Αμέσως μετά τον ξεριζωμό οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν την ελλαδική αναλγησία σε όλα τα επίπεδα .
Οι πόντιοι οικονομικοί μετανάστες στην πρώην τσαρική Ρωσία δέχτηκαν τον μπολσεβικισμό ως ένα καταπιεστικό και δημευτικό σύστημα εξουσίας.
Γι’ αυτό και αντέδρασαν με τα αντισταλινικά τραγούδια, που έλεγαν κρυφά και μεταξύ τους, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά προς το νέο σταλινικό καθεστώς.
Ένα από τα τραγούδια αυτά ήταν: Εμέν λέγνε ‘μεν Παπαδόπουλε .
Στο τραγούδι αυτό εξέφραζαν τον οικονομικό τους φιλελευθερισμό και τη λατρεία τους στο έχει και την ιδιοκτησία.
Το σπίτι, το χωράφι, το μαγαζί ,όλα τα έχασαν ένα πρωινό, όταν τους τα δήμευσε ο κομισάριος, με το κόκκινο περιβραχιόνιο.
Το παραπάνω ποντιακό τραγούδι είναι ένα φιλελεύθερο λαϊκό μανιφέστο:
Εμέν λέγνε ‘μεν Παπαδόπουλε, φιλελεύθερε, κύρ’ Παντελή,
κι ατοίν λέγνε ‘μεν τσουβάλ’ εύκαιρον, ‘ς σα ποδάρια να στέκ’ κ’ επορεί…
Οι Πόντιοι με τη φράση ΄΄τσουβάλ εύκαιρον΄΄ υπονοούσαν τον απρόκοπο, τον ανοικοκύρευτο, τον αποτυχημένο. Και συνεχίζει το τραγούδι:
Εγώ έχτισα με τα αίματα μ’ ,οσπίτ’ έμορφον, γότσια γιαπίν,
κι ατοίν λέγνε ‘μεν ατό ‘κ’ έν τ’ εσόν, ντο να ‘φτάγω αείκον ζωήν…
Η δήμευση του σπιτιού με οποιοδήποτε τρόπο ήταν πάντοτε μια πράξη άκρατης βίας. Την οποία πρώτοι κατήγγειλαν οι πόντιοι της Ρωσίας.
Διαφορετικά ήταν τα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες στον τουρκοκρατούμενο Πόντο. Ένα από αυτά ήταν η βίαιη επιστράτευση των Ελλήνων στον τουρκικό στρατό μετά το 1914. Το ζήτημα αυτό το αντιμετώπισαν με αντιεξουσιαστικό τρόπο δραπετεύοντας από την Τουρκία και τον τουρκικό στρατό. Οι φυγόστρατοι Έλληνες στον Πόντο ήταν τόσοι πολλοί, ώστε δημιούργησαν τις πρώτες μεταναστευτικές κοινότητες στη Ρωσία και αποτέλεσαν τα πρώτα αντάρτικά σώματα στα βουνά του Πόντου.
Στα τραγούδια απεικονίζεται η καταδίκη των ταγμάτων θανάτου, που έστησαν οι Τούρκοι για τους Έλληνες στρατιώτες, που είχαν ταυτίσει τη βίαιη στράτευση με το θάνατο:
Αχπάσκουμαι ‘ς σον πόλεμον, Θεός να βοηθά ‘με,
ο θάνατον έν’ εμπροστά μ’ κι ο χάρον ακλουθά ‘με..
Η μεγάλη αγωνία του στρατιώτη στον Πόντο, που ήταν συνήθως παντρεμένος, γιατί παντρεύονταν τότε μικροί, ήταν να γυρίσει σώος στην αγαπημένη του γυναίκα.
Αχπάσκουμαι ‘ς σον πόλεμον, λύεται το καρδόπο μ’,
φοούμαι άλλο ‘κ’ έρχουμαι και παίρ’ άλλος τον τόπο μ’.
Τέλος με το επόμενο δίστιχο έδινε την υπόσχεση, ότι θα δραπετεύσει και φυγόστρατος θα γυρίσει γρήγορα κοντά στη σύντροφό του .
Αχπάσκουμαι ‘ς σον πόλεμον, μη κλαίς ‘με απαρώρας
θα κλώσκουμαι αγλήγορα, μη ίνεσαι τη χώρας.
Η γενοκτονία του ποντιακού λαού και ο ξεριζωμός του από τις αιώνιες πατρίδες καταγγέλθηκαν με απόλυτα πολιτικό λόγο:
Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος κατήγγειλε την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων γράφοντας ……….
Ενώ ο ποντιακός λαός στην Ελλάδα τραγούδησε τον ξεριζωμό του, συντασσόμενος με το βενιζελικό κόμμα:
Εγέντανε και πρόσφυγες, έρθανε ‘ς σην πατρίδαν
‘ς σον Βενιζέλον, τον τρανόν, έχ’νε έναν ελπίδαν.!
Οι Πόντιοι στα χρόνια της προσφυγιάς, όντας κατ’ εξοχήν καπνοκαλλιεργητές, αντιμετωπίστηκαν ως κολίγοι: Ένα κιλό καπνό ισοδυναμούσε με ένα κιλό ελιές.
Αμέσως αντέδρασαν στην οικονομική τους αφαίμαξη μ’ σαρκαστικό και αντιεξουσιαστικό τραγούδι.
Έτσι συσπειρώθηκαν και έστειλαν το πιο αγωνιστικό μήνυμα στην τότε εξουσία:
Έρθαν οι εμπόρ’ να παίρ’νε τσάπαν το καπνόν,
τον χωριάτεν ‘κ’ ερωτούνε ‘ς σον λογαριασμόν..
Λίγα χρόνια αργότερα κατά τη γερμανική κατοχή, οι πόντιοι με το τραγούδι τους στράφηκαν κατά του κατακτητή:
Αναθεμά αείκον κράτος, αείκον κοινωνίαν, γιαρ-γιαρ,
αν ψηλαφάς το δίκαιο σ’, στείλ’ ‘σεν ‘ς σην εξορίαν, γιαρ-γιαρ..
Να μην ειδώ τον χαλασμό απ’ τους Γερμανοτσολιάδες γιαρ-γιαρ,
τα σπίτια κι αν εκάψανε , εμείς πάλι θα χτιζομε , γιαρ- γιαρ…
Για τους βιοπαλαιστές πρόσφυγες κατακριτέοι ήταν όλοι αυτοί, που με την αλαζονεία και τις παράλογες απαιτήσεις ζούσαν σε βάρος τους .
H λαϊκή κριτική προς τους μεγάλους, ( τοι τρανούς) που από τα χρόνια της τουρκοκρατίας έφεραν τους τίτλους μπέης, αγάς, πασάς, αμφισβητούνταν με φράσεις και παροιμίες όπως : Αγάς να ίνεσαι ζόρ’ έν ,άμαν το κετσίνεμαν αθες γολάϊ έν.
Τα όρια της ποντιακής σάτιρας ήταν προκαθορισμένα και δεν μπορούσε να τα υπερβεί κανείς. Γι’ αυτό και τυποποιήθηκαν μέσα από τα μνημεία του λόγου .
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντικατόπτριζαν τη δίκαια κοινωνική κρίση απέναντι στην αδικία και τα κακώς κείμενα.
Στα νεότερα χρόνια της προσφυγιάς το μόνο διεκδικητικό πολιτικό τραγούδι, που ακούστηκε, ήταν του Βασίλη Μιχαηλίδη, που απαιτούσε την επιστροφή των Ποντίων
στον ιστορικό Πόντο λέγοντας:
Όλια ντο έχτισα οι Τούρκ’ επήραν!
Είχα πατρίδαν και θέλω πατρίδαν..!
Μετά την απελευθέρωση και τη μεγάλη πληγή της μετανάστευσης, που τόσο εύστοχα στιγμάτισε ο Στέλιος Καζαντζίδης, η μεγαλύτερη κρίση είναι αυτή, που ξέσπασε τα τελευταία χρόνια.
Δε θα μπορούσαν να την αφήσουν ασχολίαστη και να παραμείνουν αμέτοχοι οι
πρόσφυγες της τέταρτης γενιάς, που και αυτήν τη φορά καταγγέλλουν τους υπαίτιους;
Οι νέοι πολιτικοί στιχουργοί είναι βέβαιο ότι εκφράζουν στο σύνολό του τον ποντιακό λαό. Ένας από αυτούς είναι και ο συμπατριώτης μας Θεόδωρος Παπαπαυλίδης που έγραψε στο παρελθόν:
Ατοίν, που κυβερνούν εμάς, ψέμαν ‘ς σο ψέμαν λένε,
είνας Θεός εξέρ ατό, το ψέμαν πώς γουρεύνε.
Κι όλον λένε κι όλον λένε, τον λαόν να καντουρεύνε,
κι άλλο σπίξον το ζωνάρ’ ι σ’, ας τ’ επέμνανε να κλέβ’νε.
Όλια ατά, ντ’ εποίκανε, κι ατά, ντο θα εφτάνε,
ας ση λαού το δίκαιον, κάποτε θα περάν’νε
Ο σκοπός όμως της ποντιακής σάτιρας δεν ήταν να θίξει αλλά να διορθώσει και να επαναφέρει το ορθό και το δίκαιο. Είναι η εσωτερική ανάγκη περί δικαίου και βρίσκει διέξοδο μέσα από το τραγούδι. Η πολιτική αιχμηρότητα της ποντιακής γλώσσας γίνεται κάθε φορά το πολιτικό αντίβαρο στη βία και την αυθαιρεσία κάθε εξουσίας
Σε κάθε εποχή και κάθε τόπο.