Των Τριών Ιεραρχών είναι σήμερα Τρίτη (30.1) και στα σχολεία θα πραγματοποιηθούν εορταστικές εκδηλώσεις, ενώ θα γίνει κανονικά και μάθημα. Η αργία των Τριών Ιεραρχών, που αποτελούν προστάτες της εκπαίδευσης και των γραμμάτων καταργήθηκε για τα φροντιστήρια και τα κέντρα ξένων γλωσσών, με απόφαση που έλαβε η υφυπουργός, Ζέτα Μακρή.
Οι εκδηλώσεις που πραγματοποιηθούν στα σχολεία για την εορτή των Τριών Ιεραρχών θα έχουν διάρκεια έως και δύο διδακτικές ώρες τόσο στα δημόσια, όσο και στα ιδιωτικά σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Η σχολική αργία για την ημέρα των Τριών Ιεραρχών καταργήθηκε το 2020 με διάταξη που κατέθεσε στη Βουλή η τότε υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «η 30ή Ιανουαρίου κάθε έτους, ημέρα της θρησκευτικής των Τριών Ιεραρχών, παύει να συμπεριλαμβάνεται στις ημέρες σχολικής αργίας. Αποκαθίσταται ως ημέρα πραγματοποίησης εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμή των Μεγάλων αυτών Πατέρων αλλά και της Παιδείας, καθώς και των μετόχων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, εκπαιδευτικών και μαθητών».
Όπως διευκρινίζεται, «οι εκδηλώσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν θρησκευτικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες σχετικά με την προβολή του κοινωνικού και παιδαγωγικού έργου των Μεγάλων Πατέρων και της προσφοράς τους στην Εκπαίδευση και τα Γράμματα. Η εν λόγω ρύθμιση καταλαμβάνει τόσο την Πρωτοβάθμια όσο και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση δημόσια και ιδιωτική, έτσι ώστε ο τρόπος εορτασμού της συγκεκριμένης θρησκευτικής και σχολικής εορτής να είναι καθολικός και ενιαίος».
Τι γιορτάζουμε των Τριών Ιεραρχών
Την ονομασία Τρεις Ιεράρχες έχουν τρεις άγιοι και Θεολόγοι της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστεως, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος.
Αναδείχθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας και Άγιοι. Η γνώση και η δράση τους, τούς έδωσε τον τίτλο των Μεγίστων Φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους Τρεις Μεγίστους Φωστήρας Της Τρισηλίου Θεότητος…».
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ή του Αλέξιου Α΄Κομνηνού από τον Μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα της Ακολουθίας για τους Τρεις Αγίους της Εκκλησίας. Μέσα στην Ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της Τριανδρίας με τον Τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι απαρχές της Εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού». Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος αναδιοργάνωνε τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντας τη Σχολή με λόγιους όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους. Οι μεταρρυθμίσεις που ο Κωνσταντίνος Θ΄ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στη συνέχεια. Πράγματι, οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου, της συντεχνίας των συμβολαιογράφων. Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στη θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας η οποία επιθυμεί να ελέγξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία. Οι Τρεις Άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρέπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας Μητροπολίτης. Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών θεωρείται ότι έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των Τριών Πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού. Ουσιαστικά η εκκλησιαστική εορτή θεσπίστηκε με σκοπό την κατασίγαση της εγερθείσης διάστασης σχετικά με την αξιολογική ιεράρχησή τους και δεν ήταν παρά ένα απλό επεισόδιο της ιστορίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς ο καθορισμός περιελάμβανε τρεις πατέρες οι οποίοι ανήκαν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η ιστορία καθιέρωσης της Εορτής της εκπαίδευσης
Η αυτονόμηση της Εορτής από το Εκκλησιαστικό πλαίσιο και η θεσμοθέτησή της ως σχολικής εκδήλωσης δεν αναφέρεται πριν από τον 19ο αιώνα. Προηγείται αυτής, σύμφωνα με την ιστορικό Έφη Γαζή, η τέλεση μνημοσύνου την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για τους χορηγούς σχολείων στη συνοικία Σταυροδρόμι της Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ το 1805. Άλλη μια αναφορά υπάρχει για την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και τον εορτασμό κατά την 30η Ιανουαρίου της Μνήμης των ευεργετών και συνδρομητών του σχολείου από το 1812-1813. Στην Ιόνιο Ακαδημία οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται και τιμώνται ως οι προστάτες της από τη σύστασή της (1824-1826). Στην οθωμανοκρατούμενη Μυτιλήνη έχουμε πανηγυρικούς από το 1859 τουλάχιστον.
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου στις 9 Αυγούστου του 1841, η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή του ιδρύματος Δημήτριου Μαυροκορδάτου και δωρεάς στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της οικίας του θανόντος από τον πατέρα του, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά, προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την Εκκλησιαστική Εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος Εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842. Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σε αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.
Είναι η εποχή που το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και των συνακόλουθων αντιδράσεων αποτελεί μείζον πολιτικό θέμα. Οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, αλλά και Ελληνικού Βασιλείου και Ρωσίας είναι ψυχρές έως τεταμένες. Παράλληλα είχαν αρθρωθεί επιφυλάξεις για τον ρόλο του νεοπαγούς θεσμού του Πανεπιστημίου και το αν θα εκτόπιζε την Εκκλησία από τα εκπαιδευτικά πράγματα κι αν θα ήταν φιλικά προσκείμενος στη θρησκεία. Όπως επισημαίνει η Έφη Γαζή, η καθιέρωση της πανεπιστημιακής αυτής εορτής στα μέσα του 19ου αιώνα εγγράφεται στο πλαίσιο της «απόσεισης των κατηγοριών περί αθεΐας» στην «προβολή και του Πανεπιστημίου ως χώρου διαφύλαξης παραδοσιακών αξιών» και στη «σύνδεσή του με την αυτοκέφαλη Εκκλησία». Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα «αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης Θρησκευτικής ζωής με την κοσμική Ελληνική ζωή». Και αυτό αποτυπώνει μεταξύ άλλων η καθιέρωση της συγκεκριμένης εορτής.
Μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών
«Και στον ευρύτερο χώρο της κοινωνίας μας δεν ελλείπουν φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίδει ένας εκ των σήμερα εορταζομένων Αγίων. Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, άριστος ψυχογράφος του ανθρώπου και ερμηνευτής όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής, διατείνεται ότι η αιτία των προβλημάτων της κοινωνίας και της επικράτησης της βίας είναι η διεφθαρμένη προαίρεση του ανθρώπου και η κακή χρήση της ελευθερίας», επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, στο μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επ’ ευκαιρία του εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών (Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), Προστατών των Ελληνικών Γραμμάτων και της Παιδείας, απευθύνει και εφέτος Εόρτιο Μήνυμα προς τους μαθητές και τις μαθήτριες των Σχολείων της Πατρίδος μας, το οποίο, με φροντίδα των κατά τόπους Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, θα κοινοποιηθεί προς αυτούς με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο.
Το περιεχόμενο του μηνύματος είναι το εξής:
Αγαπητά μας παιδιά,
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ζούμε σε μια κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει ποικιλόμορφα προβλήματα και δύσκολες καταστάσεις. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από πρότυπα και φωτεινά παραδείγματα, τα οποία θα είναι για όλους εμάς πολύτιμος επιστηριγμός.
Τέτοια ζωντανά παραδείγματα είναι και οι Τρεις Ιεράρχες, φωστήρες υπέρλαμπροι του σύμπαντος κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος, άνδρας ενάρετος και ευλαβής, του οποίου η φωνή, όπως ακούμε στον Επιτάφιο Λόγο που εκφωνήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ακουγόταν σαν βροντή, διότι ο βίος του έλαμπε σαν αστραπή. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, κοσμημένος με σπάνιες αρετές και τρισόλβιος διδάσκαλος, ο οποίος επαξίως ονομάστηκε θεολόγος. Και τέλος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος με τους εμπνευσμένους λόγους του και τη ρητορική του ευφράδεια, υπερέβαλε τους ρήτορες όλων των εποχών.
Οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες, ιερουργοί των θείων Μυστηρίων, διαλάμπουν στο στερέωμα της οικουμένης, εκπέμποντας φως και θεϊκή λάμψη. Ο καθένας από αυτούς συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση της γνώσεως και της σοφίας, αλλά και στην καλλιέργεια της θεολογικής σκέψεως, και γι’ αυτόν τον λόγο τιμώνται ως προστάτες των ελληνικών γραμμάτων, αλλά και ως εμπνευστές τόσο για τους μαθητές, όσο και για τους ευσεβείς επιστήμονες και τους υπεύθυνους πνευματικούς διδασκάλους.
Ωστόσο, όλος αυτός ο θαυμασμός, στα βυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα τον ενδέκατο αιώνα επί Αλεξίου Κομνηνού, μετετράπη σε φιλονικία μεταξύ των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών. Μια έριδα ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Έτσι, τα πλήθη των Χριστιανών χωρίστηκαν σε τρεις παρατάξεις. ‘Αλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες. Οι πρώτοι θεωρούσαν τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο απαράμιλλο και μοναδικό ερμηνευτή των Θείων Γραφών. Οι δεύτεροι προέβαλαν την κοινωνική και φιλανθρωπική δράση του Μεγάλου Βασιλείου, θεωρώντας την περίφημη Βασιλειάδα έργο μοναδικής αξίας, αφού μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν ξενώνες, νοσοκομεία και γηροκομείο, όπου θεραπεύονταν οι ανάγκες των ενδεών αδελφών. Αλλά και η τρίτη ομάδα, έχοντας ισχυρά επιχειρήματα, τόνιζε τη συγγραφική δεινότητα του Γρηγορίου, αλλά και την ποιμαντική δράση και φροντίδα που επέδειξε για την προστασία του ποιμνίου του από τους αιρετικούς.
Η όλη αντιπαλότητα θα λήξει με την εμπνευσμένη ιδέα του Ιωάννου Ευχαΐτων. Ο σοφός επίσκοπος σκέφθηκε, μετά από θείο φωτισμό, να συντάξει Ιερά Ακολουθία και να συνεορτάζονται την ίδια μέρα οι «τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος»[1].
Αυτός ο κοινός εορτασμός, την 30ή Ιανουαρίου, μάς δίδει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι και οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες αφουγκράζονταν τον παλμό της κοινωνίας και τις διαχρονικές ανάγκες του κοινωνικού ιστού. Έθεσαν ως κέντρο της διδασκαλίας τους τον άνθρωπο και προσπάθησαν μέσα από την προβολή της ενάρετης ζωής να επαναφέρουν το ανθρώπινο πλάσμα στην αρχική δόξα και παραδείσια κατάσταση.
Τόσο κατά τη διάρκεια του τετάρτου αιώνα, κατά τον οποίο έζησαν οι σήμερα τιμώμενοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο και στη σύγχρονη εποχή, το ανθρώπινο γένος βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει την απελπισία, τον πόνο και τη θλίψη. Επομένως, είναι διαχρονική η ανάγκη να αναζητήσουμε την ευτυχία και τη χαρά, και να ανακαλύψουμε το αληθινό νόημα της ζωής.
Αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου αναζητούν και οι τρεις διδάσκαλοι της οικουμένης, μιλώντας για επαναπροσδιορισμό της σχέσεώς μας με τον Θεό και για συνεχή αγώνα κατά της αδικίας, της ανισότητας, της περιφρόνησης της ανθρώπινης προσωπικότητας και της βίας. Η τελευταία, δυστυχώς, έχει κάνει έντονη την παρουσία της και στον χώρο του σχολείου, αφού πολύ συχνά γινόμαστε μάρτυρες βιαιοπραγίας μεταξύ των μαθητών, αλλά και γενικότερα ακραίων συμπεριφορών.
Και στον ευρύτερο χώρο της κοινωνίας μας δεν ελλείπουν φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίδει ένας εκ των σήμερα εορταζομένων Αγίων. Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, άριστος ψυχογράφος του ανθρώπου και ερμηνευτής όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής, διατείνεται ότι η αιτία των προβλημάτων της κοινωνίας και της επικράτησης της βίας είναι η διεφθαρμένη προαίρεση του ανθρώπου και η κακή χρήση της ελευθερίας[2].
Η ελευθερία ήταν όντως ένα ύψιστο δώρο του Θεού προς τους πρωτοπλάστους, την οποία δυστυχώς δεν διαχειρίσθηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να έχουμε την πτώση και την εισβολή των παθών[3]. Ως εκ τούτου, ο χρυσορρήμων Πατέρας υποστηρίζει ότι αιτία του κακού δεν είναι ο Θεός, αλλά η κακή χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο. Η απλοϊκή διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, η οποία περιφρονείται από πολλούς, εμπεριέχει αυτές τις ουσιαστικές αλήθειες, τις οποίες φωτίζει έτι περαιτέρω αυτός που εδέχθη τη θεία χάρη από τους ουρανούς και που με τα χείλη του διδάσκει όλους τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε αρμονική σχέση με τον δημιουργό Του και τα άλογα πλάσματα και κατοικούσε στον Παράδεισο, απομακρύνεται από τον Πλάστη του. Ο Θεός αδιαμφισβήτητα δεν παύει ν’ αγαπά τον άνθρωπο, αλλά αναμένει την επιστροφή του πλάσματός Του στην πατρική αγκάλη.
Αυτή η θεϊκή αγάπη αποκαλύπτεται περίτρανα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και αυτό το πρόσωπο προβάλλουν οι Τρεις Ιεράρχες ως τη μοναδική λύση σε όλα τα προβλήματα του ανθρώπου και ιδιαιτέρως στο πρόβλημα της βίας. Πιστεύουν ακράδαντα ότι μόνο με τη βοήθεια του Χριστού θα αποκτήσουμε την ειρήνη και πλέον η βία δεν θα έχει θέση στις καρδιές μας, αφού θα βλέπουμε όλους τους ανθρώπους ως αδελφούς μας.
Αγαπητά μας παιδιά, σας ευχόμαστε καλή πρόοδο και σας καλούμε να αφουγκραστείτε το μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, ξεδιψώντας με τα σωτήρια νάματα της διδασκαλίας τους και αποκτώντας όχι μόνο τη σοφία των γραμμάτων, αλλά κυρίως την ειρήνη του Χριστού και τη γαλήνη στις καρδιές σας.