Ήδη, ο τίτλος του παρόντος άρθρου είναι «προβληματικός». Όπως προβληματίστηκα και εγώ, για το τι θα πρέπει να πω προς τους αναγνώστες. Και αυτό γιατί το να συντάξει κάποιος ιστορικό έργο για την Εορδαία, ειδικά για όσους έχουν. ήδη, ασχοληθεί, εμπεριέχει πολλές δυσκολίες: πρώτιστα σπανιότητα πηγών και μια σειρά από προβλήματα εθνολογικών ζητημάτων και πολιτικών ιδεοληψιών.
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση και αξιέπαινη πρωτοβουλία του Δήμου Εορδαίας αναφορικά με την Ιστορία της περιοχής, λίγο – πολύ περίμενα να ακούσω στο χώρο του Δημοτικού Συμβουλίου, αυτά τα οποία συνάντησα, από πλευράς ορισμένων οι οποίοι έλαβαν τον λόγο. Ιστορία για πολλούς αποτελεί το πεδίο μετά το 1912-13, η συλλογή φωτογραφιών, αλλά και η ανησυχία, για το πώς θα καταγράψει ο χ ιστορικός, διάφορες δύσκολες για τον τόπο περιόδους.
Για αρκετούς, Ιστορία είναι η συλλογή φωτογραφιών, ώστε να αναδειχθεί, κυρίως, η προσφυγική παρουσία της πόλης. Όμως, ήδη, υπάρχουν, αρκετές τέτοιες προσπάθειες, οι οποίες έχουν αποφέρει πλήθος δημοσιεύσεων αλλά και κάποιες, σημαντικές εκδόσεις. Μπορώ να αναφέρω την βιβλιογραφία του π. Νικηφόρου Μανάδη, τις δημοσιεύσεις του Γ. Καζαντζή, αλλά και του Δ. Λιακάκου, το αξιόλογο έργο του Ι. Τσιομπάνου. Όμως εκτός ότι οι συλλογές φωτογραφιών αποτελούν τεκμήρια αλλά όχι κυρίως πηγές, οδηγούν, λόγω χρονολογικού περιορισμού σε ένα ιστορικό μονισμό. Επί της ουσίας, μια τέτοια μονοδιάστατη κατεύθυνση, ρίχνει, ακούσια, βέβαια, νερό στον μύλο στρατευμένων, οι οποίοι περί άλλων μεριμνούν και τυρβάζουν για την περιοχή. Μάλιστα ακούστηκε και μια άποψη, ότι το ιστορικό εφαλτήριο πρέπει να είναι η αρχή του 20ου αιώνα στην περιοχή. Κοινώς να τονιστεί πως άλλα ήταν τα εθνολογικά δεδομένα, τότε, τα οποία άλλαξε η νίκη του ελληνικού στρατού και η απελευθέρωση της περιοχής στις 15 Οκτωβρίου του 1912.
Σε 2 τουλάχιστον περιπτώσεις, δόθηκε προτεραιότητα στην πολιτική ιστορία του τόπου, στην αριστερή δραστηριότητα της περιοχής, αλλά και σε περιστατικά δύσκολα, της κατοχικής περιόδου. Δεν έχω, βέβαια, αυταπάτες. Το να γράψεις ποιος πολέμησε και στο πλευρό ποιών, αποτελεί ένα θέμα ταμπού, η οποία θα «σκαλίσει» ιστορίες ριψάσπιδων, προδοτών, συνεργαζομένων με τις δυνάμεις των επίβουλων του ελληνικού κράτους (μέχρι και για την περίοδο 1967-74 έγινε λόγος). Εδώ υπάρχει από άλλους ο καημός να γραφτεί αληθινά και αυτή η Ιστορία της περιοχής και από άλλους η αγωνία μην αναφερθούν ονόματα και καταστάσεις, αναφορικά με τον μακεδονισμό, τις δικτατορίες και την γερμανική, βουλγαρική και «τσολιαδιστική» παρουσία στην περιοχή.
Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με επιλεκτικούς αφορισμούς και προαποφασισμένα πορίσματα. Η Πτολεμαΐδα ως Εορδαία, παρουσιάζει έντονο παλαιοντολογικό ενδιαφέρον, ανέπτυξε μερικούς από τους παλαιότερους προϊστορικούς οικισμούς στην Ευρώπη. Δεν έχει γνωρίσει εκτεταμένες ανασκαφές, ασφαλώς, ελλείψει και κονδυλίων. Υπήρξε όμως έδρα μακεδονικού βασιλείου και πολιτειακό «Κοινό». Υπάρχουν ορισμένες αναφορές στις αρχαίες πηγές, ενώ πολύ αξιόλογη μελέτη π.χ., έχει γίνει στο βιβλίο της Κ. Χατζηνικολάου «Οι Λατρείες των Θεών και των Ηρώων στην Άνω Μακεδονία κατά την Αρχαιότητα – Ελιμεία, Εορδαία, Ορεστίδα, Λυγκηστίδα». Έχουν γίνει αρχαιολογικές παρουσιάσεις της Εορδαίας, δημοσιευμένες και μη, παλαιότερες ή σε Συναντήσεις ΑΕΜΘ. Καμιά Ιστορία των Εορδών δεν μπορεί να γραφεί, χωρίς αρχή την Αρχαία Ιστορία της.
Είναι δύσκολη η ιχνηλάτηση της βυζαντινής ιστορίας της περιοχής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν διασώζονται βυζαντινά μνημεία, ενώ ελάχιστοι ναοί της επαρχίας ανάγονται στον 19ο αιώνα. Οπότε το κομμάτι αυτό συνεχίζει και μένει στην λήθη. Είναι βέβαιο πως η περιοχή ταλαιπωρήθηκε από βαλκάνιους εισβολείς. Μην λησμονούμε, πως για σημαντικό χρονικό διάστημα έδρα των Βουλγάρων ήταν η Μικρή Πρέσπα, με ότι αυτό συνεπάγεται ως ορμητήριο και ως οργανωμένος εποικισμός. Εδώ μέχρι πριν λίγα χρόνια, υπήρχαν περιορισμοί στο να προσεγγίσεις ορισμένες περιοχές, αφού συνόρευαν με κομμουνιστικές χώρες. Παράλληλα δύσκολα γίνονταν ανασκαφές, όπως καλή ώρα του Μουτσόπουλου στις Πρέσπες, μιας και έγινε λόγος.
Η περίπτωση της οθωμανικής περιόδου και αν είναι θέμα ταμπού. Συνήθως πηγές εδώ, αποτελούν οθωμανικά και πατριαρχικά έγγραφα, εκδόσεις του Μοναστηρίου / Βιτωλίων κ.α. Εδώ τίθεται το ερώτημα: μας ενδιαφέρει το οθωμανικό στοιχείο ή έστω η αναζήτηση από κάποιο τουρκομαθή ερευνητή στην Κωνσταντινούπολη ή κ.α.; Σε κάποιες περιπτώσεις είχαμε έρευνα, όπως του π. Νικηφόρου ή των καθηγητών Α. Καραθανάση και Κ. Φωτιάδη, όπως και άλλων επιστημόνων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Ένα ζητούμενο, εδώ, είναι αν θέλουμε να ξετυλίξουμε τον μίτο του σλαβόφωνου στοιχείου, ελληνικού και μη, μαρτυρούμενου, τουλάχιστον, από την περίοδο που ο περιηγητής Pouquevill, ήρθε στην περιοχή λίγο πριν την Επανάσταση του 1821. Ένα δεύτερο ζητούμενο, είναι η μαρτυρία των μουσουλμάνων προσφύγων της περιοχής. Αυτές οι μαρτυρίες, μπορούν να δώσουν σημαντικά στοιχεία στο θέμα μας. Τέτοιες έρευνες, με καταγραφή μαρτυριών προσφύγων από την περιοχή, έχουν πραγματοποιηθεί στην Τουρκία. Αξιόλογη είναι η σχετική δραστηριότητα του Ιδρύματος Ανταλλαγέντων Λωζάννης.
Τέλος ένα ακόμα ζήτημα, είναι η καταγραφή και αξιοποίηση των τόπων απ΄όπου ήρθαν οι πρόσφυγες στην περιοχή μας. Εν ολίγοις το από ποια περιοχή, από ποια πόλη ή χωριό και ποια επίθετα ήρθαν από πού και που κατέληξαν. Έτσι δύναται να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων και αντίστοιχα να μπορέσουμε να γράψουμε και λίγα λόγια για τις εκεί πατρίδες, αφού, βέβαια, μάθουμε, ποιες ήταν αυτές. Γίνονται κατά καιρούς αντίστοιχες εργασίες και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, όπως η διατριβή της Ε. Γρ. Μαρούδα «Πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, στην Επαρχία – Υποδιοίκηση Κοζάνης». Επίσης πρέπει να σημειωθεί η έρευνα του καθηγητή Σ. Πελαγίδη.
Είναι αλήθεια, πως η περιοχή μας, ήταν από τις πλέον καταδυναστευμένες και εποικισμένες. Συν τοις άλλοις, η ίδια η πόλη των Καϊλαρίων, η πρωτεύουσα της οθωμανικής επαρχίας αλλά και με μουσουλμανικό χαρακτήρα, απέκτησε ελληνικό στοιχείο, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτό απετέλεσε τροχοπέδη για την προσέγγιση της ιστορικής μνήμης, αλλά και ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Υφίσταται, λοιπόν, ανάγκη, για επιστημονική και όχι υποκειμενική και «αποκλειστική» προσέγγιση της αλήθειας. Δεν της αξίζει η damnatio memoriae.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος