Η ταυτοποίηση , καταγραφή και περιγραφή των χορών μας μετά την εγκατάστασή μας στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά από τον Δημήτρη Κουτσογιανόπουλο, που για σαράντα πέντε χρόνια ασχολήθηκε ενδελεχώς με τους ποντιακούς χορούς, αφού ήρθε σε επαφή με τους χοροδιδασκάλους και χορευτές της πρώτης γενιάς πηγαίνοντας σε όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Το 1966 δημοσίευσε τη λαογραφική του έρευνα και καταγραφή στο έγκυρο ποντιακό περιοδικό ΄΄Αρχείο του Πόντου.΄΄
Στη μελέτη του αυτή μας καταγράφει με σαφήνεια δεκαοχτώ (18) ποντιακούς χορούς, στους οποίους μάλιστα περιλαμβάνει τρεις χορούς από τον Καύκασο και δύο ευρωπαϊκούς . Ουσιαστικά δηλαδή μας καταγράφει 14 ποντιακούς χορούς λέγοντας, ότι όσο και να έψαξα δε βρήκα ούτε έναν περισσότερο.
Μας καταγράφει λοιπόν ο Κουτσογιανόπουλος τα εξής:
΄΄ Το υλικόν των ποντιακών τραγουδιών και χορών το άντλησα από την πρώτην προσφυγικήν γενιά των ποντίων χορευτών και τραγουδιστών.
΄΄Τίποτε το ξένον δεν προσετέθη εις αυτούς , αλλά και τίποτε δεν αφηρέθη.
Εχορογραφήθησαν οι χοροί αυτοί ,που εχορεύοντο εις τον Πόντον,
και είναι 18 (δεκαοχτώ) τον αριθμόν οι:
- Χορός μονός ( Μονόν τικ’) 2.Τριγόνας, 3.Κοτσαγγέλ’, 4.Μητερίτσα,
- Τρομαχτόν , 6.Ομάλ’ Κάρς, 7. Κότσαρι, 8. Μόντσονος, 9. Χαιρεαννίτσα, 10. Κότσ’
- Μηλίτσα, δίσημος με τραγούδι, 12. Λατσίνας τρίσημος άνευ τραγουδιού,
- Πατούλας εις ρυθμόν εννεάσημον με τραγουδι,14. Ομάλ’ Τραπεζούντος, εννεάσημον με τραγούδι,15. Ομάλ’ Νικοπόλεως, εννεάσημον άνευ τραγουδιού, 16. Εμπροπίσ’ εννεάσημον άνευ τραγουδιού,17. Σέρα χορός, ρυθμός δίσημος άνευ τραγουδιού, 18. Πιτσάκ’ – Ωίν,( τη Μαχαιρί) ρυθμός δίσημος άνευ τραγουδιού.
Εάν από τη λίστα αυτή αφαιρέσουμε τους αρμένικους: κότσαρι ( Κochari)
Λετσίνας( Let’s), Μόντσονος , τους ( ευρωπαϊκούς Λεβαντίνικος) , Μητερίτσα, Μηλίτσα.
οι ποντιακοί χοροί είναι δεκατρείς τον αριθμό.
Τους ίδιους χορούς περιγράφουν ως ποντιακούς και όλοι οι λαογράφοι της πρώτης προσφυγικής γενιάς.
Το ερώτημα, που προκύπτει από την παραπάνω αναφορά είναι ποιοι λόγοι εξωθούν κάποιους να εφευρίσκουν χορούς, που δεν έχουν καμία ιστορική και χορολογική σχέση με τους ποντιακούς.
Προφανώς αυτή η αριθμητική μυθοπλασία των ποντιακών χορών δημιουργεί τεράστιες χοροδιδασκαλικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις, που αδαείς και αφελείς πρόεδροι ποντιακών συλλόγων εντάσσουν καθημερινά στο χορευτικό ρεπερτόριο.
Το μεγάλο ερώτημα, που γεννιέται σε όλους τους Πόντιους της νέας προσφυγικής γενιάς είναι πώς είναι δυνατόν μία μικρή ομάδα ανθρώπων να αναπαράγει ανύπαρκτους , άγνωστους και φαντασιακούς ποντιακούς χορούς και αυτοί να χορεύονται από τα ποντιακά χορευτικά συγγκροτήματα.
Την απάντηση μας την δίνει ο Γάλλος κοινωνιολόγος του χορού Ζακύ Πρινεντί,
που μας αποκαλύπτει, ότι πολλοί από τους δήθεν παραδοσιακούς χορούς δημιουργούνται και κατασκευάζονται στον φαντασιακό κόσμο κάποιων ΄΄ ειδικών του χορού΄΄, που θέλουν μέσα από το χορευτικό γιγαντισμό, που δημιουργούν, να αυτοχρησθούν ως μοναδικοί παράγοντες και ερευνητές του χορευτικού πολιτισμού.΄΄
Δεκάδες νέοι χοροί εντάσσονται με παρόμοιες λογικές και χρόνο με το χρόνο , στη λίστα των ποντιακών χορών, χωρίς να τεκμηριώνεται σοβαρά η ταυτότητά τους.
Το μοναδικό επιχείρημα που επικαλούνται οι παραχαράκτες του ποντιακού χορού , είναι το αφελές ότι χόρευαν οι πόντιοι είναι ποντιακό.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ένας λαός της ξενιτιάς όπως οι πόντιοι χόρευαν όλους τους χορούς του κόσμου. Και σήμερα χορεύουν το κοζανίτικο έντεκα το οποίο βεβαίως δεν είναι ποντιακός χορός.
Η δήθεν ενδελεχής έρευνα στηρίζεται σε μαρτυρίες μεμονωμένων ατόμων, που έχουν καταθέσει τις απόψεις τους σε έναν και μοναδικό ερευνητή.
Είναι τόσο προκλητική η προχειρότητα με την οποία αναπαράγονται νέοι χοροί ώστε ακόμα και ένα σκέρτσο κάποιου χορευτή να αποτελεί γενεσιουργό αίτιο χορού.
π.χ. από μία χορευτική φιγούρα κάποιου Μοσκοφίδη προήλθε ο χορός ΄΄Μοσκώφ΄΄.
Ένας άλλος χαρακτηριστικός παραλογισμός, μοναδικός στη χορευτική βιβλιογραφία, είναι, ότι όλες τις μικρές και άνευ αξίας παραλλαγές, που δεν αλλοίωναν το βηματισμό και τον ρυθμό του χορού, τις ονομάζουν με διαφορετικό όνομα και τις παρουσιάζουν ως ξεχωριστούς χορούς.
Π.χ. το διπλό Τικ είναι ένας χορός, με τον ίδιο ρυθμό, βηματισμό, κράτημα και χορεύεται κοινότυπα από όλους τους Ποντίους. Όταν ο ρυθμός του γίνει γρήγορος, προς το τέλος της χορευτικής διαδικασίας, τότε γίνεται τρομαχτόν Τίκ, ενώ, όταν ο ρυθμός είναι αργός, τότε λέγεται αργόν Τίκ ( γιαβάσικον)
Αυτή η αλλαγή στο χορευτικό ρυθμό χαρακτήριζε και τους αρχαίους χορούς, που πάντα ξεκινούσαν αργά και τελείωναν πιο γρήγορα. Η μορφή και το όνομα του χορού όμως πάντα παρέμεινε το ίδιο. Γι αυτό και όλοι οι πόντιοι λαογράφοι τον ονομάζουν χορό Τίκ χωρίς καμία άλλη αναφορά.
Το Ομάλ, ένας άλλος πανάρχαιος ποντιακός χορός, που χορεύονταν στις κωμωδίες και τραγουδιόταν ως διθύραμβος, είναι και αυτός παμποντιακός χορός, που οι μικρές αλλαγές στον τρόπο εκτέλεσής του δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν έναν άλλο χορό.
Οι διαφορετικές ονομασίες του από περιοχή σε περιοχή ή από χωριό σε χωριό ήταν επιθετικοί και τοπικοί προσδιορισμοί του ίδιου χορού, του Ομάλ’ (ομαλού χορού).
Ο χορός Εμπροπίς ή Κοτσιχτόν Ομάλ’ χορεύονταν κατά κόρον από τους Έλληνες της Σαμψούντας και της Κερασούντας και κατ’ ευφημισμόν ονομάστηκε σαμψουνταίϊκον ή κερασουνταίϊκον Ομάλ. Ο χορός όμως είναι ένας και είναι η συνέχεια του αρχαίου πανελλαδικού Συρτού.
Η πιο ανέντιμη όμως αλλοίωση του χορευτικού μας πολιτισμού είναι η μαζική υποκλοπή εθνικών χορών, που ανήκουν σε ξένες ακόμα και εχθρικές εθνότητες και επειδή χορεύονταν περιστασιακά και από κάποιους Ποντίους γειτονικών χωριών ,τους ενέταξαν στους ποντιακούς, κάτι που αποτελεί μοναδική εξαίρεση στην παγκόσμια χορευτική διαδικασία. Αναφέρω χαρακτηριστικά τους χορούς Τάμζαρα ( εθνικός χορός Αρμενίων) και Χαλάϊ ( εθνικός χορός των Τουρκμάνων του Αζερμπαϊτσάν)
Οι μοναδικοί ξένοι χοροί, που εντάχθηκαν ως μη ποντιακοί στο χορευτικό μας ρεπερτόριο, ήταν οι χοροί που χόρεψαν οι Πόντιοι του Καυκάσου κατά κόρον μεταφέροντάς τους στην Τραπεζούντα και από εκεί στα διάφορα μέρη της διασποράς τους.
Τους παραπάνω χορούς όμως, όταν τους χόρευαν τα συγκροτήματα, τους ορίζανε ως χορούς του Καυκάσου ( Κάρς) και όχι ως ποντιακούς.
Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο γιγαντώθηκαν οι ποντιακοί χοροί ,θα πρέπει να αφουγκραστούμε τον πολυγραφότατο πόντιο λαογράφο από την Κορόνιξα της Αργυρούπολης του Πόντου Ανανία Νικολαϊδη, που μας επεξηγεί με ποιο τρόπο γεννιούνταν οι ανύπαρκτοι χοροί στον Πόντο, γράφοντας τα εξής για τον χορευτικό ανταγωνισμό δύο γνωστών χωριών :
Οι Κρωμέτ’ και οι Σαντέτ’ άλλο δουλείαν ‘κ’ είχαν ‘ς σην πατρίδαν και κάθαν ημέραν ενούνιζαν ντο χορόν θα εβγάλ’νε, για ν’ απιδεβαίν’νε ο είνας τον άλλον ΄΄
Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οι δεκατρείς ποντιακοί χοροί και ρυθμοί
έγιναν 186 στις μέρες μας.