Μαρία (γναῖκα τ’ Χρήσου τ’Μπιτζάρα). Σχουρνᾶτι μι ἀπ’ γράφου τὰ χουργιανκὰ τὰ παρατσούκλια, ἀλλὰ τοὺ φκιάνου ἔτσιας, γιὰ νὰ συννουϊούμιστι. Ἔτσιας γράφ’ γιὰ τἈϊβαλῆ κι ἡ Φώτς ἡ Κόντουγλους. Πιθιρός τς ἦταν ἡ Σταθουγκουντῆς. Αὐτὸς εἶχι κι ἕνα κουρίτσ’ ἀπ’ τοὺν πρώτου τοὺν γάμουτ’, τ’Σουφία τ’Γκουριαμουβαγγέλινα. Ὕστιρα αὐτὸς παντρέφκι τ’Τζιουνουμήτρινα. Αὐτὴν εἶχι πιδγιὰ μὶ τοὺν Τζιουνουμήκα τοὺν Θανάϊσ’, τοὺν Τζιουνουβάγγιλου, τ’Βαγγιλὴ (ἡ πρώτ’ ἡ Χαϊνταρουκότσινα μνιὰ ψηλὴ λιβιντουγύνικα) κι τοὺν Τζιουνουζιώγα. Ὅλ’ οἱ Τζιουνάδεις εἶχαν κουπάδγια, γίδγια κυρίους, ἀ κι μαντριὰ σιακάτ’ στοὺ Ζντιάν’. Ἔτσιας κρατχιοῦνταν κι δυνάζουνταν. Εἶχαν κι παράδις κι ψώντζαν πράματα. Παράδις εἶχαν ἀπ’ τοὺ βγιό τς ἢ κι ἀποὺ δάνεια ἀπ’ τς τραπέζις.
Ὅταν κατέβαζι γάργαρου νιρὸ ἡ λάκκους ἀ κι πάηναν οἱ γναῖκις, γιὰ νὰ πλέν’ τὰ στράνια τς οἰκουγένειας κι τὰ μαλλίσια, ἔπιρναν γιὰ προυσφάϊ γιὰ τοὺ μισμέρ’ κάνα ψουμουτύρ’ ἢ ἰλιές. Οἱ ἄλλις οἱ γναῖκις ἔπιρναν κάτ’ κούτσκις ἰλιές. Οἱ Τζιουνάτσις τότι ἴλιγαν μ’πιθιράμ’, «Μόϊ Νικόλινα, γιατὶ παίρτι μὰ τέτχις ἰλιές, σὰ γκαγκαράτζις; Ἰμᾶς ἡ θκόζμας ἡ Τρανὸς παίρ’ ἰλιὲς χουντρές, ἀκριβές». Ἴλιγι τοὺ βράδ’ αὐτὸν τοὺν λόγου στοὺν θκόμας τοὺν Τρανὸ ἡ πιθιράμ’ κι αὐτὸς ‘νἴλιγι. «Καλὰ φκιάν’ μὰ κι παίρν’ χουντρὲς ἰλιές, ἀλλὰ τς χρουστοῦν στς τράπιζις. Δὲν σὶ κόβ’ λίγου; Τὶ τοὺ θέλτς; Ἰμεῖς δὲν παίρουμι χουντρὲς ἰλιές, ἀλλὰ δὲν χρουστοῦμι ντὶπ στς τράπιζις. Ἔτσιας φκιάν’ μὰ κι ἡ Βασίλτσα ἡ Φειρδιρίκ’ ἀ κι βούλιαξι τοὺ ἔρμου τοὺ κράτους ἡ ἀραίχλαβους ἡ Βασιλιᾶς μας».
Ἰά, πάλι τὶ μεἶπι ἡ μάνναμ’ τς 3 Γινάρ’ 2019.
Ἔχ’ κι ἕνα χιόν’ σήμιρα ἰδώϊα στοὺ Μαναστήρ’!
Ἔμ μᾶς τοὺ χρουστοῦσι. Ἀπ’ τ’χαραὴ ρίχ’ ἀράδα.
Δόξα τοὺ Γιαραμπῆ, ἴλιγι ἡ Γκισιλούλτς.
Γιαράμπ στἈράπκα εἶνι ἡ Θιός.
ἀρ.νι.μα.