Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-μνημονίου γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση και σε δύο φάσεις.
Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, τον οποίο είχε προσυπογράψει ο κ. Τσίπρας, η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο του 2016. Όλα δείχνουν ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει τον Ιούνιο του 2017, λίγο πριν εξαντληθούν τα χρονικά περιθώρια για την καταβολή της πολυσυζητημένης δόσης, η οποία θα επιτρέψει στο ελληνικό Δημόσιο να εκπληρώσει τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις 7 δισ. ευρώ, τον Ιούλιο.
Ναι σε όλα
Σε πρώτη φάση η κυβέρνηση Τσίπρα δέχτηκε με το παραπάνω όσα συνήθιζε να απορρίπτει, αφού εγκατέλειψε όλες τις κόκκινες γραμμές που η ίδια πρόβαλε. Η περίπτωση του υπουργού Οικονομικών κ. Τσακαλώτου, ο οποίος δήλωνε ότι θα υπέβαλε την παραίτησή του σε περίπτωση που το αφορολόγητο όριο έπεφτε κάτω από τις 9.000 ευρώ και τώρα δηλώνει ικανοποιημένος με τις επιδόσεις του παρά το γεγονός ότι το αφορολόγητο όριο θα μειωθεί δραστικά στα 5.600 ευρώ για το ετήσιο εισόδημα, αναδεικνύει την έλλειψη ήθους και την έλλειψη αποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δέχτηκε περισσότερα απ’ όσα της είχαν ζητηθεί στο ξεκίνημα των συνεννοήσεων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης αλλά τα στελέχη της δηλώνουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ικανοποιημένα γιατί δεν ενδιαφέρονται τόσο για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες των επιλογών τους όσο για τη διαχείριση του πολιτικού χρόνου. Θεωρούν λοιπόν ότι κέρδισαν πολιτικό χρόνο για να ενισχύσουν τις δομές του κομματικού κράτους και πως η αναβολή σημαντικών μέτρων για το 2019 και το 2020 τους εξασφαλίζει περιθώρια πολιτικών ελιγμών.
Από διαπραγματευτική άποψη, χειρότερα δεν γινόταν, με κριτήριο τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της οικονομίας.
Διαπραγματεύονται οι άλλοι
Το εκπληκτικό είναι ότι αφού η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε ακόμη και τα πιο σκληρά μέτρα που είχε προτείνει το ΔΝΤ, απουσιάζει από τις διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ώστε να γίνει βιώσιμο.
Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του είναι απλοί θεατές των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Eurogroup, κυρίως του Βερολίνου, και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό το γεγονός ότι τα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης στηρίζουν με δημόσιες δηλώσεις τους τις θέσεις του ΔΝΤ. Ο διεθνής Οργανισμός ζητεί σημαντική μείωση των τοκοχρεολυτικών υποχρεώσεων της Ελλάδας για δεκαετίες, με το σκεπτικό ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να επιτύχει, σε βάθος χρόνου, ρυθμό ετήσιας ανάπτυξης που θα ξεπερνάει το 1%, γι’ αυτό και το ελληνικό Δημόσιο δεν θα μπορέσει να φανεί συνεπές στις υποχρεώσεις προς τους πιστωτές του.
Η εκτίμηση του ΔΝΤ για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1% κρίνεται απαράδεκτη από τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία θα πάει πολύ καλύτερα σε βάθος χρόνου, και θα έπρεπε να απορρίπτονται από την κυβέρνηση Τσίπρα με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες και αξίζει καλύτερης τύχης.
Όλα αυτά όμως κρίνονται λεπτομέρειες από το Μαξίμου, το οποίο διαχειρίζεται την οικονομία με μικροπολιτικά και κομματικά κριτήρια, φορτώνοντας τον ελληνικό λαό με ολοένα μεγαλύτερες υποχρεώσεις και προσυπογράφοντας τις ιδιαίτερα αρνητικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Γιώργος Κύρτσος
Ευρωβουλευτής ΝΔ