«Θἆταν προυτοῦ νὰ μᾶς κάψν οἱ Γιρμανοί, γιατ’ ἤμασταν ἀκόμα μκρά. Κοιμούμασταν κι α τὰ τρία, ἰγὼ τρανύτιρ’ θἄμαν κάνα οὐχτὼ-ἰννιὰ χρόνια, ἡ Νικόλας θἆταν 5-6 κι ἡ Πανάϊου δγυὸ μὶ τρία. Ἤμασταν σκιπαζμένα μὶ τ’γδουμαλλίσια ‘ντσέργα ἀποὺ κάτ’ κι ἀποὺ πάν’. Ἔρχιτι ἡ μάννα μας νὰ μᾶς ξυπνήσ’ κι ἅμα σκώθκαμι, εἶδι κι φρίθκι. Εἰχάμι ἀνάμισά μας κι ἕνα φίδ’. Θἆταν καμνιὰ βρουντουκαλιά-δινδρουγαλιά. Δὲν τν εἴχαμι πάρ’ χαμπάρ’. Πότι ἦρθι κι πῶς τρύπουσι; Βρῆκι κι αὐτὸ ζιστασιὰ κι σμαζῶθκι. Ἡ μάνναμ’ ἔκανι τοὺ Σταυρό τς. «Λέλεμ’ Παναΐαμ’, εἶπι. Μνιὰ βρουντουκαλιὰ μαζὶ μὶ τὰ πιδγιά! Κι ἀφοῦ δὲν τὰ πείραξι, θὰ τν ἀφήσουμι νὰ φύγ’. Δὲ θὰ τ’σκουτώσουμι. Ὅπους ἦρθι μὶ τοὺ καλὸ κι ἔκατσι μὶ τοὺ καλό, ἔτσιας κι μὶ τοὺ καλὸ νὰ πααίν’ στοὺ καλό τς.
Ἔτσιας τν ἄφκαμι κι ἔφυγι κι πῆγι στοὺ καλό τς.
Δόξα Τουν».
Τ’ἁϊΧλιοῦ σήμιρα 15.5.2020
χρόνια πουλλὰ στς Χιλλέϊδις, ὅσ’ μᾶς ἀπόμκαν,
κι καλὸν παράδεισουν σὶ ὅσ’ μᾶς ἔφυγαν
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.