Ήταν καλοκαίρι του 1934, αμέσως μετά τον θέρο, όπου οι Κοζανίτες και άλλοι κάτοικοι του Νομού, οργανώνονταν σε «μπουλούκια» και κατέβαιναν με τις παλαμαριές, τα δρεπάνια και τα λελέκια* τους στον κάμπο της Λάρισας για να θερίσουν τα σταροχώραφα και να βγάλουν ένα μεροκάματο . Η αλήθεια είναι ότι και αυτούς τους «θέριζαν» οι αρρώστιες γιατί δεν ήταν μαθημένοι στα θερμά και υγρά κλίματα του κάμπου. Τότε η Κοζάνη είχε πολύ καλό κλίμα, (ηπειρωτικό- ξερό), δεν είχαν γίνει ακόμα τα εργοστάσια της ΔΕΗ, τα Ορυχεία και οι τεχνητές λίμνες που άλλαξαν το μικροκλίμα. Εδώ ερχόταν μάλιστα για διακοπές πολύς κόσμος, απ’ όλη την Ελλάδα εκτός των άλλων και για να γιατρευτούν από τη φυματίωση, την ελονοσία και άλλες αρρώστιες της εποχής που η υγρασία τις ευνοούσε.
Η μεγάλη οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος που ξεκίνησε το 1929 βρισκόταν στον έκτο χρόνο (όπως και τώρα) με όλα τα επακόλουθα που τα ζούμε και σήμερα. Η ανεργία και η φτώχεια, στην Κοζάνη όπως και σ’ όλη τη χώρα, «τσάκιζε κόκκαλα». Τα μεροκάματα έπεφταν συνέχεια ενώ τα προϊόντα συνέχεια ακρίβαιναν (όπως και τώρα).
Όπως περιγράφει ο Ζήσης Τσαμπούρης στο βιβλίο του Τα τετράδια της μνήμης: «Το καλοκαίρι του 1934 σαν τελείωσε ο θέρος, δουλειά πάλι δεν υπάρχει. Το παζάρι κάθε πρωί και κάθε βράδυ γιόμιζε εργατιά για να βρουν δουλειά. Σταματούμε ώρες πολλές και το πρωί και το βράδυ, μα λίγοι βρίσκουν δουλειά. Το μεροκάματο πάλι ξέπεσε».
Το «παζάρι» είναι το «ανθρωποπάζαρο», «η βρωμιά της Πόλης», το ονομάζει ο Τσαμπούρης. Εκεί μαζεύονταν κάθε μέρα άνεργοι εργάτες και φτωχοί αγρότες και περίμεναν τα αφεντικά μήπως έρθουν να τους πάρουν για κάποιο μεροκάματο. Βρισκόταν στο ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στον Αι Νικόλα και στον παλιό δρόμο για Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιότερων βρισκόταν στο χώρο που σήμερα έχει χτιστεί το κτίριο που στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης. Στου «Ντεληβάνη τον Κιοσέ» το λέγανε οι παλιότεροι. Ήταν κι αυτό κατάλοιπο της τουρκοκρατίας που διατηρήθηκε γιατί βόλευε τα αφεντικά και τους προύχοντες της εποχής. (Υπάρχει κάτι ανάλογο και σήμερα στην πλατεία Λασάνη). Εκεί μαζεύονταν πολλοί εργάτες από την πόλη της Κοζάνης αλλά και από τα γύρω χωριά, Βάντζα, Γκόπλιτσα* κλπ. Καθημερινά στο «παζάρι» μαζεύονταν πεντακόσια, εξακόσια έως και οχτακόσια άτομα, οικοδόμοι, μαστόροι, ανεδείκευτοι εργάτες, χαμάληδες αλλά και εργάτες γης που περίμεναν για κανένα μεροκάματο.
Εκεί γινόταν και τα παζάρια για την αγοροπωλησία της εργατικής δύναμης:
«πόσο μεροκάματο θέλετε;» ρωτούσαν τ’ αφεντικά.
«τριανταπέντε δραχμές»
«α εγώ θα σας δώσω τριάντα αλλά θέλω δουλειά»
«εμείς ερχόμαστε και με εικοσιπέντε» πετιόταν κάποιοι παζαρεύοντας την αξία της εργατικής τους δύναμης.
Όσοι έβρισκαν δουλειά έφευγαν στα σπίτι τους να πάρουν ψωμί και τα εργαλεία τους και πήγαιναν στη δουλειά. Η δουλειά ήταν δύσκολη, οχτάωρο δεν υπήρχε στην Κοζάνη, από ήλιο σε ήλιο δούλευαν και το αφεντικό καθόταν όλη μέρα πάνω από το κεφάλι των εργατών για να ελέγχει. Τα μεγάλα αφεντικά είχαν τους κεχαγιάδες (επιστάτες) γι αυτή τη δουλειά. Τους άφηναν «στο πόδι τους» να κάνουν κουμάντο τους εργάτες και αυτοί σεργιανούσαν στο παζάρι. Οι κεχαγιάδες ήταν χειρότεροι από τα αφεντικά δε σ άφηναν «να πάρεις ανάσα».
Όσοι δεν έβρισκαν κάποιον να τους πάρει για μεροκάματο περίμεναν εκεί μέχρι το μεσημέρι και γύριζαν στο σπίτι στεναχωρημένοι, απελπισμένοι, με κατεβασμένα τα κεφάλια γιατί ούτε ψωμί δεν υπήρχε, στα περισσότερα σπίτια.
Σωματεία τότε στην Κοζάνη δεν υπήρχαν. Κάτι σωματεία τσαγκαράδων, βυρσοδεψών, γεωργών κλπ που υπήρχαν τα είχαν οι πλούσιοι όχι φυσικά για να διεκδικήσουν δικαιώματα και καλύτερα μεροκάματα αλλά για να κάνουν γιορτές.
«Μια Κυριακή βγαίνει στο παζάρι ο Μέρος Κώστας, πολύ καλός αρχιμάστορας, που είχε κάνει πολλά σπίτια εργολαβία, με τον Στέφο Γουγούλη, προύχοντα της Κοζάνης, που ήταν μεγάλος έμπορας. Άλευρα. Ζητάνε εργάτες και μαστόρους. Διαλέγουν καμιά τριανταπενταριά εργάτες και μαστόρους. Λέγει ο Μέρος πως τ’ αφεντικό θα κάνει μύλο με τρία πατώματα στα γύφτικα. Αύριο πρωί όλοι να είστε στις εφτά με κασμάδια και φτυάρια, ζευγάρια. Θ’ ανοίξουμε θεμέλια. Τριγύρω είχαν μαζευτεί πάνω από εκατόν πενήντα. Σαν αρχίσουμε, λέγει ο Μέρος, να χτίζουμε, θα πάρουμε κι άλλους. Τ’ αφεντικό μας μιλεί: «Θέλω δουλειά! Το μεροκάματό σας θα είναι 25 δραχμές και 60 των μαστόρων. Στο κάθε πάτωμα θα σας ανεβάζω κι από πέντε δραχμές, το ίδιο και στη σκεπή. Μα, σας είπα θέλω δουλειά!»
Ξεκίνησαν την επόμενη μέρα τη δουλειά στην κατασκευή του μύλου. 63 άτομα, εργάτες και μαστόροι μαζί. Δουλειά σκληρή χωρίς ανάσα, τέλειωσαν τον πρώτο όροφο, τέλειωσαν και τον δεύτερο, ξεκίνησαν και τον τρίτο αλλά την υπόσχεση, για αύξηση του μεροκάματου πέντε δραχμές σε κάθε όροφο, την ξέχασε το αφεντικό και ούτε που ανέφερε για αύξηση.
Το Σάββατο τους πλήρωσε πάλι τα ίδια και αφού κάνανε κάποιες συζητήσεις, συνεννοήθηκαν από Δευτέρα να ξεκινήσουν απεργία. Ανάμεσά τους ήταν τέσσερις Κομουνιστές και κάποιοι συμπαθούντες. Ο Ζήσης ο Τσαμπούρης θυμήθηκε τα λόγια του ναυτεργάτη που τον είχαν καθοδηγητή στην ΟΚΝΕ*: «Το δίκιο δε θα το ζητιανεύετε, να το παίρνετε ακόμα και με τη βία».
Την Κυριακή βράδυ μαζεύτηκε η πρωτοπορία των εργατών (Ζήσης Τσαμπούρης, Λιόλιος του Καραπέτσα, Θανάσης Ντάλας, Γιάννης Τσιουρτσιούλας) για να συνεννοηθούν με τους εργάτες και τους μαστόρους για τα αιτήματα της απεργίας. Μετά από τις συζητήσεις συμφώνησαν και κατέληξαν να ζητήσουν πέντε δραχμές αύξηση για τους εργάτες και δέκα για τους μαστόρους.
Τη Δευτέρα πρωί –πρωί στη δουλειά ενημέρωσαν και τους άλλους και αποφάσισαν να κάνουν ένα χαρτί με τα αιτήματα και να τα δώσουν στα αφεντικά. Και ενώ τα ετοίμασαν όλα, εκείνη τη στιγμή ήρθε στη δουλειά και ο Νίκος Πλακοπίτης. Μόλις είχε επιστρέψει από την εξορία και τον προσέλαβε ο αρχιμάστορας για να σοβατίσει τα γραφεία γιατί ήταν «καλό χέρι». Κατάλαβαν όλοι ότι το βάρος από την απεργία θα το έριχναν τα αφεντικά όλο πάνω του γιατί ήταν πασίγνωστος Κομουνιστής και μεγάλος αγωνιστής οικοδόμος. Τον πιάσανε αμέσως οι σύντροφοί του και του εξήγησαν το σχέδιο της απεργίας.
«Κι εγώ μέσα» απάντησε ο Πλακοπίτης, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το χαρτί με τα αιτήματα δεν του άρεσε και έκατσε το ξανάγραψε αυτός. Αν το αφεντικό κρατούσε την υπόσχεσή του θα έπρεπε από καιρό να παίρνουν 35 δραχμές αλλά αυτοί έπαιρναν ακόμα 25!
Το αφεντικό ήρθε κατά τις έντεκα και ο Ζήσης του έδωσε το χαρτί με τα αιτήματα.
«Ποιος το έγραψε αυτό;» ρωτάει τ’ αφεντικό
«Εγώ» λέει ο Ζήσης
«Να σηκωθείς να φύγεις, σε απολύω!»
«Θα φύγω, μα να ξέρεις πως δεν είμαι μόνος» του λέει ο Ζήσης και πετάει κάτω τον ντενεκέ με το Χάρτζι που είχε στον ώμο. Αυτό ήταν το σύνθημα για να σταματήσουν όλοι τη δουλειά, όπως και έγινε. Σαν ένας άνθρωπος, όλοι σταμάτησαν αμέσως τις δουλειές τους.
Το αφεντικό δεν το περίμενε και αγρίεψε:
«Θα σας διώξω όλους! Θα φέρω από το Κοντσ’κό*, από το καταφύγι άλλους μαστόρους».
Ρωτάει τον Πατιά, «κι εσύ συμφωνάς;»
«Μάλιστα» απαντάει εκείνος
«Κι εσύ Δημήτρη;»
Μάλιστα» του λέει κι αυτός
Κατεβήκαν όλοι κάτω, μαζεύτηκαν σ ένα αλώνι, τ’ αφεντικό φωνάζει, εκείνοι του λένε ήσυχα και ήρεμα: «Δεν ζητάμε πολλά πράγματα, από πέντε δραχμές ζητάμε, βλέπεις τι τυρράνια τραβούμε, να ανεβάζουμε ασβέστη στο τρίτο πάτωμα». Εκείνος δεν ακούει τίποτα ουρλιάζει, απειλεί: «Θα φέρω αστυνομία να σας δείξω, ξέρω ποιος το έκανε αυτό!» Υπονοώντας προφανώς τον Πλακοπίτη.
Το αφεντικό φεύγει και οι απεργοί εργάτες παραμένουν στ’ αλώνι, ανοίγουν τα «τροβάδια» τους και κάθονται να φάνε. Τον λόγο παίρνει ο Νίκος Πλακοπίτης: «Μη φοβάστε, έχουμε δίκιο! Αυτό που ζητάμε θα το δώσει και θα χορέψει. Μόνο να μη δειλιάσει κανείς και να είστε ενωμένοι.»
Το αφεντικό επιστρέφει με οχτώ χωροφύλακες και τον Μοίραρχο Καζάνα ο οποίος ρωτάει «γιατί δεν πιάνετε δουλειά; …. ποιος είναι ο Πλακοπίτης;»
Εκείνον πήρε η μπόρα παρότι ήταν πρώτη μέρα στη δουλειά αλλά ο Νίκος δε δειλιάζει, είναι παλληκάρι. «Εγώ!» τους λέει και τον συλλαμβάνουν αμέσως. Ο Τσαμπούρης, ο Τσούρτσουλας και ο Ντάλας ορμάνε στους χωροφύλακες μα ο Πλακοπίτης τους κάνει νόημα να σταματήσουν «μην αντιστέκεστε» τους λέει και αυτοί απορούν γιατί «ο Νικόλας τους δυο χωροφύλακες που τον κρατούσαν μπορούσε να τους λιανίσει αν ήθελε». Ήταν πολύ δυνατός αλλά στέκει ακίνητος.
Σε λίγο ήρθαν άλλοι πενήντα χωροφυλάκοι, όλο το αστυνομικό τμήμα Κοζάνης. Οι εργάτες ένας, ένας παίρνουν τον τροβά τους και φεύγουν άλλοι από δω και άλλοι από κει αφήνοντας μόνους τους πρωτεργάτες, τους τέσσερις Κομουνιστές. Ο Θανάσης ο Ντάλας, γερό παλικάρι τότε, δίνει ένα σάλτο και το σκάζει τρέχοντας. Οι Χωροφύλακες πυροβολούν μα δεν τον πετυχαίνουν, ο Θανάσης τους ξέφυγε.
«Εμάς τους τρείς» διηγείται ο Ζήσης Τσαμπούρης «μας δένουν και μας πάνε στο δικαστήριο, για αυτόφωρο. Τ’ αφεντικό, ο πλουτοκράτης είχε δίκιο!…. ενώ εμείς που δουλεύαμε τόσο σκληρά, όχι! Οι νόμοι του δικαίου στον καπιταλισμό αντιστρέφονται. Το δίκιο το έχει ο δυνατός! Αντί η Αστυνομία να πιάσει αυτόν τον άθλιο, που μας τυραννούσε τόσο στη δουλειά, και μας έδωσε μόνος του την υπόσχεση, πως θα μας ανέβαζε από πέντε δραχμές το μεροκάματο. Αυτός μας ανάγκασε να κατεβούμε σε απεργία. Έπιασαν εμάς ενώ αυτός αρνήθηκε την υπόσχεσή του.»
Τους κουβάλησαν με Χειροπέδες και τους τρεις στο δικαστήριο, στη μέση ο Νικόλας Πλακοπίτης. Στο δικαστήριο είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Η Οργάνωση έξω έκανε δουλειά πρόλαβε και ειδοποίησε, έμαθε όλη η Κοζάνη ότι δικάζονται οι πρωτοπόροι εργάτες.
Μετά τις απολογίες το δικαστήριο αθωώνει τους δυο, Τσαμπούρη και Τσιούρτσουλα αλλά δικάζει δύο μήνες φυλάκιση τον Πλακοπίτη ως υποκινητή. Ο κόσμος όμως μαζεύει λεφτά αμέσως, δυο χιλιάδες δραχμές ήταν, πληρώνουν και βγάζουν έξω και τον Νικόλα. Ήταν όλοι γεμάτοι χαρά, πλάκωσαν και τα επαναστατικά τραγούδια, ξεσήκωσαν όλη την Πόλη.
Την άλλη μέρα το αφεντικό κάνει πίσω, δέχεται τα αιτήματα των απεργών και ανεβάζει τα μεροκάματα, πέντε δραχμές στους εργάτες και δέκα στους μαστόρους, όπως ζητούσαν οι απεργοί.
Απολύει όμως τους τέσσερις, Κομουνιστές πρωτοπόρους αγωνιστές εργάτες, Πλακοπίτη, Τσαμπούρη, Τσιούρτσουλα και Ντάλα για να τρομοκρατήσει και τους άλλους ώστε να μη διανοηθούν να ξανασηκώσουν Μπαϊράκι.
Το απόγευμα της άλλης μέρας οι τρεις από τους τέσσερις (Πλακοπίτης, Τσαμπούρης, Τσιούρτσουλας) πήγαν στ’ αφεντικό να «καθαρίσουν», να πάρουν τα δεδουλευμένα. Καθόταν στο γραφείο του που είχε πάνω ένα χοντρό τζάμι και αφού τους έδωσε τα λεφτά γεμάτος θυμό και κοροϊδία λέει στον Πλακοπίτη: «Πάρτε τα λεφτά σας και σας εύχομαι καλή επανάσταση!….»
Ο Νικόλας τον κοιτάει, σφίγγει τη γροθιά του και χτυπάει στο χοντρό τζάμι του γραφείου που γίνεται κομμάτια και του απαντάει! «Νά ‘σαι βέβαιος, την επανάσταση θα την κάνουμε!»
…………
Ο Νίκος ο Πλακοπίτης όμως θα ξαναπάει φυλακή γιατί είχε ξαναδικαστεί από άλλο δικαστήριο τρεις μήνες με αναστολή γιατί είχε χτυπήσει δυο «τριψιλίτες»*. Έκτοτε τον περισσότερο χρόνο του θα τον περάσει στις εξορίες και στις φυλακές όπου θα τον βρουν οι Γερμανοί κατακτητές και θα τον εκτελέσουν την Πρωτομαγιά του 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής μαζί με τους υπόλοιπους 199 κομουνιστές.
Επιμέλεια: Πράσσος Στέφανος
Μέλος της Τ.Ε Κοζάνης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Υ.Γ Δημοσιεύουμε αυτό το ιστορικό γεγονός για το εργατικό κίνημα της Περιοχής για να τιμήσουμε τους αγωνιστές εργάτες που πρωτοστάτησαν, δίνοντας και τη ζωή τους, στη δημιουργία του Εργατικού Κινήματος της Περιοχής μας αλλά και για να δείξουμε ότι και σήμερα, στις όντως πολύ δύσκολες συνθήκες, μπορούν να αναπτυχθούν ενωτικοί και νικηφόροι αγώνες σπάζοντας το φόβο και την εργοδοτική τρομοκρατία. Αν μπόρεσαν τότε που διακινδύνευαν τη ζωή τους γιατί όχι και σήμερα που το μόνο που μπορεί να χάσεις είναι η δουλειά σου. Δουλειά που ούτε καν δουλειά δεν είναι…..
Το κείμενο βασίζεται εξ ολοκλήρου στο βιβλίο «ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ- Το εργατικό κίνημα στην Κοζάνη (1930-1943)» του Κοζανίτη αγωνιστή και Κομουνιστή Ζήση Τσαμπούρη που εκδόθηκε το 2002 από τις «εκδόσεις Παρέμβαση».
Ο Ζήσης Τσαμπούρης, Κοζανίτης Κομουνιστής, μέλος του ΚΚΕ, έδρασε τις δεκαετίες του 30 και του 40 στην Κοζάνη, πολέμησε στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ και πέθανε εξόριστος, πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία το 1973
Σημειώσεις
*Λελέκια= Είδος δρεπανιών
* Βάντζα, Γκόπλιτσα= Τα χωριά Άνω Κώμη και Κρόκος
*ΟΚΝΕ= Η ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας) ήταν η πρώτη οργάνωση νεολαίας του ΣΕΚΕ μετέπειτα ΚΚΕ – πρόδρομος της ΚΝΕ
*Κοντσ’κό= Το χωριό Γαλατηνή
*τριεψιλίτες= Μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης τρία έψιλον.(Ε.Ε.Ε) Εθνική, Ένωσης, Ελλάδος