Μετά την παρουσίαση του έργου και της προσφοράς του
από τον γράφοντα, ο Χρύσανθος, συγκινημένος δήλωσε:
΄΄…..Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που με τιμά Ποντιακός Σύλλογος και επειδή δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια αυτό που νιώθω, θα σας το τραγουδήσω….΄΄
Έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από την ημέρα, που ο πόντιος τραγουδιστής ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του τον ποντιακό λαό ορφανεμένο από τη γλυκόλαλη συντροφιά του.
Ο Χρύσανθος ήταν η μάνα και ο πατέρας του ποντιακού τραγουδιού. Οι πόντιοι τον αγάπησαν και τον λάτρεψαν όσο κανέναν άλλο τραγουδιστή.
Η σπάνια φωνή του νανούρισε τις πρώτες προσφυγικές γενιές και παρηγόρησε τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Συνόδευσε τους μετανάστες στο Γολγοθά του ξενιτεμού και έκανε τους ερωτευμένους να επικοινωνούν με τη δύναμη του τραγουδιού.
Αυτόν τον χαρισματικό Πόντιο τραγουδιστή τόσο στα χρόνια της ακμής του, όσο και στα τελευταία του δε φρόντισε να συμπαρασταθεί και να τιμήσει κανείς από όλους τους σημερινούς κλαψίζοντες επωνύμους, που μετά το θάνατό του έχουν επιδοθεί σε ατέρμονα θρηνητικά γιορτάσια αφιερωμένα στη “μνήμη του”.
Μεγάλη εξαίρεση αποτέλεσε η Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαΐδας, που το 1986 τον τίμησε απονέμοντάς του τις τιμές και τα εύσημα, που του άξιζαν.
Η τιμητική βραδιά έγινε παρουσία όλων των αρχών και των ποντίων καλλιτεχνών στην Πτολεμαΐδα με ειδικό αφιέρωμα στον άνθρωπο και τραγουδιστή Χρύσανθο.
Είναι χαρακτηριστικά τα λίγα λόγια, που μπόρεσε να πει μέσα σε δάκρυα χαράς ο ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ :
“…..Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που με τιμά Ποντιακός Σύλλογος και επειδή δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια αυτό που νιώθω, θα σας το τραγουδήσω…”
Τα τελευταία χρόνια όμως απομονωμένος και ξεχασμένος από φίλους και πατριώτες ,
πικραμένος και εξασθενημένος από τα έντονα προβλήματα υγείας ένοιωσε την περιφρόνηση και την εγκατάλειψη από έναν περίγυρο, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε ακούραστα.
Μόνο κάποιοι πολύ στενοί του φίλοι και συνεργάτες φρόντιζαν για το πικρό μεροκάματό του, που έβγαινε με πολύ δυσκολία και πολύ σπάνια.
Έτσι θλιμμένος και στεναχωρημένος έφυγε από τη ζωή .
Όπως έτσι έφυγε και ο μεγαλύτερος λυράρης της τρίτης γενιάς, ο Κώστας Πετρίδης. (ο Κωστάκης, το Γωγοπούλ.)
Την ημέρα του θανάτου του Χρύσανθου κάποιοι ταγοί του ποντιακού ελληνισμού ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν τα τυπικά της κηδείας του πόντιου τραγουδιστή.
Το πρωτόκολλο της κηδείας, που συνέταξαν, απέκλεισε και απέτρεψε κάθε μνημονικό άκουσμα ψυχής από πραγματικούς φίλους και συνεργάτες του Χρύσανθου.
Έτσι έφυγε ο πατέρας του τραγουδιού χωρίς να ακουστεί η μοιρολογήτρα γλώσσα του Πόντου.
Ακουστήκαν μόνο οι κομματικές κραυγές των πρωτοκλασάτων του Π.Α.Σ.Ο.Κ. και της Νέας Δημοκρατίας.
Ήταν οι φωνές των μετέπειτα έγκλειστων και υπόδικων Τσοχατζόπουλου -Παπαγεωργόπουλου- Ψωμιάδη.
Το κείμενο, που κατέγραψα με πόνο ψυχής, μόλις πληροφορήθηκα το θάνατο του τραγουδιστή, αποκλείσθηκε από τους δημοσιοσχεσίτες, που διαχειρίστηκαν τα της εκφοράς του αείμνηστου ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, αισθάνομαι την ανάγκη να δημοσιεύσω ταπεινά το μεταθανάτιο νεκρικό ύμνο του Πόντου προς τον τραγωδάνο της φυλής και της ράτσας μας.
Μόνο το αγνό συναίσθημα της ψυχής μπορεί να γίνει μοιρολόι ,κλάμα και πόνος….
Στον πόντιο τραγωδάνο
ΧΡΥΣΑΝΘΟ
“Τραγώδεσες, ‘τραγώδεσες
κ’ εκόπεν το λαλόπο σ’”
Έμπρες ‘κεικά συνγκλίσκουμες κάστρον τραντελλενίων,
καρδόπον ατεβίρευτον, λάλια τσελικωμένον.
Έμπρες ‘κεικά συγκλίσκουμες κι ακούμε τη λαλία σ’,
πατρίδας μύρον ,μανουσάκ’ και παρχαρί σκουντούλαν.,
χρυσάνθεμον, ροδόσταμαν, ’ς ση καρδίας τον πόνον…
‘Σύ έσνε, π’ ετραγώδεσες κι έκ’σεν ο κόσμον όλεν,
τη Ρωμανίας τ’ έμορφα, τα χιλιοδοξασμένα,
τα τόπια τ’ αναράευτα, τ’ αρχοντοτιμημένα.
ο Ήλιον κι ο Αυγερινόν κι η γη κι όλια τα άστρα,
‘ς σην λάλια σ’ έξανε το φως κ’ εγέντον έναν θάμαν!
Κ’ ένταν τα τραγωδίας ισ’ πατρίδας μυρωδία,
θάλλασα με τα κύματα, ουρανοψαλμωδία.
‘Σύ έσνε εμπρολάλετος και κοσμολαλεμένος,
τη Ρωμανίας λαλετής, λαρωμονής λαλόπον.
Χρύσανθε, ‘πιδεξάσμενε, ουστάμπαση κ’ εργάτε,
‘ς ση τραγωδί το στέσιμον και ‘ς ση καϊτές τον χτύπον,
‘σύ έσ’νε πρωτομάστορας, κάλφας και βασιλέας.
’Σ ση Τραπεζούντας το γιαλάκρ’ καράβ’ τη προσφυγίας,
τη κάρδιας έσνε βάλσαμον, τη ψης το γιατρικόν ι
και τη πατρίδας αγκωνάρ’, ντο κείται παινεμένον,
αιώνιον κι ατεβίρευτον, ‘ς ση κοσμί τα καρδίας.
Σύ έσνε τη καϊτές προζύμ’, τη τραγωδίας φύτρα
κι άμον τον φέγγον ‘φώταξες τη προσφυγιάς τα νύχτας.
Η λάλια σ’ ραχοκέφαλον και τ’ ουρανού σορσότα.
Ούμπαν έν γάμος και χαρά ‘γλεντζέν και ρακοπότ’ι,
εκεί εγλυκολάλιασες, λάλια μελιτωμένον….
Κ’ εφλούγκξανε τ’ αμάραντα κ’ εγέντανε τσιτσιάκια..
και τα πουλιά τ’ αγλώσσωτα έμαθαν τραγωδίαν!
Νυχτόμερα ‘τραγώδεσες, γκυκέμνοστον λαλία,
για τη σεβτάν, για τη χαράν και για τ’ αυγής το γέλος,
τη πατρίδας το βαϊνασίν, την μοιροτραγωδίαν.
Τη Ρωμανίας χρυσαετός εγέν’τς και τραγωδάνος .
και ν ας ‘ς σο Κάρς επέταξες, ‘ς σην Ίμεραν επήες,
εκλώστες ‘ς σην Γαλίεναν, ‘ς σον Περιστερεώταν,
ς ση Σουμελάς το μαναστήρ’ επήες, ‘λειτουργέθες,
κι απάν’ ‘ς σα ταφολίθαρα, έψαλες δοξοστάρια.
Με τη λαλία σ’ έστεσες καστρένια πολιτείας,
ν’ ελέπ’νε και θαμάουνταν , τερούνε και σασεύ’νε,
τη κοσμί ούλ’ οι τραγωδιάντ’, τ’ ουρανού οι ψαλτάδες.
‘Σύ έσνε, π’ εκατέγραψες τα πόνια τη πατρίδας,
τα τράβαλα τη προσφυγιάς, τη ξενιτιάς τα τέρτια.
Έγραψες κ’ ετραγώδεσες ν’ ακούει ο κόσμον όλεν,
ν’ ακούει και ο Κασκαμπάς κι ο Άε Ζαχαρέας,
ν’ ακούει και ο Καύκασον ,ο ψηλοκαυχησέας,
ν’ ακούνε κι οι αποθαμέν ’ς σα έρημα μνημόρια
και σ’κούνταν, άφτ’νε τη ψυχού τ’ ανάφτιγα καντήλας…
Χρύσανθε, κάστρον άπαρτον, πατρίδας εμπρολάτε,
η λάλια σ’, κάρδιας βάλσαμον και ψης αερικόν ι..
‘Σ ση προσφυγίας την γεράν βάλσαμον αγιασμένον,
αροθυμία ,ντο βρουλίζ’ και κατακαίει τα ψήα
κι ανιστορίζ’ τα παλαιά τόπια τ’ εμετερίων…
ντ’ επέμ’ναν αναράευτα και αροθυμιαγμένα.
Εξέβες ‘ς σην Κατήρκαγιαν κ’ έβγαλες τραγωδίαν..
για τ’ εμετέρ’ς, ντ’ εκλώστανε κ’ επέμ’ναν ‘ς σην πατρίδαν.
Και ν απ’ εκεί επέταξες ’ς σον Όφ’ κι αδά μερέαν
επήες ους τ’ Αλήσοφη, εύρες τον Χαβενήτεν
‘τραγώδεσες πονετικά ν’ ακούν τα παλληκάρια
τριυλιστά, ντ’ εγόμωσαν τ’ αδιάβαστα ταφία..
Χρυσόν πατρίδας μένεμαν, και απανογραμμένον,
ατό η λάλια σ’ σήμαντρον, ’ς σ’ αγια Σοφιάς την πόρταν,
καμπάνα γλυκοβόετον ‘ς σ’ Ανατολής το κάστρον..