Αγαπητοί πατριώτες, με το παρόν κείμενο θα θέλαμε να εκθέσουμε τις διαχρονικές απόψεις μας για τους ποντιακούς χορούς, πιστεύοντας ότι η άποψή μας θα συμβάλει τόσο στην αποκατάσταση της αλήθειας όσο και στην ταυτοποίησή τους.
Αποτελεί ιστορικό γεγονός, ότι οι ποντιακοί χοροί χορεύονταν για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια στην ενδοχώρα του Εύξεινου Πόντου.
Έφθασαν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου με τον δεύτερο αποικισμό των Ελλήνων από την Μίλητο και την αρχαία Παφλαγονία.
Όλοι οι ποντιακοί χοροί είναι πανομοιότυποι με τα χοροδράματα και τους διθυράμβους των αρχαίων θεατρικών παραστάσεων και εμπεριέχουν τα κινησιακά χαρακτηριστικά και τα μέτρα των αρχαίων ελληνικών χορών.
Είναι τρισυπόστατοι. Έχουν δηλαδή ρυθμό ,κίνηση, τραγούδι. Είναι οι περισσότεροι κυκλικοί και συνοδεύονται από αυλό ή λύρα. Οι χορευτές χειροκρατιούνται από τις παλάμες των χεριών και το πιο σημαντικό είναι, ότι συνοδεύονται, όπως και στην αρχαιότητα, από τραγούδι διθύραμβο ή παιάνα.
Όσοι από τους ποντιακούς χορούς δε συνοδεύονται από τραγούδι είναι αλλοεθνείς και παρεισέφρυσαν στο χορευτικό ρεπερτόριο της Τραπεζούντας κυρίως από τον Καύκασο και τη νότια Ρωσία, μετά το 1835 με τις μεταναστεύσεις των ποντίων στη Ρωσία λόγω του ρωσοτουρκικού πολέμου..
Για πενήντα περίπου χρόνια ο χορευτικός ποντιακός πολιτισμός υπήρξε ένας χώρος αυτοσχεδιασμού, πειραματισμού και αυθαίρετης συμβολής και εμπλοκής κάθε επίδοξου ερευνητή των χορών αυτών.
Το πρόβλημα άρχισε να γίνεται ανησυχητικό και να απασχολεί τις ποντιακές οργανώσεις, όταν οι ποντιακοί χοροί ξεπέρασαν σε αριθμό τους εκατό και η ανδρική ποντιακή φορεσιά άρχισε να νεοτουρκίζει.
Προσεγγίζοντας το θέμα διαπιστώνουμε ότι τα αίτια γι αυτόν τον κακοφορμισμό ήταν η μη ενασχόληση των ιστορικών και λαογράφων ,αλλά και των ποντιακών οργανώσεων με το ζήτημα.
Οι ποντιακές οργανώσεις μάλιστα, μετά το 1976, όταν η ελλανόδικος επιτροπή της Παναγίας Σουμελά εισήγαγε και υιοθέτησε τον πρωτόγνωρο και αντιεπιστημονικό όρο ΄΄ ασυνήθιστοι χοροί.΄΄ συνέβαλαν καθοριστικά στον ατεκμηρίωτο πολλαπλασιασμό τους.
Εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς τον κακώς νοούμενο ανταγωνισμό, που ενέβαλε τα χορευτικά συγκροτήματα στη διαδικασία εντυπωσιασμού με την ΄΄ ανακάλυψη ΄΄ άγνωστων και ανύπαρκτων χορών, που δεν τεκμηριώνονταν από ιστορικές μαρτυρίες και καταγραφές. Χοροί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χορεύτηκαν από μικρές ομάδες και για λίγο διάστημα σε κάποιο ποντιακό χωριό. Την ίδια περίοδο άρχισαν να παρεισδύουν και αλλοεθνείς χοροί από τις συνυπάρχουσες εθνότητες των Αρμενίων, Κούρδων ,Τούρκων, Ρώσων.
Στη λογική αυτή ενεπλάκησαν οι σύλλογοι, οι χοροδιδάσκαλοι και οι χορευτές με κίνητρο πάντα το νεωτερισμό και τον εντυπωσιασμό.
Τεράστια ευθύνη επίσης έχουμε και όλα τα στελέχη του ποντιακού κινήματος,
δηλαδή όλοι εμείς οι παλιοί χορευτές και χοροδιδάσκαλοι, που από το 1986 αποροφηθήκαμε με το ποντιακό ζήτημα της γενοκτονίας αφήνοντας το έδαφος ελεύθερο σε πρόσωπα και λογικές, που στερημένα από την χορευτική αυτογνωσία που πηγάζει μέσα από τις μνήμες και τη σχέση του χορού με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, προχώρησαν στη χορευτική ηδονοθηρία και τον καταναλωτισμό. Αποτέλεσμα αυτής της χορευτικής αμετρίας και υπερβολής ήταν να γιγαντωθούν οι χοροί μας αγγίζοντας το μυθικό αριθμό των εκατόν ογδόντα έξι ( 186 ) μέσα σε διάστημα 25 χρόνων.
Το φαινόμενο αυτό είναι μοναδικό, γιατί αγγίζει τα όρια της χορευτικής κωμωδίας και μεγαλομανίας , εκθέτοντας τον ποντιακό ελληνισμό παγκόσμια και καθιστώντας έναν ιστορικό λαό με πνευματικά ιδανικά και μέτρα, σε λαό του δυονυσιασμού και της χορολαγνείας.
Αυτή χορευτική υπερπλασία αποτελεί μέγιστη ύβρη και γραφικότητα .Χρησιμοποιώ τον όρο γραφικότητα γιατί, πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια προσπάθεια από μία ομάδα ανθρώπων, που μετά το 1994 , εβδομήντα χρόνια δηλαδή μετά τη γενοκτονία και τον ξεριζωμό , επιχειρεί να εντάξει στο χορευτικό μας οπλοστάσιο σχεδόν όλους τους τουρκικούς χορούς; Να πείσει δηλαδή το γενοκτονημένο ποντιακό ελληνισμό να τιμά και να δοξάζει τον πολιτισμό των γενοκτόνων του;
Αυτή, η άνευ προηγουμένου τουρκολαγνεία ,εντάσσεται σε μια κατευθυνόμενη προσπάθεια υποβάθμισης και αλλοίωσης του αρχαίου ποντιακού πολιτισμού
και ταυτόχρονα ενισχύει τη νέα κεμαλική αντίληψη για την τουρκογενή προέλευση των λαών της Μικράς Ασίας.
Το παράδοξο είναι, ότι εμείς οι Πόντιοι είμαστε το μοναδικό εθνοτικό κομμάτι, που υιοθετήσαμε ιμπεριαλιστικές χορευτικές συμπεριφορές, τη στιγμή, που οι ίδιοι οι Τούρκοι έχουν αποδεχθεί την ελληνικότητα των ποντιακών χορών, με τον όρο ΄΄χορόν΄΄, λέξη, που υποδηλώνει, ότι οι χοροί αυτοί ανήκουν στην ελληνική κουλτούρα.
Το ζήτημα που προκύπτει σήμερα είναι η άμεση αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας για τους ποντιακούς χορούς, αποτρέποντας τη διείσδυση αλλότριων χορευτικών εκφράσεων, που αλλοίωσαν και ευτέλισαν την τελετουργική και ανδροπρεπή μεγαλοπρέπεια των χορών μας.
Είναι χρέος και ευθύνη του ποντιακού ελληνισμού σήμερα παράλληλα με τη διεκδίκηση της ποντιακής γενοκτονίας, να υπερασπίσει τη χορευτική του παραδοσιακότητα, απαιτώντας την αυτοκάθαρση των χορών μας από τα αλλοεθνή χορευτικά μοτίβα και πρότυπα, που τον υποβάθμισαν και τον αλλοίωσαν.
Η αυθαιρεσία, η μυθοπλασία, η έλλειψη γνώσης και τεκμηρίωσης, η χρησιμοθηρία της χορευτικής διδασκαλίας από κάποιους επαγγελματίες του χορού, παράλληλα με την παντελή απουσία φορέων και επιστημόνων, είχε σαν αποτέλεσμα την επικράτηση μιας και μόνο άποψης, που οδήγησε την χορευτική μας κουλτούρα σε χορευτική υπερβολή, κάτι που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των υπανάπτυκτων λαών.
Ένας μυθικός αριθμός χορών, με ξενικά ηθογραφικά χαρακτηριστικά, καθιστούν και μετατρέπουν τον περήφανο και ανυπότακτο ελληνισμό του Πόντου σε μια λάγνα και ερμαφρόδιτη χορευτική ατραξιόν.
Ο αριθμός αυτός από μόνος του υποκρύπτει υποβολιμαίες προθέσεις και σκοπιμότητες, που διαφεύγουν από την κοινή αισθητική αντίληψη και γνώση για τους λαϊκούς χορούς μέχρι σήμερα.
Οι εκατόν ογδόντα έξι ( 186), ποντιακοί χοροί που κάποιοι ερευνητές ανακάλυψαν ξαφνικά και κάποιοι ποντιοπατέρες τους νομιμοποίησαν εντάσσοντάς τους στους συλλόγους, είναι τα στοιχεία που θα οδηγήσουν τον ποντιακό ελληνισμό σε μια νέα αυτή τη φορά πολιτιστική Γενοκτονία.
Είναι αυτό, που πολύ εύστοχα λέει λαός μας:
Έβαλεν τα χέρια τ’, κ’ έβγαλεν τ’ ομμάτια τ’.