Η γυναίκα στην ποίηση αποτελεί από μόνη της ένα τεράστιο θέμα. Όχι δεν αποτελεί το παρόν μια προσπάθεια σχετικής δημοσιογραφικής επιτομής. Ούτε κατά διάνοια. Σκέφτηκα όμως, ημέρες που είναι (αφού στις 8 Μαρτίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας), να παραθέσω μια εκλογή ποιητικών κειμένων, εμπνευσμένων από τη γυναίκα. Ασφαλώς δεν τίθεται θέμα, πως η επέτειος έχει ευτελιστεί, αφού μόνο στις εργατικές διεκδικήσεις της γυναίκας δεν αναφέρεται. Αντιμετωπίζεται σαν μια ευκαιρία για πώληση λουλουδιών, εκφωνήσεως πολιτικών δημαγωγιών, διοργανώσεως γυναικείων συνεστιάσεων κ.τ.λ. Στο μεταξύ, η πραγματικότητα είναι οδυνηρή: Σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν αναλώσιμο προϊόν: Ισλαμικές και ινδουιστικές χώρες, αφρικανική σφαίρα. Αναρωτηθήκαμε ποτέ για τι ποσοστό πληθυσμιακά ομιλούμε; Στον υπόλοιπο δυτικό πολιτισμένο κόσμο, τα πρότυπα, σε ένα άλλο, ασφαλώς, επίπεδο, κινούνται, επίσης, πάνω σε εσφαλμένη οδό. Η κακώς εννοούμενη σεξουαλική απελευθέρωση, κατήντησε γυναικεία σημαία και κατάκτηση. Ως πρότυπα θηλυκότητος προβάλλονται τραγουδίστριες όπως η Μπιγιονσέ, η Ριάνα, η Σακίρα και η Lady Gaga, οι οποίες έχουν μπερδέψει το τραγούδι με το sex show. Τα «Άρλεκιν» βγαίνουν στα αζήτητα, μπροστά σε ερωτικές (λέμε τώρα) ιστορίες σαν τις «50 αποχρώσεις του Grey». Στον κινηματογράφο, φεστιβαλικές ταινίες όπως το «Νυμφομάνιακ» του Λαρς φον Τρίερ ή «Η ζωή της Αντέλ», στηρίζονται σε εκτεταμένες ερωτικές σκηνές, αν όχι σε ντουμπλαρίσματα από επαγγελματίες του πορνό. Φυσικά ή αφύσικα βραβεύονται. Αλλά ας συνεχίσουμε με ποίηση.
Το πρώτο πρότυπο γυναίκας που μου ήρθε, ασυναίσθητα, για να περιγράψω ποιητικά, ήταν η αγωνιζόμενη μητέρα. Η μητέρα που φεύγοντας απ’ τη ζωή, αφήνει μεγάλα κενά αγάπης και ανάμνησης στα παιδιά της. Ειδικά προς μια κόρη. Αδευτέρωτη επιλογή εδώ, το αριστουργηματικό «Μπαλάντα της Ιφιγένειας». Γραμμένη από την Χαρούλα Αλεξίου, για την μητέρα της:
Κλείδωσες δυό φορές το σπίτι μας πήρες κι ήρθαμε στην πόλη
σαν τα κοράκια πέσαν όλοι έτσι όπως σε είδαν φοβισμένη
Κι ακόνιζα παιδάκι πράμα τα νύχια μου και το μυαλό μου
με μια τρεμούλα μ’ ένα φόβο μη γκρεμιστεί ο αρχηγός μου
Κι άρχισαν να κυλούν τα χρόνια όπως το χρώμα στη βατίστα
στην οικοκυρική μοδίστρα κι ο αδερφός μου στα καράβια.
Η Ελλάδα πήγαινε κι ερχόταν κι έγινε ο τρόμος καθεστώς σου
φοβήθηκα μη σε τσακίσουν και τότε έγινα αρχηγός σου,
και πάνω που άρχιζα να ορίζω ήρθε η αγάπη να με ορίσει
και μπλέχτηκα στο αλισβερίσι οι αγάπες μ΄έβαλαν στη μέση.
Εσύ νοιαζόσουν μη πονέσω, μα αυτές δε΄βλέπαν τον καημό σου
κι όλες στο μάτι είχαν βάλει να ρίξουνε τον αρχηγό σου.
Κι όταν με πήρε το τραγούδι ήμουν το στόμα των απόρων
έγινα στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας.
Πήγαν να τρίξουν τα θεμέλια, δεν ήταν τ΄αύριο πια δικό μου.
Τότε ξανάπλωσες το χέρι και σε ξανάκανα αρχηγό μου.
Τώρα χαμένη εγώ στους ήχους και λυτρωμένη εσύ χορεύεις
η μόνη εσύ που με πιστεύεις, σαν σου μιλώ μεσ΄στα τραγούδια.
Τώρα αγαπώ μα δεν ορίζω, τώρα δεν ψάχνω να΄βρω δίκια.
Τώρα το δρόμο μου τον βρήκα, γκρεμίστηκαν τ΄αρχηγηλίκια
Το δεύτερο πρότυπο που μου ήρθε, επίσης, αβίαστα στο νου, ήταν η αντίστροφη εικόνα: η μητρική αγάπη προς το παιδί. Θυμήθηκα, λοιπόν, τη περίπτωση της Μυρτιώτισσας, που έφυγε από το μάταιο τούτο κόσμο, προτού ο Χατζιδάκις μελοποιήσει το ποίημα της προς τον γιό της ηθοποιό Γιώργο Παππά:
Σ΄αγαπώ, δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω, πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο.
Μπρός στα πόδια σου εδώ,
με λαχτάρα σκορπώ, τον πολύφυλλο ανθό της ζωής μου.
Τα δυό χέρια μου. Να ! Στα προσφέρω δετά, για να γείρεις γλυκά το κεφάλι.
Κι η καρδιά μου σκιρτά, κι όλη ζήλια ζητά, να σου γίνει ως αυτά προσκεφάλι.
Τι να πρωτογράψεις για την αγάπη και τον έρωτα. Πολυαγαπημένοι στίχοι ξεπήδησαν μέσα μου, από έξοχα ποιήματα, όπως ο «Δεκέμβρης του 1903 του Κ. Καβάφη: «Κι΄αν για τον έρωτα σου δεν μπορώ να πω, αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια…». Όπως το «Δεν κλαίω γι΄αυτά που μου χεις πάρει» του Γιάννη Ρίτσου: Σε βρήκα για μια νύχτα μόνο και πότε θα σε ξαναδώ, η θύμησή σου με σταυρώνει σ’ ένα παράξενο σταυρό…» του Ρίτσου. Ασυζητητί το «Ερωτικό» του Άλκη Αλκαίου: «Το καραβάνι τρέχει μεσ’ τη σκόνη και την τρελή σου κυνηγάει σκιά, πώς να ημερέψει ο νους σ’ ένα σεντόνι, πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά, αγάπη που σε λέγαν Αντιγόνη». Ωστόσο όλα τα παραπάνω εξόχως ερωτικά, για διαφορετικούς λόγους έκαστο, μπορούν να διαβαστούν και διαβάζονται, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, έξω από τον έρωτα προς τη γυναίκα.
Αναφορικά με τον έγγαμο γυναικείο ψυχισμό, θεωρώ τους στίχους από το «Μήλο» της Αφροδίτης Μάνου, συγκλονιστικούς:
«Κουράστηκα -της λέει- καληνύχτα ! Το χέρι της γλιστράει, μηχανικά, στο στήθος, στο λαιμό του, στα μαλλιά. Φρόνιμα -λέει αυτός- και τη φιλάει. Γυρνάει στο πλάι. Η ανάσα του σιγά-σιγά βαραίνει και ‘κείνη τον ακούει και σωπαίνει. Όμως απόψε πάλι δε νυστάζει και λύνει τ’ άλογό της και καλπάζει».
Θα κλείσω με την πρώτη στροφή από κάτι δικό μου, γραμμένο το Φλεβάρη του 2008. Όχι για να συγκριθώ με τα προλαλήσαντα θηρία, μη γένοιτο. Αλλά γιατί οι μεγάλοι ποιητές σπάνια περιγράφουν τον έρωτα προς τη γυναίκα με ευχάριστη διάθεση. Θα ήταν κρίμα να κλείσω μελαγχολικά.
«Την λάμψη του ήλιου καθρεφτίζεις στο βλέμμα σου. Την μέρα σαν παιδί που τον προσμένει για να τρέξει στους δρόμους. Την νύχτα αντλώντας τον αντικατοπτρισμό του φεγγαριού. Κι όταν ασέληνο είναι το στερέωμα, σαν ορφανό, φωτίζεις απ’ τους πόθους σου καθάριο λευκό».
konstantinosoa@yahoo.gr