konstantinosoa@yahoo.gr
Μέσα στο 2019 κυκλοφόρησε μεταξύ των τόσων διαξιφισμών για το πως πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών, το πολύ χρήσιμο βιβλίο του θεολόγου Α. Χ. Αργυρόπουλου «Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rock ‘n Roll ιστορίες». Το βιβλίο αποτελεί ένα απόσταγμα της όλης διδακτικής εμπειρίας του δόκιμου θεολόγου και χριστιανοδημοκράτη συναδέλφου. Πρακτικά αποτελεί ένα εγχειρίδιο / manual, το οποίο κάθε θεολόγος ο οποίος διδάσκει στο σχολείο θρησκευτικά, καλό είναι να συμβουλευθεί.
Το βιβλίο πέρα από τον πρόλογό του, αναπτύσσει σε 14 κεφάλαια, ιστορίες και αποστάγματα από την διδακτική του συγγραφέα, πάνω στο μάθημα των Θρησκευτικών, μεστά από αυτοβιογραφικά στοιχεία, υπαρξιακά ζητήματα, προκύπτοντα προβλήματα και ερωτήματα τα οποία δεν έχουν πάντα απαντήσεις. Ο Μάξιμος ομολογητής λέει πως ο Θεός δεν δημιουργεί λόγους οι οποίοι διαμορφώνουν την πίστη και ο συγγραφέας μιλά για την βαθειά βιωματική πίστη του ως συνάντηση στο πλαίσιο του Δημοτικού. Ομολογεί την έφεσή του στο ν΄ακούει τους μαθητές του και άρα απομακρυνόμενος από το μοντέλο της διάλεξης, όταν οι Παροιμίαι Σολομώντος διδάσκουν πως «ώνδε γαρ ακούσας σοφός σοφώτερος έσται» (1:5). Θυμάμαι πως αν η δική του συνάντηση πίστης είχε να κάνει με την εικόνα ενός εσταυρωμένου, εγώ παρότι σήμερα αφοσιώθηκα στην μελέτη της αρχαίας και βυζαντινής τέχνης, η πρώτη μου άσχημη εκκλησιαστική εικόνα, ήταν οι τοιχογραφίες της εποχής του 80΄. Έτσι η πρώτη μου εντύπωση για την βυζαντινή τέχνη ήταν αρνητική. Η Αγία Τριάς του A. Rubleev και κάποιες φορητές του Τζώρτζη, άλλαξαν για αργότερα για πρώτη φορά την σχετική μου καχυποψία. Από τότε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι και στις μουσικές επιλογές μου. Τότε άκουγα πολύ έντεχνο, με τραβούσε η μουσική του Γ. Μαρκόπουλου, του Μ. Λοΐζου, του Α. Βαρδή και των Αφων Κατσιμίχα και ας μην ήξερα πολλά ιδεολογικά, ενώ από ξένα πολύ Scorpions. Τους αγαπημένους Rolling Stones και Led Zeppelin του Ανδρέα, τους άκουσα πολύ αργότερα παρότι το brand name τους μου ήταν πολύ γνωστό. Ο συγγραφέας τονίζει πολύ το στοιχείο της ελευθερίας στο θεολογικό διάλογο και έχει δίκιο. Ωστόσο κατά την δεκαετία του ΄80 όπου θήτευσα σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και λίγο από το Λύκειο, θυμάμαι διχασμένες κοινωνίες, περιχαρακωμένες κατά πως τους είχαν δασκαλέψει οι γονείς τους. Το εμφύλιο στίγμα ήταν ακόμα πολύ νωπό: πράσινα και μπλε καφενεία, εκκλησιαστικά περιβάλλοντα κυρίαρχα από προτεσταντικά επηρεασμένες αδελφότητες στο πνεύμα της εργασίας η οποία απελευθερώνει ως ιερό καθήκον. Χριστοπαναγίες για καλημέρα στο δρόμο από αδιάφορους θρησκευτικά, ένα έντονο πατριωτικό φρόνημα, το οποίο άλλοτε ήταν αληθινό, άλλες φορές υπέκρυπτε φιλομοναρχικά ή φιλοχουντικά αισθήματα. Η δικτατορία ήταν ακόμα πιο νωπή από τον εμφύλιο και η Ιερά Σύνοδος χωρισμένη λόγω Ιερωνύμου για δεκαετίες.
Από τις πρώτες διαπιστώσεις της διδασκαλίας, είναι το συχνό φαινόμενο της ανάγκης του καθηγητή να βγει η ρημάδα η διδακτική ώρα με copy-paste ατάκες και απαντήσεις, αλλά και της διάθεσης των παιδιών να βγει χαλαρά η ρημάδα η ώρα των μη φροντιστηριακών μαθημάτων, ιδίως αν το θρησκευτικό στοιχείο σε αυτήν την ηλικία τους αφορά ή όχι. Τώρα που το σκέφτομαι, τα Θρησκευτικά και η Ιστορία, βασικά μαθήματα ανθρωπογνωσίας και πατριδογνωσίας, είναι τα πλέον δεκτικά για να διδαχθούν στρατευμένα αφηγήματα. Και πάλι δίκιο έχει ο Ανδρέας όταν μιλά για μάθημα με διάλογο, το οποίο μεταξύ άλλων απαιτεί παιδεία διαλόγου, πολυεπίπεδη μόρφωση, διάκριση, αγάπη και ταπείνωση. Εγώ θα προσθέσω, πως ο διδάσκων δεν πρέπει, όσο και αν είναι θελκτικό, να παρασυρθεί στο να γίνει ένα με τους μαθητές του, αλλά και να μην σταματήσει να τους φέρεται σαν πατέρας-μητέρα και ενίοτε φίλος-φίλη. Αλλά αυτό περιλαμβάνεται ούτως ή άλλως στην διάκριση.
Ο Α. Αργυρόπουλος ρωτά αν γνωρίζουμε τους νέους της εκάστοτε εποχής. Ένας εκπαιδευτικός με μια πολυετή σταδιοδρομία, θα γνωρίσει νέους πολλών εποχών και τις ιστορικές μεταλλαγές τους. Άρα θα πρέπει να επικαιροποιείται. Αυτό φοβίζει, όπως φοβίζει και ο διάλογος τους έχοντες την όποια εξουσία, όπως πολύ σωστά παρατηρεί. Μας αρέσει ο διάλογος όταν είμαστε «υπό» ή «ίσοι», αλλά όταν υψωνόμαστε, ακούμε τους συμβουλάτορες να μας λένε, «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει», «δεν διαπραγματεύεσαι την εξουσία σου, απλά την ασκείς». Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ελλοχεύει στον εφησυχασμό του ν΄ αγναντεύεις από ψηλά, το οποίο κάνει το πέσιμο πιο επώδυνο.
Ασφαλώς για να προσεγγίσεις ένα γεγονός και να πετύχεις ένα διδακτικό αποτέλεσμα, μια θετική εκροή, πρέπει να γνωρίσεις τον άλλο και εν προκειμένω τους πολλούς άλλους που θα συναντήσεις στην σχολική αίθουσα ως μαθητές και ως κριτές σου. Κάποτε με ρώτησε ένας γνωστός αρχαιολόγος για έναν ορφικό μύθο του Παγγαίου, γεμάτος απαξίωση για τους μύθους, «καλά πιστεύεις στους μύθους και ασχολείσαι μαζί τους;». Του απάντησα «Γι΄αυτό πολλοί από εσάς έχετε πρόβλημα στην ερμηνεία, γιατί για να ερμηνεύσεις ένα έργο, πρέπει να εντρυφήσεις στα πιστεύω του εκάστοτε δημιουργού, ανεξάρτητα αν εσύ τα αποδέχεσαι. Ο P.-P. Pazolini όντας άθεος, για να γυρίσει το αριστούργημα του για τα Πάθη του Χριστού, «φόρεσε τα γυαλιά» του ευαγγελιστή Ματθαίου.
Οι μαθητές όποιο και αν είναι το υπόβαθρό τους, ποτέ δεν ξέρουμε αν ήρθε η ώρα να τα καλέσει στην πίστη ο Θεός. Έτσι ποτέ δεν ξέρουμε αν και πότε έχουν ή δεν έχουν τον Θεό τους. Και πάντα αποτελεί πρόβλημα το πώς θα διδάξεις το μάθημα των Θρησκευτικών. Γιατί πρέπει να διδάξεις όχι κατηχητικά, όπως κάθε ευρύτερη ομολογιακή και θρησκευτική κοινότητα θέλει, αλλά στο εκάστοτε συνταγματικό πλαίσιο και υπηρετώντας μία θεώρηση, για την οποία πιστεύεις ή δεν πιστεύεις, οφείλεις να γνωρίζεις βασικά στοιχεία του άλλου. Ακόμα και εμείς οι ορθόδοξοι οι οποίοι συνυφάναμε τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας με τον πολιτισμό της εικόνας, ποτέ δεν πρέπει να δικαιώνουμε κάποιον ο οποίος λ.χ. δημοσιεύει πορτραίτα του Μωάμεθ, σεβόμενοι το ότι η ισλαμική κουλτούρα είναι αυστηρά ανεικονική. Γίνονται σφάλματα όταν από την λογική των δικαιωμάτων, λείπει η διάκριση προς τον άλλο.
Όταν τελείωσα την θεολογική, είχαμε εμβληματικούς καθηγητές, αλλά θεολογία μαθαίναμε με στεγανά. Η γνώση της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής θεολογίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, λίγο περισσότερα και διεκπεραιωτικά μαθαίναμε για το Ισλάμ. Σήμερα συγκριτικά έγιναν πολλά θετικά ανοίγματα, αλλά σε κάποια σημεία κάποιος ξέχασε να κλείσει την πόρτα και μπάζει. Αυτό αντανακλά και στους καθηγητές, των οποίων η κλάση του ΄80 και του ΄90 απέχει σχεδόν χαοτικά από την θεολογική επικαιρότητα του 2000 και μετά. Αλλά και αυτό είναι αναπόφευκτο, είτε λόγω παγκοσμιοποίησης, είτε γιατί ο εμπολιτισμός κινούμενος υπό το πρίσμα της ενανθρώπισης, προσλαμβάνει μαζί και αρκετά πολιτιστικά δεδομένα των ανθρώπων τους οποίους προσεγγίζει ή και μυεί. Και αν και η ουσία του χριστιανισμού δεν μεταβάλλεται, συχνά μεταβάλλεται το προσωπείο με το οποίο τον μεταμορφώνουμε θεολογώντας ατομικά. Σε τέτοιες συνθήκες συναντάται σήμερα ο θεολόγος με τον μαθητή στη σχολική τάξη. Και το βιβλίο του Α. Αργυρόπουλου «Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rock ‘n Roll ιστορίες» καθίσταται πολύτιμος σύμβουλος, πάντα εμφορούμενο από πνεύμα ελευθερίας και Rock πολύ Rock. Ένας βράχος λοιπόν η θεολογία, τον οποίο πρέπει ν΄ ανέβεις άλλοτε σαν Γολγοθάς και άλλοτε για να δροσιστείς με μια βουτιά στην θάλασσα.