Η ρεμπέτικη μουσική για μένα είναι τόσο ένα τρόπος ζωής και έκφρασης συναισθημάτων, σκέψεων, βιωμάτων και παράλληλα είναι και ένα γνωστικό πεδίο μέσα στο οποίο προσπαθώ να μάθω και να βρω λύσεις σε καίρια ερωτήματα.
Ο Ιάκωβος Μωϋσιάδης είναι ένας πολυτάλαντος νέος μουσικός που μέσα σε μια ώρα συνέντευξης δεν σταμάτησε λεπτό να με ξαφνιάζει! Με σπουδές στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών Κέρκυρας και μεταπτυχιακές σπουδές στο ΠΑΜΑΚ στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης, δεν είναι απλά ένας ακόμη νεαρός που παίζει μπουζούκι και πολίτικο λαούτο στη Θεσσαλονίκη, είναι ένας γνώστης της αστικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής σε ακαδημαϊκό επίπεδο, με αγάπη για το αντικείμενο και ανοιχτή ματιά σε κάθε είδους πειραματισμό και νέες συνθέσεις που συμβάλλουν στην καλαίσθητη εξέλιξή της. Ένας νεαρός που σίγουρα στα επόμενα χρόνια έχει να δώσει πολλά στη μουσική σκηνή της πόλης και κατ’ επέκταση στους ακροατές της.
Να σ’ ευχαριστήσω που παραχωρείς συνέντευξη στο περιοδικό μας και να ξεκινήσω με την κλασική ερώτηση που γίνεται σε τέτοιες συνεντεύξεις.. Πότε ήταν η πρώτη σου επαφή με τη μουσική ;
Εγώ ευχαριστώ για τη σημερινή συνέντευξη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πτολεμαΐδα από γονείς ποντιακής καταγωγής. Ο παππούς μου από τη μεριά του πατέρα μου, πριν έρθει από το Πόντο έπαιζε βιολί σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια, γλέντια… το ίδιο έκανε και όταν εγκαταστάθηκαν πλέον στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας. Από εκεί τόσο ο πατέρας μου, ο οποίος παίζει ποντιακή λύρα, όσο και τα υπόλοιπα μεγαλύτερα αδέρφια μου, με πολύ βιωματικό τρόπο έπαιζαν μουσική, άκουγαν, χόρευαν… αυτό πέρασε και στην δική μου και μνήμη με την ίδια φυσικότητα. Η μητέρα μου, επίσης, τραγουδά και παίζει ακορντεόν, οπότε και οι δύο γονείς συντέλεσαν στο να έρθω σε επαφή με τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία.
Φαντάζομαι έπαιξε ρόλο και η πολυπολιτισμικότητα της περιοχής στο να ‘ρθεις σε επαφή με τη ποντιακή μουσική αλλά και την μουσική γενικά της ‘’προσφυγιάς’’ όπως θα την ονομάζαμε ..
Ακριβώς! Υπάρχει ένα ιδιαίτερο κράμα προσφύγων και ντόπιων στην Πτολεμαΐδα, που με τα χρόνια έχουν ζυμωθεί μεταξύ τους, όπως και από άλλα μέρη της Ελλάδας που έχουν αναμιχθεί μέσω γάμων, που πλέον βλέπεις ανθρώπους να χορεύουν, να γλεντάνε, να παίζουν και να ακούν τα πάντα. Επομένως, αν κατάγεσαι από εκεί έχεις πολλές επιρροές από την παραδοσιακή μουσική σχεδόν από όλο τον ελλαδικό χώρο.
Το πρώτο μουσικό όργανο το οποίο έπιασες στα χέρια σου ποιο ήταν, ξεκίνησες κατευθείαν με το μπουζούκι ;
Όχι, το πρώτο μουσικό όργανο ήταν η ποντιακή λύρα, σε ηλικία των εφτά ετών. Αναμενόμενο γεγονός… Ακολούθησα σπουδές στην κλασική κιθάρα στο Βαρβούτειο Δημοτικό Ωδείο Πτολεμαΐδας, αλλά γρήγορα πέρασα στο μπαγλαμά. Ξεκίνησα, ουσιαστικά σπουδές γύρω στα 11 μου και λίγο αργότερα έπιασα και το μπουζούκι. Τα τελευταία 5 χρόνια παίζω λάφτα (πολίτικο λαούτο), και νιώθω έναν ιδιαίτερο συντονισμό με αυτό το όργανο, σε σημείο να θεωρώ ότι πλέον ίσως να είναι το κυρίως όργανό μου.
Μιλήσαμε προηγουμένως για την πρώτη σου επαφή με τη μουσική και είπαμε για τις προσφυγικές επιρροές που δέχτηκες λόγω καταγωγής και περιβάλλοντος. Πώς κατέληξες να ασχοληθείς με τη ρεμπέτικη – παραδοσιακή μουσική;
Ήμουν 14 χρονών, έπαιζα ήδη μπαγλαμά 2-3 χρόνια, και έτυχε να πέσουν στα χέρια μου 3 cd’s του πατέρα μου από το περιοδικό «Δίφωνο», τα οποία θυμάμαι μέχρι και σήμερα τους τίτλους τους. Ήταν ‘’Ελκυστικών ήχων εραστές’’, ‘’Τα σκληρά’’ και ‘’Ρεμπέτικο χωρίς λογοκρισία’’. Σαν έφηβος άκουσα για πρώτη φορά Μάρκο, Δελιά, Μπάτη, Ρόζα, Ρούκουνα, Κάβουρα, Τούντα, Περιστέρη, Νταλγκά και όλους τους μεγάλους συνθέτες και παίχτες αυτού που ονομάζουμε ρεμπέτικο και σμυρναίικο τραγούδι. Από τότε γοητεύτηκα και ξεκίνησα να ψάχνω το ρεμπέτικο τραγούδι βαθύτερα και σε ιστορικό, και σε κοινωνικό αλλά και θεωρητικό επίπεδο. Άρχισα να αγοράζω βιβλία, cd’s, να ψάχνω ηχογραφήσεις παλιές κλπ. Σιγά σιγά και μέσω αυτή της τριβής πέρασα στο τρίχορδο μπουζούκι.
Πόσο εύκολο ήταν για ένα παιδί της επαρχίας, να ‘ρθει σε επαφή με τη ρεμπέτικη μουσική; Υπήρχαν δυνατότητες, ερεθίσματα γύρω σου ώστε να εμβαθύνεις θεωρητικά και τεχνικά;
Γεννήθηκα το 1990, οπότε το διαδίκτυο ήταν άμεσα προσβάσιμο στη γενιά μας. Η αλήθεια είναι ότι ενώ στην Πτολεμαΐδα υπάρχει αυτό το πλούσιο ηχογεολογικό τοπίο όπως αναφέραμε, δεν υπήρχε ιδιαίτερη παράδοση πάνω στη ρεμπέτικη μουσική. Εκείνη τη εποχή ήταν στα φόρτε της η λαϊκή μουσική, οι κακές επανεκτελέσεις και το σκυλάδικο… η κοινότητα της πόλης που ασχολείται ενεργά με το ρεμπέτικο ήταν και είναι πολύ μικρή. Αξίζει να αναφερθεί ο φίλος Γιάννης Περπερίδης (Aptallica) που κρατά με νύχια και με δόντια το ρεμπέτικο ιδίωμα στην πόλη. Υπήρχε φυσικά και αυτό που θα λέγαμε καλό λαϊκό τραγούδι, από παρέες μερακλήδων στις ταβέρνες και στα στέκια μουσικών… Ένα από αυτά υπάρχει μέχρι σήμερα «Στέκι Μουσικών – Ο Μπάμπης». Κάθε Σαββάτο πρώι λοιπόν έπρεπε να φεύγω από την Πτολεμαΐδα και να έρχομαι Θεσσαλονίκη για να κάνω μαθήματα στο μπουζούκι με το Λευτέρη Τσικουρίδη, ο οποίος είναι ο καθηγητής μου μέχρι και σήμερα στο μεταπτυχιακό μου στο ΠΑΜΑΚ.
Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για το δάσκαλό σου;
Ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε στο να καταλάβω τι θέλω να κάνω. Η συμβολή του πάνω στη σπουδή του μπουζουκιού και της μουσικής γενικότερα είναι πολύ ουσιαστική για μένα και νιώθω πολύ τυχερός που βρέθηκα κοντά του. Ουσιαστικά μου άνοιξε τα μάτια, με έκανε να σκέφτομαι σαν μουσικός και όχι σαν μπουζουξής. Ακούγεται περίεργο αυτό, αλλά πολλές φορές οι μπουζουξήδες είναι βιωματικοί και αυτοδίδακτοι παίχτες και παίζουν μόνο το ρεπερτόριο του μπουζουκιού… αυτό ίσως τους κάνει να είναι κλειστοί σε ότι αφορά το ύφος και τη μουσική τους ματιά γενικότερα. Δεν το λέω κατηγορηματικά, απλά το σημειώνω. Το μουσικό όργανο λειτουργεί ως μέσο για να παίξεις μουσική, να παίξεις οτιδήποτε θέλεις, σου αρέσει ή κουβαλάς μέσα σου. Όλη η προετοιμασία μου για την εισαγωγή στις πανεπιστημιακές σχολές Μουσικής έγινε μαζί με το Λευτέρη.