Ο μέγας Βασίλειος γεννήθηκε περί το 329-330, σε ένα ιστορικό και θρησκευτικό μεταίχμιο. Ήδη η Εκκλησία είχε διέλθει μέσα από περιόδους άγριων ρωμαϊκών και όχι μόνο διωγμών. Ο ίδιος ο Βασίλειος έζησε προσωπικά την εσωτερική διάσπαση της Εκκλησίας από αρειανούς και πνευματομάχους πάλαι ποτέ υπερμάχους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας του 325. Ο πατέρας του, Βασίλειος, επίσης, ήταν από την Νεοκαισάρεια του Πόντου, ενώ η μητέρα του Εμμελεία κατάγονταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Βασίλειος είχε τρία αδέρφια, από τα οποία ο Γρηγόριος και ο Πέτρος χειροτονήθηκαν αργότερα επίσκοποι, ενώ ο Ναυκράτιος ακολούθησε την μοναχική οδό. Από τις πέντε αδελφές του, η νεώτερη αγία Μακρίνα εκάρη μοναχή.
Ήρθε για σπουδές στην Αθήνα μετά τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο Θεολόγο, σε νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών, όπου σπούδασε φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία, ενώ παρακολούθησε μαθήματα Ιατρικής. Ωστόσο είχε και πριν φοιτήσει σε ονομαστές σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας και της Κωνσταντινουπόλεως. Στην σχολή του έγινε αμέσως αντιληπτό το πνευματικό του ανάστημα. Μάλιστα κατά την αποφοίτησή του το 356, δέχθηκε πρόταση για να συνεχίσει ως διδάσκων, την οποία αρνήθηκε, όντας ακόμα μη βαπτισμένος χριστιανός. Επιστρέφοντας εργάστηκε για λίγο και μάλιστα με επιτυχία ως ρητοροδιδάσκαλος, ωστόσο δεν έπαψε να αναζητά με ζήλο τον μοναχικό βίο. Ο Βασίλειος, αφού γνώρισε από κοντά τις διάφορες μορφές του μοναχισμού ταξιδεύοντας περί το 357, στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, διαμόρφωσε και εφάρμοσε την δική του πρόταση για τον κοινοβιακό μοναχισμό, ιδρύοντας το 360 την πρώτη του Μονή, κοντά στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Κατά περιόδους ασκήτευσε μόνος του αλλά και μαζί με τον καρδιακό φίλο Γρηγόριο, είτε παρά την Τιβερινή, είτε κοντά στον Ίρι ποταμό του Πόντου. Αφού χειροτονήθηκε διάκονος, έλαβε μέρος ως παρατηρητής στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 360.
Χειροτονήθηκε επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας το 370, όχι πάντως χωρίς αντιρρήσεις από διάφορες μερίδες αιρετικών. Μνημειώδης υπήρξε η απάντησή του στις απειλές βασανιστηρίων και δήμευσης του απεσταλμένου του φιλοαρειανού αυτοκράτορα Ουάλη υπάρχου Μοδέστου. Ο αυτοκράτωρ αντί να τον εξορίσει, αντιλαμβανόμενος το ήθος του, του χορήγησε και χρήματα για το φιλανθρωπικό του έργο. Τεράστια υπήρξε η συμβολή του στον αντιαιρετικό αγώνα, την οργάνωση του μοναχισμού, την θεολογία και την έμφαση στην φιλολογική έννοια των διαφόρων θεολογικών όρων. Ανάλογη ήταν η συνεισφορά του στην λειτουργική. Εξαίρετο ήταν το φιλανθρωπικό του έργο, με κορυφαίο ίδρυμα την Βασιλειάδα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκοιμήθη σε ηλικία 49 περίπου ετών από νεφρική ανεπάρκεια στα τέλη του 378, με την πάνδημη εξόδιο ακολουθία του να λαμβάνει χώρα στις 1 Ιανουαρίου του 379.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, είδε το πρώτο φως της ζωής κάπου στο 328. Οι γονείς του Γρηγόριος και Νόννα ήταν πρώην εθνικοί στο θρήσκευμα, με τον πατέρα του να βαπτίζεται το 325 και να χειροτονείται αργότερα επίσκοπος Ναζιανζού. Ο Γρηγόριος είχε μια αδελφή την Γοργονία και ένα αδερφό τον Καισάριο. Και ο Γρηγόριος, πριν σπουδάσει στην νεοπλατωνική σχολή της Αθήνας, είχε κάνει και άλλες σπουδές, σε πόλεις όπως η Καισάρεια της Καππαδοκίας, η Καισάρεια της Παλαιστίνης και η Αλεξάνδρεια. Υπήρξε έξοχος ρήτορας ενώ σε αντίθεση με τον Βασίλειο δέχθηκε για μικρό χρονικό να διδάξει στην Αθήνα την οποία ως πόλη αγάπησε. Εγκαταστάθηκε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Ναζιανζό, όπου εργάσθηκε ως ρήτορας αλλά και βαπτίστηκε πριν το 360.
Έγινε ιερέας την περίοδο των διωγμών του Ιουλιανού. Συνέβαλε αποφασιστικά στον αγώνα κατά του αρειανισμού στην Ναζιανζό, ενώ τόνισε ιδιαίτερα την σημασία της μετοχής στα χρηστά της ελληνικής παιδείας. Εξαναγκάσθηκε το 372 να χειροτονηθεί επίσκοπος Σασίμων, μα δεν ανέλαβε ποτέ τα καθήκοντά του. Μετά το 374 και έως το 378, μόναζε στην Μονή Αγίας Θέκλης στη Σελεύκεια Τραχεία. Από εκεί μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναδείχθηκε η κύρια μορφή στον αγώνα κατά του αρειανισμού, ο οποίος κορυφώθηκε το 379 με επίκεντρο τον ευκτήριο οίκο της «Αναστασίας», τον μόνο ναό των Ορθοδόξων. Το 381 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, αλλά μέσα σε ελάχιστο χρόνο παραιτήθηκε καθώς συλλειτουργοί επικαλέσθηκαν πως ήταν επίσκοπος Σασίμων. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε στην Αριανζό, ενώ στο τριετές μνημόσυνο του Μεγάλου Βασιλείου το 382, εκφώνησε τον ιστορικό και αριστουργηματικό «Επιτάφιο» του.
Η συμβολή του στα θεολογικά γράμματα και την δογματική της Εκκλησίας είναι τεράστια. Αν και δεν επιχείρησε ποτέ να γράψει συστηματική θεολογία, με την μεγάλη φιλοσοφική του γνώση, τον πρακτικό του χαρακτήρα, την όχι απόλυτη εμμονή στους όρους αλλά την ουσία τους, συνέβαλε στην διαμόρφωση της χριστιανικής τριαδολογίας, χριστολογίας και πνευματολογίας, όσο κανείς άλλος πατέρας. Δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τον πολύ και δημόσιο λόγο για τα δόγματα της Εκκλησίας, αντίθετα από την σιωπή ως ήθος, αλλά και ως μέθοδος ερμηνευτικής προσέγγισης και χριστιανικής βιωτής. Εκοιμήθη το 391 ή 393.
Ο εξ Αντιοχείας της Συρίας και ευγενής στην καταγωγή Ιωάννης Χρυσόστομος, γεννήθηκε περί το 350 ή κατ΄ άλλους το 354 το οποίο μάλλον είναι ορθότερο. Πατέρας του ήταν ο αξιωματικός Σεκούνδος, ενώ μητέρα του η Ανθούσα, η οποία πολύ νωρίς αναγκάστηκε λόγω χηρείας να μεγαλώσει τον Ιωάννη και την αδερφή του. Υπήρξε πιθανότατα μαθητής ρητορικής του εθνικού Λιβανίου και φιλοσοφικής του Ανδραγαθίου. Βαπτίσθηκε το 372, ενώ χειροτονήθηκε διαδοχικά διάκονος το 381, πρεσβύτερος το 386 και αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως στις 15 Δεκέμβριου του 397.
Διακρίθηκε στο φιλανθρωπικό έργο ιδρύοντας πολλά σχετικά ιδρύματα, ενώ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ιεραποστολική. Πολεμήθηκε σφόδρα από τον Θεόφιλο αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Ήρθε συχνά σε σύγκρουση με πολιτικούς ηγέτες της εποχής, όπως τον πρωθυπουργό Ευτρόπιο, ο οποίος είχε καταργήσει το δικαίωμα του ασύλου, αλλά όταν βρέθηκε ο ίδιος σε δύσκολη θέση το επικαλέσθηκε. Μνημειώδης υπήρξε η διαμάχη του με την πανίσχυρη Ευδοξία, σύζυγο του αυτοκράτορα Αρκαδίου.
Το 403 αρνούμενος να παρευρεθεί στην λεγόμενη «Επι Δρύν» Σύνοδο και με τις ενέργειες του Θεοφίλου Αλεξανδρείας, καθαιρέθηκε και εξορίσθηκε. Όμως αυτή η πρώτη εξορία γρήγορα ανακλήθηκε. Με αφορμή την ανύψωση αργυρού αδριάντα της Ευδοξίας, καθαιρέθηκε και πάλι και οδηγήθηκε στην εξορία για δεύτερη φορά. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Πόλη και συνελήφθη παραμονές του Πάσχα του 404. Αρχικός προορισμός η Νίκαια, και τελικός η Κουκουσός της Αρμενίας, ένα ταξίδι συνολικά τριών μηνών! Παρέμεινε εξόριστος περίπου 3 χρόνια. Τελικά οδηγήθηκε στα Κόμανα του Πόντου, όπου και εξόριστος εκοιμήθη στις 14 Σεπτεμβρίου του 407, λέγοντας «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Το Τίμιο λείψανο του ανακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 428. Ονομάσθηκε «Χρυσόστομος» (όπως παλαιότερα ο εθνικός Δίων), εξαιτίας της ρητορικής και θεολογικής του δεινότητας. Άφησε πίσω του τεράστιο συγγραφικό έργο, όπως τεράστια ήταν η συμβολή του στην ερμηνευτική σε όλα σχεδόν τα βιβλία της Αγίας Γραφής, την λειτουργική, αλλά και πολλούς άλλους τομείς.
Η τιμή των Τριών Ιεραρχών σε όλο τον χριστιανικό κόσμο υπήρξε μνημειώδης, ενώ κάποια στιγμή στην Ανατολή γνώρισε φαινόμενα οπαδισμού. Τελικά πέρα από την ατομική τους μνήμη, στο εορτολόγιο της Εκκλησίας με πρωτοβουλία του Ιωάννη Μαυρόποδα καθιερώθηκε μετά το 1050 και κοινός εορτασμός, ο οποίος έως σήμερα τιμάται στις 30 Ιανουαρίου.