Είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, η κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς των τριών πραγματικών μελών της Ιεράς Μονής της Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου, ως ηγουμενοσυμβούλιο, προς τον οικείο τους επίσκοπο π. Θεόκλητο, μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας. Κίνηση για την οποία αντέδρασε, ήδη, δημόσια και λογικά ως προς αυτό, ο πρώην ηγούμενος της Μονής Αγ. Γρηγορίου Παλαμά π. Παΐσιος Παπαδόπουλος και πρώτος προχωρήσας σε διακοπή του λειτουργικού μνημοσύνου. Δεν ξέρω αν τελικά θα επιμείνουν έως τέλους σε αυτή την νομική οδό, είναι, όμως, μια καλή ευκαιρία, να πούμε για το θέμα αυτό.
Στεναχωριέμαι, πραγματικά, γιατί διάφοροι έχοντας ενστάσεις στην διαχριστιανική πολιτική την οποία ασκούν οι περισσότερες αυτοκέφαλες Εκκλησίες και όχι μόνο το Πατριαρχείο, προβαίνουν σε σωρεία λανθασμένων χειρισμών. Συγκρούονται, αναμφίβολα, με λάθος ανθρώπους, επικαλούμενοι, λανθασμένα, το Κανονικό Δίκαιο, πράττοντας ενάντια στη θεολογική λογική.
Λέει ο ίδιος ο Χριστός, για την περίπτωση διαμάχης μεταξύ ομόθρησκων (δεν μιλάμε για ζήτημα θεολογικό, του οποίου η επίλυση οφείλει εκ των ων ούκ άνευ να πραγματοποιείται εσωτερικά και θεολογικό ζήτημα έχουμε στην περίπτωσή μας): «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου. Εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή παν βήμα· εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης», (Ματθαίος 18:15-17).
Για να αντιληφθούμε το παραπάνω, πρέπει να κατανοήσουμε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του Χριστού. Ο Χριστός έζησε σε μια Παλαιστίνη της οποίας υπήρχαν τμήματα τα οποία είχαν, ήδη, προσαρτηθεί στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία και άλλα, όπως η Ιουδαία, η οποία δεν ήταν αυτεξούσιο κράτος, αλλά προτεκτοράτο των Ρωμαίων: ο Ιουδαίος βασιλιάς διορίζονταν από την Ρώμη. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το καθεστώς αυτό ως εν μέρει αυτόνομο, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου (Ηρόδοτος, Μούσαι Ιστοριών Α΄, Κλειώ, 96, 1. Βλ. και Ξενοφών, Ελληνικά, Ε΄, 1, 36). Ακόμα, όμως, και σε τέτοιο καθεστώς, εντός της Pax Romana, οι Ιουδαίοι είχαν διεκδικήσει και λάβει ένα καθεστώς υποτέλειας, όπου ο εκπρόσωπός τους ήταν εθνάρχης. Και εθνάρχης, γιατί δυστυχώς γίνεται από ημιμαθείς λάθος χρήση του όρου, σημαίνει χώρα κατακτημένη ή υποτελής, η οποία έχει πολιτικό εκπρόσωπο ως μειονότητα, έναν που, πρώτιστα, φέρει αρχιερατική ιδιότητα. Ο τότε Ιουδαίος εθνάρχης, με πρώτο τον Υρκανό, εκπροσωπούσε πολιτικά τον τόπο του προς την Ρώμη, αλλά ήταν αρχιερέας των Ιουδαίων (Φλάβιος Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΔ΄, 2 194-195. Βλ. και Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη, PG 103 1184A.).
Η εθναρχία ενείχε, ασφαλώς, περιορισμούς, αλλά και δικαιώματα διαχείρισης – επίλυσης εσωτερικών διαφορών («είπεν ουν αυτοίς ο Πιλάτος· λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν. Είπον ουν αυτώ οι Ιουδαίοι· ημίν ουκ έξεστιν αποκτείναι ουδένα», Ιωάννης 18:31). Για τις εσωτερικές διαφορές, λοιπόν, είχαν το Σανχεντρίν, το μεγάλο Συνέδριο όπως αναφέρεται στους Ευαγγελιστές και δίκασε και τον Χριστό. Αν λοιπόν το θέμα ήταν ενδο-ιουδαϊκό και θεολογικό, το συνέδριο μπορούσε να καταγγείλει κάποιον ως αιρετικό στις ρωμαϊκές αρχές και αυτές να προχωρήσουν στην σύλληψή του, σε οποιοδήποτε σημείο της ρωμαϊκής επικράτειας, όπου εντός αυτής υπήρχε ιουδαϊκή διασπορά / tefutzah. Έτσι οι Ρωμαίοι τον συνελάμβαναν και τον παρέδιδαν για να δικαστεί εσωτερικά και όχι στα πολιτικά δικαστήρια της εποχής. Η δυνατότητα αυτή, ήταν που έκανε τους Ισραηλίτες να καταγγέλλουν σε όλο το ρωμαϊκό κόσμο τον απ. Παύλο ως αιρετικό. Δυστυχώς εν έτει 2017, επιλέγουμε αλλιώς.
Επί αποστόλου Παύλου, τα πράγματα, ενδοχριστιανικά πλέον, άλλαξαν ή μάλλον εξελίχθηκαν, στο ίδιο, όμως, πλαίσιο. Με την ίδρυση της Εκκλησίας, εξελέγησαν επίσκοποι. Ανεξάρτητα αν ο βίος και η πολιτεία τους, φανέρωσε αν ήταν καλοί ή κακοί, ορθόδοξοι ή αιρετικοί, έως η ίδια η Εκκλησία να τους καθαιρέσει, ποίμαναν και ποιμαίνουν ως τύπος Χριστού την Εκκλησία. Για τέτοια ζητήματα, η επίλυση τελούνταν εσωτερικά. Αυτής της εσωτερικής αρχέγονης οργάνωσης, υπήρξαν ως εξέλιξη τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και οι επαρχιακές, τοπικές και οικουμενικές Σύνοδοι. Όλα αυτά συγκροτήθηκαν για να κρίνουν ενδοεκκλησιαστικές διενέξεις. Υπήρχαν και τότε χριστιανοί, οι οποίοι είχαν μεταξύ τους διαφορές και ασκούσαν το δικαίωμα να προσφεύγουν σε πολιτικά δικαστήρια. Αυτούς, λοιπόν, επέκρινε ο απ. Παύλος ως εξής: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων; Ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι; και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος, ανάξιοι έστε κριτηρίων ελαχίστων; Ουκ οίδατε ότι αγγέλους κρινούμεν; μήτι γε βιωτικά; Βιωτικά μεν ουν κριτήρια εάν έχητε, τους εξουθενημένους εν τη εκκλησία τούτους καθίζετε. Προς εντροπήν υμίν λέγω. ούτως ουκ ένι εν υμίν σοφός ουδέ εις ος δυνήσεται διακρίναι ανά μέσον του αδελφού αυτού, αλλά αδελφός μετά αδελφού κρίνεται, και τούτο επί απίστων;» (Προς Κορινθίους Α΄, 6:1-6).
Για το ίδιο θέμα, δηλαδή την διαμάχη δύο ιερωμένων μεταξύ τους ή την ενός ιερωμένου, με τον οικείο του επίσκοπο και την προσφυγή σε κοσμικό δικαστήριο, αποφάνθηκε αρνητικά ο Θ΄ / 9ο Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος του 451: «Ει τις κληρικός προς κληρικόν πράγμα έχει, μη εγκαταλιμπανέτω τον οικείον επίσκοπον, και επί κοσμικά δικαστήρια μη κατατρεχέτω, αλλά πρότερον την υπόθεσιν γυμναζέτω παρά τω ιδίω επισκόπω, η γουν, γνώμη αυτού του επισκόπου, παρ’ ους αν αμφότερα τα μέρη βούλωνται, τα της δίκης συγκροτείσθω· ει δε τις παρά ταύτα ποιήσοι, κανονικοίς επιτιμίοις υποκείσθω. Ει δε κληρικός πράγμα έχει προς τον ίδιον, ή και προς έτερον επίσκοπον, παρά τη συνόδω της επαρχίας δικαζέσθω. Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος, ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως (σ.σ.: εκκλησιαστικής), ή τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον (πατριαρχικό), και επ’ αυτώ δικαζέσθω».