Το Ορθόδοξο εορτολόγιο ως προς την Θεοτόκο στον αρχέγονο χριστιανισμό, αλλά και έως τον 4ο αιώνα, δεν διέθετε κάποια ειδική εορτή. Από την τέχνη αντιλαμβανόμαστε, πως το πρόσωπο της Θεοτόκου κυρίως σχετίζονταν με το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Στην εικονογραφία αυτής της περιόδου, η Θεοτόκος κατά κανόνα αναπαρίσταται βασικά σε ένα πρώιμο τύπο της Γεννήσεως του Χριστού, την «Προσκύνηση των Μάγων». Φυσικά όταν μιλάμε για την Γέννηση του Χριστού κατά τον 4ο αιώνα τα πράγματα περιπλέκονται, αφού από περιοχή σε περιοχή και σε διαφορετικές περιόδους, το θείο αυτό γεγονός συνεορτάζονταν με τα Θεοφάνεια. Εορτολογικά και βέβαια τοπικά, τελούνταν κάποιο είδος θεομητορικής εορτής στο μεταίχμιο μεταξύ του 4ου και του 5ου αιώνα, στον κατεξοχήν παλαιστινό τόπο της Θεοτόκου, δηλαδή την Γεσθημανή. Εξαγωνικός θεομητορικός ναός, σε απόσταση 5 χλμ. περίπου από τα Ιεροσόλυμα και η οποία διατηρούσε παράδοση πως υπήρξε «Κάθισμα της Θεοτόκου», δηλαδή ότι πραγματοποίησε μια στάση εκεί, στο πλαίσιο του ταξιδιού από τα Ιεροσόλυμα προς την Βηθλεέμ ανακαλύφθηκε το 1992 («Γ. Λάββας, «The Kathisma of the Holy Virgin: A major new Shrine», Newsletter 2/2001, 93-101). Η εορτή αυτή, η οποία δεν τιμούσε την Κοίμηση της Θεοτόκου, τελούνταν 13-15 Αυγούστου.
Τα εορτολογικά πράγματα ως προς την Θεοτόκο άλλαξαν άρδην με την ανακίνηση του χριστολογικού προβλήματος και την εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 431. Σε αυτήν η μητέρα του Χριστού ανακηρύχθηκε «Θεοτόκος», σε έναν όρο τον οποίο αναμφίβολα χρησιμοποιούσε ο Ιωάννης Χρυσόστομος, διδάσκαλος του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (434-446), πρωταγωνιστού στα γεγονότα της εποχής. Αμέσως μετά την Σύνοδο αυτή εμφανίζεται και μια παράσταση αναφοράς για την χριστιανική τέχνη: η κατεξοχήν δογματική και με εσχατολογικό χαρακτήρα ψηφιδωτή «Προσκύνηση των Μάγων» της S. Maria Maggiore στην Ρώμη (432-440).
Ναός της Θεοτόκου στη Γεσθημανή αναμφίβολα ανοικοδομήθηκε υπό του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457). Σε αυτό το προσκύνημα φαίνεται πως αρχικά υπήρχε μια εορτή ανάλογη του «Καθίσματος», αλλά πολύ γρήγορα, από το 460, τιμώνταν η Κοίμηση της Θεοτόκου. Ωστόσο στην S. Maria Maggiore, όπως και σε μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, είχαν ήδη οικοδομηθεί θεομητορικοί ναοί.
Για τα της κοιμήσεως και ενταφιασμού της Θεοτόκου, παλαιότερη πηγή και στην οποία στο παρόν θα περιοριστούμε, είναι μια απόκρυφη διήγηση, η οποία φέρεται ψευδεπίγραφα στο όνομα του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Σύμφωνα με αυτήν η Θεοτόκος ζούσε τις τελευταίες ημέρες της στην Βηθλεέμ, όπου με θαυματουργικό τρόπο την επισκέφτηκαν απόστολοι εκ περάτων. Για λόγους ασφαλείας μεταφέρθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου επήλθε η κοίμησή της. Η ταφή, όμως, αποφασίσθηκε να γίνει σε ένα καινούργιο ταφικό μνημείο στην Γεσθημανή. Για τρεις ημέρες μετά την εκφορά και τον ενταφιασμό της εκεί, ο χώρος ανέδυε μύρο, ενώ ακούγονταν αγγελικοί ύμνοι, χωρίς να μπορούν να γίνουν ορατοί οι ίδιοι οι Άγγελοι. Μετά από τις τρεις ημέρες έπαυσαν οι ύμνοι και αυτό σήμανε την μετάθεση – μετάσταση όχι μόνο της ψυχής, αλλά και του σώματος της στον παράδεισο. Με την διαπίστωση της μετάστασης συνέβη το θαυμαστό του να αντικρύσουν οι μεταβάντες στο ταφικό μνημείο, μεταξύ αυτών και οι απόστολοι φυσικά, ιερές μορφές όπως την μητέρα του Ιωάννου Προδρόμου Ελισάβετ, την προμήτωρα Άννα, και τους Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και Δαυίδ, σε ένα τόπο πλήρους ιερού φωτός και ευωδίας.
Το γεγονός αποτυπώθηκε και στην χριστιανική τέχνη. Έτσι π.χ. στο τοιχογραφικό σύνολο της Ι. Μ. Gracanica στη Σερβία, περί το 1314 εντάχθηκε και η παράσταση της Μεταστάσεως. Άγγελοι αίρουν όχι την ψυχή όπως στην κοίμηση αλλά την ίδια την Θεοτόκο καθήμενη μέσα σε σφαίρα. Χαμηλότερα οι απόστολοι έχουν αφαιρέσει το κάλυμμα της νεκρικής και άδειας πλέον σαρκοφάγου. Μέσα στους αποστόλους παρίσταται και ο απόστολος Παύλος, σε μια κοίμηση ως ιστορικό γεγονός τοποθετείται περί το 44 μ.Χ. Αντίθετα στον Ι. Ν. Ιωακείμ και Άννης της Ι. Μ. Studenica, περίπου την ίδια περίοδο με την τοιχογραφία της Gracanica, το θέμα αναπτύχθηκε λίγο διαφορετικά: η διαπίστωση της μεταστάσεως της Θεοτόκου, γίνεται με παρούσες και μια σειρά από γυναικείες μορφές. Παράλληλα έχει απεικονισθεί η σκηνή κατά την οποία Άγγελος αίρει το κάλυμμα της σαρκοφάγου, για να ληφθεί το σώμα της Θεοτόκου.
Του Κόττη Κωνσταντίνου θεολόγου