Η κυβέρνηση έχει κάνει πολλά λάθη στην κατάρτιση των υγειονομικών μέτρων. Τα παραδείγματα πολλά. Το πίσω μπρος, το άνοιξε κλείσε, η ατολμία, η επιμονή στην επιλεκτική εφαρμογή μέτρων, και τέλος τα επικοινωνιακά φάουλ τύπου Ικαρίας είναι κάποια από τα λάθη που αφορούν τη διαχείριση της κρίσης. Από τη μία πλευρά υπάρχει το ζήτημα του ΕΣΥ που αποτελεί αμιγώς κυβερνητική ευθύνη, και από την άλλη πλευρά το υπόλοιπο κομμάτι που αφορά περισσότερο επικοινωνιακή διαχείριση και όχι διαχείριση ουσίας, δεδομένου του ότι τον ιό δεν τον σκοτώνουν οι κυβερνήσεις αλλά ο κόσμος.
Τις τελευταίες εβδομάδες αντιμετωπίζουμε καθημερινά το πρόβλημα της αύξησης των κρουσμάτων και της υπερμετάδοσης του ιού. Μια ψύχραιμη ανάγνωση θα μας δείξει, πως η υπερμεταδοση δεν οφείλεται στα μέτρα που εφαρμόζονται, αλλά στα μέτρα που δεν εφαρμόζονται. Αυτό σημαίνει ότι ανεξάρτητα από την επιτυχία (ή μη) της κυβέρνησης να εκπονήσει τα βέλτιστα μέτρα, όταν τα οποιαδήποτε μέτρα έχουν σε μηδενικό ποσοστό την αποδοχή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, είμαστε καταδικασμένοι να έχουμε άσχημα αποτελέσματα. Και επειδή τα άσχημα αποτελέσματα είναι συνεχή με τους αριθμούς των νεκρών να ανεβαίνουν σταθερά, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως το φαινόμενο αρχίζει να παίρνει χαρακτηριστικά κοινωνικής αυτοκτονίας.
Συμπερασματικά, μπορεί κανείς να πει πως δεν έχει καμία σημασία η αποτελεσματικότητα (ή μη) της αναστολής πχ του λιανεμπορίου, όταν συνωστίζονται άνθρωποι σε πορείες, διαδηλώσεις, κηδείες, μοναστήρια, καφενεία χωριών κλπ. Όχι μόνο δεν έχει σημασία η αποτελεσματικότητα της, αλλά είναι και αμελητέα η συνεισφορά της στη διαμόρφωση της μεγάλης εικόνας. Και εξηγώ: όποια λειτουργία και να “ανοίξει”, γίνεται με κανόνες περισσότερο ή λιγότερο σωστούς, που τυγχάνουν μικρής ή μεγαλύτερης εφαρμογής. Αντίθετα, οι παράνομες δραστηριότητες (όπως οι μαζώξεις και τα κρυφά κορονο-πάρτι) δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο, και εξ αυτού δεν προκύπτει η “ανάγκη” να γίνει χρήση μέτρων αυτοπροστασίας (μάσκα, κοινωνικές αποστάσεις κλπ).
Ένα άλλο ζήτημα είναι η αυξανόμενη ένταση του κοινωνικού αυτοματισμού, που προστατεύει τους αντιρρησίες και καλλιεργεί μια “κατανόηση” εκ μέρους της κοινωνίας στους πιθανούς νοσούντες-μεταδίδοντες τον ιό με την επιχειρηματολογία του τύπου “ο κόσμος κουράστηκε”. Φοβόμαστε (εγώ το παραδέχομαι) πλέον να χρησιμοποιήσουμε στον κοινωνικό διάλογο τους όρους της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης, γιατί θα μας την πέσουν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Οπότε ας αρκεστούμε στο να θυμίσουμε τη φράση που αποδίδεται στον Αριστοτέλη: “τα αγαθά κόποις κτώνται”. Και ας ελπίσουμε ως κοινωνία να κινηθούμε στρατηγικά υποχωρώντας στη μάχη του Απριλίου, ώστε να κερδίσουμε τον πόλεμο του 2021.