«Σκάστε σήμερα όλοι οι πολιτικοί! Σήμερα ουρλιάζουν οι μανάδες…», έγραψε σε ανάρτησή της στο Facebook η κυρία Όλγα Γεωργιάδη (Olga Georgiadi) από το Βόλο, θεία 20χρονου φοιτητή που εκτοξεύτηκε από το τρένο – του μοναδικού επιζώντα από το πρώτο βαγόνι – ο οποίος νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση.
Και τα ουρλιαχτά τους ακούγονται στις εσχατιές του κόσμου, στα έγκατα της Γης, στων σπλάχνων μας τα τρίσβαθα. Μύρισε θάνατο η Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη. Δονείται το στερέωμα. Σήμερα απεργεί ο Θεός, πανηγυρίζει ο διάβολος.
Στο πρώτο το βαγόνι αγόρια, κορίτσια συζητούσαν χαρούμενα. Έπιναν μπύρα, καφέ, μιλούσαν στο κινητό, άκουγαν μουσική. Είχαν περάσει ωραία στο καρναβάλι. Όταν μπήκε εκείνος, κανείς δεν τον πρόσεξε, κανείς δεν υποπτεύθηκε. Φορούσε, βλέπεις, τα καλά του. Φεύγοντας, ζήλεψε δροσιά και νιάτα και τους πήρε όλους μαζί του, ο τρισκατάρατος. Βίαια, άγρια, εκδικητικά. Πόσους αγγέλους να χωρέσει αλήθεια απόψε ο ουρανός;
«Εκστηθι φρίττων ουρανέ και σαλευθήτωσαν τα θεμέλια της Γης!»
Μανάδες. Τα Σα εκ των Σων, ευλογία και κατάρα. Μανάδες-ολογράμματα περιφέρονται ανάμεσα σε λιωμένα σίδερα, νεκροτομεία, νοσοκομεία… Αλλού το σώμα, αλλού η ψυχή. Περιμένουν ταυτοποίηση DNA, παίρνουν τα παιδιά τους σε κουτί…
Σαλεμένες τριγυρίζουν, κάτι να μάθουν, κάτι να βρουν, ένα χέρι, ένα πόδι, ένα ρούχο, ένα παπούτσι. Κάτι τι, οτιδήποτε! Φυλαχτό να το κρεμάσουν στης καρδιάς τη γωνιά την ιερή, την πιο αγαπημένη. Εκεί που κανένας βλάσφημος ποτέ δε θα πατήσει. Οι μανάδες με τα βαθιά τα μάτια, που μέσα τους χωρά λύπη άφατη κι οδύνη ανομολόγητη.
«Καλλιόπη!», «Κυπριανέ!», «Ιφιγένεια!», «Βάιε!», σπαράζουν οι μήτρες που σας γέννησαν, μέσα στα συντρίμμια, με την ψυχή στο στόμα, με τη ζωή σε αναστολή. «Απάντησέ μου, καρδιά μου! Δώσε ένα σημείο ζωής! Δώσε μου ένα λόγο να ζήσω!». Μα η κραυγή ξαναγυρίζει πίσω. Αποδέκτης δεν υπάρχει…
Σβήστε τον ήλιο κι ανάψτε τη νύχτα! Καταργήστε την άνοιξη! Λουλούδι να μην ανθίσει φέτος! Να μην κελαϊδήσει πουλί! Φέτος που λείπουν τα παιδιά. Τα παιδιά που δεν γνώριζαν πως ολόισια για το θάνατο τραβούσαν. Τα παιδιά με τα όνειρα και τα χαμόγελα. Τα παιδιά τα άγουρα, που δεν πρόλαβαν. Τα παιδιά με τις μανάδες εκείνες που έλεγαν «πάρε με όταν φτάσεις» και περίμεναν ν’ ακούσουν ένα «μαμά, έφτασα καλά» για να κοιμηθούν ήσυχες.
Με τις μανάδες που εφεξής θα στοιχειώνουν τις μέρες μας, θα κατατρύχουν τις νύχτες μας. Καταδικασμένες σε νεκροφάνεια ες αεί. Μέχρι να βγει η ψυχή τους. Κι όταν βγει, αυτές πάλι με πείσμα θα ουρλιάζουν από του σύμπαντος τις σκοτεινές γωνιές, τους μακρινούς γαλαξίες και τις μαύρες τρύπες. Αναπαμό δεν θά ‘βρουν μέχρι ν’ ανταμώσουν ξανά με τα παιδιά τους κάπως, κάπου μέσα στους αιώνες.
Και το φεγγάρι, σβήστε το κι αυτό! Μονάχα κεριά ανάψτε, ένα για την κάθε ψυχούλα. Κι εσείς εκεί ψηλά, κάντε τόπο! Παραμερίστε να μπουν στον παράδεισο οι άγγελοι! Ανοίξτε διάπλατα τις πόρτες! Και να τους προσέχετε σαν τα μάτια σας, γιατί εδώ κάτω οι μανάδες ανησυχούν και τρέμει το φυλλοκάρδι τους, μην τυχόν και κακοπεράσουν. Και ουρλιάζουν μέρα και νύχτα, νύχτα και μέρα. Κι ανατριχιάζουν θεοί και δαίμονες…
Σήμερα παγώστε το χρόνο! Να γυρίσουν πίσω, έστω για ένα λεπτό, τα αγόρια και τα κορίτσια. Να τ’ αγκαλιάσουν οι μανάδες – και οι δύσμοιροι πατεράδες – για τελευταία φορά, να τα φιλήσουν, να τους ζητήσουν συγγνώμη που καμιά φορά τα μάλωναν, να τα ντύσουν καλά, μην τύχει και κρυώσουν, γιατί εκεί που πάνε έχει παγωνιά και έρεβος και μοναξιά ανείπωτη.
«Μαμά, κοιμήσου, θ’ αργήσω».
«Πάρε όταν φτάσεις!»
«Έλα ρε μάνα! Με το τρένο πάω!»
Κι όταν οι μανάδες ουρλιάζουν, όλοι σωπαίνουν: πολιτικοί και πολιτικάντηδες, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι, δημοσιογράφοι και γραφειοκράτες, φιλόσοφοι και θυμόσοφοι, αρμόδιοι, συναρμόδιοι και αναρμόδιοι, ειδήμονες, παντογνώστες και εξυπνάκηδες.
Όταν οι μανάδες ουρλιάζουν – όπου Γης – οι λύκοι σωπαίνουν, βασιλεύει ο ήλιος, σάβανο τυλίγει την οικουμένη, περισσεύουν τα λόγια, υποκλίνονται οι άνθρωποι, προσκυνούν οι άγιοι…