Την καταγωγή του κανείς δεν τη διαλέγει, όπως δεν διαλέγει τους γονείς του, το φύλο του, το ύψος του, το χρώμα της επιδερμίδας του. Ένα παιχνίδι της φύσης , ένα μάτσο γονίδια τυχαία βαλμένα και ριγμένα σε κάποια γωνιά της Γης από το μυστήριο του σύμπαντος του ίδιου. Αστρόσκονη κοπανιστή δηλαδή, χους εις χουν και τούμπαλιν.
Η Πατρίδα είναι άλλο πράγμα. Δεν είναι προπατορικό δικαίωμα, είναι το πλήρωμα της τύχης. Δεν βρίσκεται στο αίμα· είναι αυτό που έχεις στο μυαλό σου, η γλώσσα που μιλάς , ο τρόπος που σκέφτεσαι. Είναι η φαιά σκιά των προγόνων σου στον νου σου. Είναι μια σχέση μοναδική, ένας μοναχικός διάλογος με τον χωροχρόνο. Εκεί βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του Πατριωτισμού των δύο κυρίαρχων κολεκτιβιστικών αφηγημάτων, δηλαδή της προγονοπληξίας του Εθνικισμού και του διεκδικητικού βολονταρισμού της Αριστεράς.
Πατριώτης γίνεσαι. Δεν είναι ιστορικό προνόμιο, είναι ένας διαρκής αγώνας για ποιότητα. Με τούτη την έννοια, ο Πατριωτισμός δεν είναι αυταπόδεικτος, φέρει βαριά την ευθύνη της απόδειξης, δεν είναι αυτό που γράφει το διαβατήριο. Ο Πατριωτισμός αγκαλιάζει, είναι συμπεριληπτικός. Δεκτικός και ευπροσάρμοστος, φύσει κοσμοπολίτικος, ενώνει και εμπνέει.
Πηγαίνοντας λίγο πίσω στον χρόνο, εκεί στο 2010 -2011 – τις μέρες των αγανακτισμένων τον πρώτο καιρό της χρεωκοπίας, τις περικοπές και την Τρόικα και τις πλατείες γεμάτες θυμό- αναρωτιέται κανείς , αν δεν είχε επέλθει η χρηματοπιστωτική κρίση και συνεχίζαμε αφειδώς να δανειζόμαστε και δίναμε αυξήσεις αριστερά και δεξιά και συντάξεις ακόμη πιο πρόωρες κι άλλους διορισμούς, θα είχαν γεμίσει ποτέ οι πλατείες με αγανακτισμένους; Θα είχε ξεχειλίσει με τόση οργή η κοινωνία για τον εξωφρενικό δημόσιο δανεισμό; Θα έφερνε ποτέ τον σοσιαλισμό και το τέλος της λιτότητας ο μεσσίας του ΣΥΡΙΖΑ και οι άλλοι παραμυθάδες, με τι; Με φρέσκο χρήμα από τις αγορές τις οποίες ξόρκιζαν;
Στην αποκορύφωση της Κρίσης, όταν ο κόσμος έτρεχε στις τράπεζες να σηκώσει τα λεφτά του για να τα παραχώσει στα στρώματα, τότε φάνηκε το μεγάλο κενό στη συλλογική μας συζήτηση για το παρόν το μέλλον της χώρας. Πατριωτισμός φαίνεται να ήταν συντάξεις από τα 40, εύκολη θητεία, προσπορισμός από το δημόσιο ταμείο, σίγουρος και με καλά λεφτά, εξοχικό και night out στα μπουζούκια. Η σύμφυση, δηλαδή, της ουτοπίας του ευδαιμονικού/καταναλωτικού κρατικοσοσιαλισμού με το δανεικό χρήμα. Τώρα πια, το μέλλον ζοφερό, το κοινό αφήγημα ένα σκοτεινό παραμύθι με μυθικά τέρατα, χαμένους παραδείσους και ο γενναίος πρίγκιπας, βαθρακός κοάζων.
Αυτό το συλλογικό αφήγημα οφείλουμε να αλλάξουμε, να τοποθετήσουμε την έννοια της Πατρίδας στην πραγματική της διάσταση, η οποία δεν είναι υπερβατική, είναι τόσο χειροπιαστή όσο και η καθημερινότητα. Ξεπερνάει ιδεολογίες και δόγματα. Ο Πατριωτισμός δεν καλύπτει κανένα υπαρξιακό κενό, είναι τα αυτονόητα και συνάμα η πεμπτουσία του πολιτισμού:
Πατριωτισμός είναι ανάληψη δράσης και ευθύνης· πίστη στους θεσμούς της Δημοκρατίας· η φροντίδα για το περιβάλλον· ο σεβασμός και η έννοια του διπλανού· είναι ταπεινό καθήκον προς την Ιστορία · να μη ζητάς αλλά να δίνεις· να μη αφήνεις τα σκουπίδια σου έξω από τον κάδο· να θέλεις να υπηρετήσεις στον Στρατό στην πρώτη γραμμή· είναι η επιδίωξη της αριστείας στα γράμματα, στις τέχνες, στις επιχειρήσεις· είναι η κλασσική/ανθρωπιστική παιδεία· να ξέρεις τα όρια της γνώσης σου· είναι οι καλοί τρόποι, γιατί το χαμόγελο κάνει όλα τα πρόσωπα όμορφα· είναι αγώνας να γίνεις καλλίτερος από τους προγόνους σου.
Πατριωτισμός είναι αυτογνωσία· να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέπτη και να μη βλέπεις τον Λεωνίδα ή τον Πλάτωνα αλλά ταπεινά να καμαρώνεις για αυτό που κατάφερες εσύ.
Έτσι μεταφέρει ο Πλάτωνας στον Κρίτων τα λόγια του Σωκράτη για τα αυτονόητα:
“Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσιν”.
«…και παρ΄ανθρώποις τοις νουν έχουσιν». Απ’ αυτούς έχουμε έλλειψη και τέτοιοι πρέπει να γίνουμε για να ξεπεράσουμε αυτήν την δυστοπία.
Ο Δημήτρης Σιόλιος είναι ιστορικός και επιχειρηματίας