Η Σοφία Καλμανίδου είναι βιβλιοθηκονόμος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πτολεμαΐδας. Δεν σταματάει ποτέ, ούτε στον ελεύθερο χρόνο της, να σχεδιάζει δράσεις φιλαγνωσίας και να παρακινεί τα παιδιά να έρθουν κοντά στο βιβλίο και στον πολιτισμό. Πιστεύει πως η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να αγαπάς και να αγαπιέσαι μέσα στις δύσκολες συνθήκες που διαβιούμε. Για την ίδια είναι δρόμος που την βγάζει από τα αδιέξοδα και της δίνει απέραντη ελευθερία.
Ούσα μητέρα μιας φοιτήτριας, νιώθει δικά της όλα τα παιδιά που την περιτριγυρίζουν και τους δείχνει την αγάπη της με πολλούς τρόπους. Εκείνα κρέμονται από τα χείλια της για να ακούσουν μια ιστορία από αυτές που της ζητάει επιτακτικά να πει η «πασχαλίτσα Πες-Πες», η μασκότ των εμπνευσμένων δράσεων της.
Η «πασχαλίτσα Πες-Πες» είναι ηρωίδα της συγγραφέως Μαρίας Παπαγιάννη, η οποία όταν ήταν μικρούλα άκουσε τους γονείς της να λένε ανήμερα των Θεοφανίων πως εκείνο το βράδυ θα «άνοιγαν οι ουρανοί» και θα μπορούσε να ζητήσει ό,τι ήθελε. Ανέβηκε λοιπόν στη σοφίτα και περίμενε μέχρι να ανοίξουν οι ουρανοί· κι όταν ένιωσε ότι αυτό έγινε, ζήτησε μια φίλη. Ξύπνησε το πρωί με μια πασχαλίτσα δίπλα της και από τότε της δόθηκε το χάρισμα να λέει ιστορίες.
Αυτή η πασχαλίτσα, λοιπόν, που παρακινεί τη Σοφία Καλμανίδου να πει ιστορίες για να τραφεί, είναι μονίμως καρφιτσωμένη (και πεινασμένη) στο πέτο της κατά τη διάρκεια των δράσεων της. Κι αν εμείς οι μεγάλοι δεν ακούμε την φωνούλα της να λέει: «Πες-πες», είναι σίγουρο πως τα παιδιά –και όσοι έχουν μείνει παιδιά στην ψυχή– την ακούνε και συμμερίζονται τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.
Ποια είναι όμως η δημιουργός των εμπνευσμένων παιδαγωγικών δράσεων φιλαγνωσίας; Πάμε να τη γνωρίσουμε.
Ποια είναι η Σοφία Καλμανίδου;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Καρυοχώρι της Εορδαίας. Οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες Πόντιοι και Μικρασιάτες πρώτης γενιάς, από το Καρμούτ της Αργυρούπολης και το Κόλντερε της Μαγνησίας.
Μεγάλωσα κοντά στην μαύρη ποδιά της Πόντιας γιαγιάς μου, της Αγάπης, που μου έμαθε να ακούω μασάλια.
Σε ηλικία 10 χρονών φύγαμε απ’ το χωριό μας για να εγκατασταθούμε στην πόλη της Πτολεμαΐδας, όπου και έζησα τα υπόλοιπα μαθητικά μου χρόνια. Σπούδασα στη Θεσσαλονίκη Βιβλιοθηκονομία και Παιδαγωγικά, και εργάστηκα για πολλά χρόνια στην Παιδική Βιβλιοθήκη της Μενεμένης.
Το 2000 επέστρεψα στην Πτολεμαΐδα όπου συνέχισα να εργάζομαι στη δημοτική της βιβλιοθήκη, και ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη δημιουργική γραφή.
Βρίσκομαι στο χώρο των λαϊκών βιβλιοθηκών 30 χρόνια τώρα, εκπονώντας προγράμματα φιλαναγνωσίας και προώθησης της ανάγνωσης για παιδιά και για νέους. Το 2018 το πρόγραμμα «Φιλαναγνωστικές χειραψίες», του οποίου ήμουν υπεύθυνη, απέσπασε το βραβείο από τον Ελληνικό Κύκλο Παιδικού Βιβλίου.
Από πότε μπήκε το «μικρόβιο» της υλοποίησης των δράσεων και από που αντλείτε την έμπνευση για το σχεδιασμό τους;
Δεν ξέρω αν θα έδινα αυτό το στίγμα στη δράση μου γενικότερα στο χώρο του βιβλίου και των βιβλιοθηκών. Νιώθω τυχερή και φορές-φορές ευλογημένη που οι συγκυρίες με έφεραν σε έναν χώρο όπου ήμουν ελεύθερη να εκφράσω τη δημιουργικότητα που έτσι κι αλλιώς υπήρχε μέσα μου.
Ξεκινώντας ως βιβλιοθηκονόμος σε μια παιδική βιβλιοθήκη των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, πολύ γρήγορα κατάλαβα το έλλειμμά μου, μιας κι η αγάπη μου για το βιβλίο δεν ήταν αρκετή ως εφόδιο για να μπορέσω να τη μεταλαμπαδεύσω στα παιδιά και στους νέους. Μπήκα λοιπόν στη διαδικασία να συνεχίσω με παιδαγωγικές σπουδές εστιασμένες στη λογοτεχνία για παιδιά, και έτσι έχτισα τα πρώτα μου προγράμματα φιλαναγνωσίας, με την πίστη ότι θα τα καταφέρω τελικά να διαμορφώσω δυναμικές αναγνωστικές σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά και στα βιβλία.
Η πίστη αυτή δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Συνεχίζω να κινούμαι σ’ αυτή την κατεύθυνση, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις και τις σπουδές μου που ποτέ δεν θα είναι αρκετές, αφού μια ζωή δεν φτάνει για να κάνει κανείς όλα όσα ποθεί.
Εκπαιδεύτηκα για να εκπαιδεύω και να μετεκπαιδεύομαι άοκνα, δίχως τέλος.
Οι ιδέες μού χαρίζονται εύκολα, και αλήθεια δεν μπορώ να απαντήσω από πού έρχονται. Έχω την εικόνα πουλιών που πετούν γύρω μας, με ιδέες σπόρους στα ράμφη τους που τους σκορπούν στη γη. Όπου πέφτουν και βρίσκουν εύφορο έδαφος βλασταίνουν, διαφορετικά αποσυντίθενται και πεθαίνουν. Όποια ιδέα-σπόρος μού χαριστεί θα βρει το έδαφος εκείνο που της αξίζει για να βλαστήσει. Με λίγα λόγια η έμπνευση έρχεται από παντού και από πουθενά. Εγώ είμαι απλά το έδαφος εκείνο που θα την φροντίσει. Καμία ιδέα δεν μου ανήκει. Αυτό που μπορώ να καρπωθώ είναι μόνο τη φροντίδα της.
Έχετε ξεχωρίσει κάποια από τις δράσεις που έχετε υλοποιήσει;
Μου είναι αληθινά δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια ιδέα ή δημιουργικό μου πρόγραμμα. Κάθε πρόγραμμα έχει μέσα του πολλή ψυχή κι η σχέση μου μ’ αυτό είναι μοναδική.
Το πιο πρόσφατο, που είναι οι «Κυριακάτικες ιστορίες στο χωριό», το ακούω να μου «μιλάει» πιο δυνατά.
Ίσως γιατί είναι ένα πρόγραμμα που κλείνει μέσα του όλες μου τις αγάπες. Το βιβλίο, τον προφορικό λόγο, την παράδοση, την ιστορική μνήμη.
Ποιος είναι ο χαρακτήρας και ο σκοπός των δράσεων που διοργανώνετε;
Ο χαρακτήρας όλων των δράσεων είναι τοποθετημένος σε μια απόλυτα παιδαγωγική βάση και είναι μόνιμα διερευνητικός. Προσπαθώ πάντα να εξετάζω τις πρακτικές των δράσεων μου με στόχο να τις ελέγξω, αν είναι όπως θα ήθελα να είναι, και με τις απαραίτητες επεμβάσεις προσπαθώ να τις βελτιώσω.
Το κοινό στο οποίο απευθύνομαι είναι τα παιδιά και οι νέοι, και το όχημά μου είναι η λογοτεχνία, γραπτή αλλά και προφορική. Όλες οι δράσεις που διοργανώνω ξεκινούν από αυτό το κέντρο, αλλά καθεμιά ακολουθεί τη δική της πορεία εξέλιξης.
Δουλεύατε επί χρόνια ως βιβλιοθηκονόμος σε βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης. Πώς πήρατε την απόφαση να εγκαταλείψετε μια μεγάλη πόλη με όλα τα πλεονεκτήματά της και να επιστρέψετε στον τόπο καταγωγής σας; Βρήκατε πρόσφορο έδαφος και ανθρώπους για να συνεργαστείτε και να δημιουργήσετε μαζί;
Όταν έφυγα από την Πτολεμαΐδα είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα επιστρέψω. Κι όμως, η ζωή με έφερε και πάλι πίσω και μάλιστα στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα. Είχα πολλά ακόμη να μάθω για την πόλη, για τους ανθρώπους της και για μένα την ίδια. Το μεγάλο στο μικρό δεν χωράει εύκολα, και εννοώ βεβαίως τις πόλεις και ό,τι αυτές μπορεί να σημαίνουν. Η επιστροφή μου μ’ ανάγκασε να αναζητήσω νέους τρόπους και να βρω νέους δρόμους για να συνεχίσω. Δεν γκρίνιαξα ποτέ και δεν μετάνιωσα, προσπάθησα να επαναπροσδιορίσω τον ίδιο μου τον εαυτό, κοντά πια στις ρίζες του.
Ρωτάτε αν βρήκα πρόσφορο έδαφος και ανθρώπους για να συνεργαστώ και να δημιουργήσω. Η απάντησή μου είναι ότι είμαι πρόσφυγας τρίτης γενιάς που ξέρει να ξεχερσώνει την άγονη γη. Όχι λοιπόν, ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή αλλά με κόπο και προσπάθεια η γη μαλάκωσε και έπεσαν οι πρώτοι σπόροι. Μετά από πολλά χρόνια μπορώ να πω ότι δεν τα κατάφερα και άσχημα.
Δυστυχώς για τα ελληνικά δεδομένα οι περισσότεροι υπάλληλοι δημόσιων υπηρεσιών αντί να είναι λειτουργοί είναι «υπολειτουργοί», ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο. Εσείς αφιερώνετε πολλές ώρες από τον προσωπικό σας χρόνο και μάλιστα εργάζεστε ακατάπαυστα ακόμα και τις Κυριακές, δίνοντας την εντύπωση πως είναι μέρος της ψυχαγωγίας σας. Ο κόσμος παντού σας φωνάζει με το μικρό σας όνομα. Τι σας δίνει τη δύναμη και την ενέργεια για να επιτελέσετε ένα τόσο σημαντικό έργο για την κοινωνία όπου ζείτε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν λογάριασα ποτέ τον εαυτό μου σαν δημόσιο υπάλληλο. Ό,τι αγαπώ με περιέχει. Αφιερώθηκα λοιπόν σ’ αυτό και του επέτρεψα να με πάει πολύ μακριά. Μέσα από τη λογοτεχνία και την προώθησή της μου χαρίστηκαν πολλές χαρές και πολλές ζωές.
Για μένα ο χρόνος είναι ζωή και δεν τον ξεχωρίζω σε μέρες, και πολύ περισσότερο σε ωράρια. Κάθε εβδομάδα μου είναι γεμάτη.
«Μπορεί να έχει δουλειά, σινεμά, χορό, αλλά και φακές, μπρόκολο… Μπορεί να έχει παρέα με τους ανθρώπους που αγαπώ, αλλά και διάβασμα πολύ. Έχει όμως και την τελευταία μέρα (ή μήπως την πρώτη;), την Κυριακή!» όπως λέει η αγαπημένη μου φίλη Αργυρώ Πιπίνη στο βιβλίο Όλες οι μέρες Κυριακή.