Ερασιτεχνικώς, Ενθέως και ουχί Ιδιωτικώς
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
Τις τελευταίες ημέρες γινόμαστε μάρτυρες δύο σημαντικών διεθνών γεγονότων, στα οποία εμπλέκεται η χώρα μας. Μέσα από αυτά δοκιμάζεται η θρησκευτική, πατριωτική και ανθρωπιστική συνείδηση (βάλτε τα με όποια σειρά επιθυμείτε) εκάστου. Το πρώτο γεγονός είναι βέβαια ο παγκόσμιος πανικός από την εμφάνιση του κορωναϊού από την Κίνα και την μετάδοσή του προς την Ευρώπη και εσχάτως στην χώρα μας. Το δεύτερο γεγονός είναι η κρίση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, με αφορμή έναν «υβριδικό προσφυγικό» πόλεμο στα σύνορα του Έβρου και όχι μόνο, τον οποίο έχει εξαπολύσει προς την Ελλάδα η καθεστωτική κυβέρνηση Ερντογάν, πιέζοντας παράλληλα διεθνώς για μεταναστευτικούς παράδες.
Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο. Αναδεικνύει πτυχές του κοσμοπολιτικού μοντέλου, το οποίο διέπει πλέον τις χώρες υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης: Τα σύνορα, είτε αυτά λογίζονται ως τα τυπικά εθνικά, είτε είναι περιορισμένα και «ειδικού τύπου», ας τα ονομάσουμε έτσι, καλή ώρα τα ποιμαντικά όρια μιας τοπικής Εκκλησίας ή ενός ναού, είναι πολύ σχετικά στο σύγχρονο περιβάλλον και την επικρατούσα διεθνώς θεώρηση για το Δίκαιο. Βέβαια η λήψη και εφαρμογή αποφάσεων μπορεί να γίνεται από την εκάστοτε αρχή εντός των ορίων της. Ωστόσο πολλές από αυτές τις αποφάσεις τίθενται εν αμφιβόλω, όταν οι επιδράσεις της απόφασης υπερβαίνουν τα όρια της. Στην πραγματικότητα αποτελεί μια κρίση ανάμεσα στην ελευθερία και τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα οποία ως καθολικά δημιουργούν συχνές διαμάχες και πολέμους και οδηγούν τους ανθρώπους σε κοινωνικά συμβόλαια κατά την θεώρηση του Hobbes (που και αυτή με την σειρά της, ήταν πρόσληψη από την μη αριστοτελική ελληνιστική φιλοσοφία). Κοινώς για το ευρύτερο κοινωνικό καλό και επειδή ο άνθρωπος αδυνατεί να διαχειριστεί την ελευθερία και τα δικαιώματά του, αναγνωρίζουμε μεν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά μπορούμε να τα περιορίζουμε ή μάλλον να τα παραβιάζουμε. Αυτή την όχι αβάσιμη πρακτική, αλλά εν πολλοίς ελιτιστικού χαρακτήρα, την είχε εξαιρετικά περιγράψει ο F. Dostoevsky στο κεφάλαιο «Μέγας Ιεροεξεταστής» των Αδελφών Καραμαζώφ.
Η διαχείριση αρχικά της Κίνας για την αντιμετώπιση του κορωναϊού είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση κατάργησης των δικαιωμάτων και της ελευθερίας του ανθρώπου. Ως κομμουνιστικό καθεστώς η Κίνα, η οποία από το 1949 επέβαλε το μαρξιστικό μοντέλο της κατάργησης της αστικής εξουσίας επί των μέσων παραγωγής, εκ των πραγμάτων λειτουργούσε απαγορευτικά για μια σειρά από στοιχειώδεις ανθρώπινες ελευθερίες. Αφού όμως είναι για το καλό των προλετάριων η εφαρμογή καθεστωτικών πρακτικών, η μέρα έχει 13. Ως τέτοιο καθεστώς η Κίνα πήρε μέτρα αδιανόητα για να περιορίσει τον ιό, μέτρα τα οποία όριζαν λ.χ. το πότε μπορείς να βγει κάποιος πολίτης της έξω και για ποιους λόγους. Όλα φυσικά συνιστούσαν παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ποιος ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα σε καθεστώτα; Σε κάθε περίπτωση είδαμε την εφαρμογή της ιδέας, πως για το κοινωνικό καλό μπορώ να αναστείλω τις ελευθερίες σου.
Ως ιός ο κορωναϊός είναι λιγότερο ισχυρός ή έστω ανάλογος της κοινής γρίπης, η οποία κάθε χρόνο «θερίζει» αλλά τίποτα δεν μας έκανε ποτέ να αναστείλουμε τις δημόσιες λειτουργίες και εκδηλώσεις. Επιζεί όμως ο κορωναϊός περισσότερο από την κοινή γρίπη και αυτό τον κάνει πιο μεταδοτικό. Επιπλέον το γεγονός πως είναι νέος ιός και άρα τα μέσα ίασής του τώρα αναπτύσσονται (μεγάλες δόξες αναμένεται να γνωρίσουν οι φαρμακευτικές εταιρίες), είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή την στιγμή οι (βεβαρυμμένοι ήδη) ασθενείς οι οποίοι καταλήγουν, είναι υπερ-τριπλάσιοι σε σχέση με την κανονική γρίπη. Έτσι μεγάλης πολιτιστικής και οικονομικής σημασίας γεγονότα, όπως το Καρναβάλι της Βενετίας ή της Πάτρας και διεθνή συνέδρια ή αθλητικές εκδηλώσεις αναβλήθηκαν. Ιατρικές μάσκες έχουν απλά εξαφανιστεί και σε πολλές περιπτώσεις χαρτιά υγείας εξαφανίσθηκαν από τα ράφια των καταστημάτων. Ο παραλογισμός, γιατί η δημόσια ζωή δεν μπορεί να σταματά από κανένα ιό, έχει φτάσει στο σημείο εφημερίδες να δίνουν ως προσφορά μάσκες ή …χαρτιά υγείας.
Τελευταία εκφράζονται έντονα απόψεις, για να ανασταλούν θρησκευτικές εκδηλώσεις όπως οι Xαιρετισμοί ή να επιβληθεί ατομικό κουταλάκι μίας χρήσης στην μετάληψη της Θείας Κοινωνίας. Για τους μη θρησκευόμενους είναι παράλογη η δημόσια μετάληψη για λόγους υγιεινής (σημειωτέων πως ο ιερέας υποχρεωτικά καταλύει όλο το υπόλοιπο της Θείας Κοινωνίας στο τέλος). Δεν είναι τόσο απλή η απάντηση της ένστασης αυτής, όσο και αν για τους θρησκευόμενους αποτελεί μια κατάφορη παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της θρησκευτικότητας: η άσκηση της θρησκευτικότητας υπό το πρίσμα ενός ιού, υπερβαίνει τα «σύνορα» του ενοριακού ναού. Το δικαίωμα του ενός τελειώνει, εκεί που αρχίζει το δικαίωμα του άλλου. Επανερχόμαστε και πάλι στην παρατήρηση του Hobbes πως τα δικαιώματα επειδή είναι καθολικά, όταν ασκηθούν ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν μοιραία σύγκρουση. Έτσι σε ένα διάλογο θρησκευομένων και μη, χωρίς αποδεκτή κοινή βάση, απόλυτη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί και εναπόκειται στο κράτος να ασκήσει εξουσία περιορίζοντας ασφαλώς το δικαίωμα του ενός ή του άλλου. Σε επίπεδο όμως χριστιανών οι οποίοι εγείρουν ανάλογες ενστάσεις, η δική μου παρατήρηση είναι η εξής: Προϋπόθεση μετοχής στα χριστιανικά μυστήρια είναι η ορθή ομολογία και η αγάπη. Ως συνειδητά πιστός και βαπτισμένος ο χριστιανός ανήκει και μετέχει στην Εκκλησία. Συνεπώς το να επικαλείται ένας χριστιανός πως δεν πρέπει να κοινωνεί από κοινό ποτήριο, αλλά από κουταλάκια ή ποτηράκια μίας χρήσεως, δεδομένου ότι για τον χριστιανό η Θεία Κοινωνία είναι το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, αποτελεί άρνηση της πίστης του. Αν πάλι δεν πιστεύει, δεν έχει νόημα να κοινωνάει από κοινό ποτήριο ή ατομικό κουταλάκι και είναι έντιμο να σκεφτεί αν πρέπει ή όχι να ανήκει στην χριστιανική Εκκλησία. Η λατρεία δεν είναι εθιμοτυπία και όταν καταλήγει τέτοια, γίνεται μια μηχανική πρακτική. Κάθε κοινωνία στην οποία μετέχει ένας άνθρωπος σε πλαίσιο ελευθερίας, έχει άμεσο νόημα μόνο όταν συνδυάζεται από διαμόρφωση σχετικής συνείδησης.
Τέλος ως προς τον Έβρο, εκεί πάλι αντιμετωπίζουμε μια σύγκρουση δικαιωμάτων. Το κυβερνητικό καθεστώς Ερντογάν έχει δικαίωμα να θέλει να διώξει από πάνω της τον «διάολο» τον οποίο εν μέρει και η ίδια δημιούργησε, όσον αφορά την προσφυγική κρίση. Φυσικά ασκεί άδικους και αθέμιτους τρόπους και χρησιμοποιεί ταλαιπωρημένους ανθρώπους εκβιαστικά. Το ελληνικό κράτος από την μεριά του έχει δικαίωμα να διαφυλάξει και να μην ανοίξει τα σύνορά του. Και ο μετανάστης έχει το δικαίωμα να θέλει να μετακινηθεί ελεύθερα βελτιώνοντας την ζωή του. Ωστόσο αυτός βρίσκεται στην μέση και σε τραγική κατάσταση. Βλέπουμε λοιπόν πως τρία διαφορετικά δικαιώματα, όχι ισοβαρή ασφαλώς, διεκδικούνται νόμιμα και παράνομα, θεμιτά και αθέμιτα, και φυσικά αυτοπεριορίζονται αφού τα όριά τους συμπίπτουν. Σε μεγάλο δίλημμα ωστόσο βρίσκεται και ο Έλληνας. Αν αισθάνεται πατριώτης ή και εθνικιστής, θέτει ως προτεραιότητα την πατρίδα και μπαίνει στον πειρασμό, αν όντως δεν το πράττει ήδη, να θέσει σε δεύτερη μοίρα την θρησκευτική ή ανθρωπιστική του συνείδηση. Αν πάλι προκρίνει την θρησκευτική ή ανθρωπιστική του συνείδηση, αυτό πιθανόν θα γίνει εις βάρος της πατριωτικής και πρακτικά ενάντια σε αυτά τα οποία λογίζει ορθά ή εσφαλμένα ως εθνικά συμφέροντα.
Στον Έβρο όντως εξελίσσεται ένας υβριδικός πόλεμος και το εθνικό και ηθικό καθήκον επιτάσσει την αντιμετώπιση των άθλιων πρακτικών της καθεστωτικής κυβέρνησης του Ερντογάν. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε, πως ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά, υπάρχουν οι προσφεύγοντες άνθρωποι. Οι απαντήσεις σε τέτοια ζητήματα και πρακτικές, στην εποχή της μετανεωτερικότητας δεν μπορούν να είναι κοινά αποδεκτές, πράγμα που στέλνει τελικά το «μπαλάκι» των κρίσιμων αποφάσεων, σε αυτόν ο οποίος έχει την δύναμη να τις εφαρμόσει. Και η χώρα μας δυστυχώς λόγω της οικονομικής κρίσης δεν είναι ακριβώς αυτεξούσια.