Οι παγκόσμιοι οργανισμοί κατατάσσουν την Ελληνική Εκπαίδευση, καλύτερα την παρεχόμενη από το Ελληνικό κράτος εκπαίδευση, σε πολύ χαμηλές θέσεις.
Αντίστοιχοι οργανισμοί αξιολόγησης όλων των Πανεπιστημίων του κόσμου κατατάσσουν τα Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα και Πανεπιστημιακά τμήματα σε αρκετά υψηλές θέσεις, με κάποια Πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας μας να βρίσκονται στα πρώτα εκατό του κόσμου, στο σύνολο των αξιολογούμενων Πανεπιστημίων που μπορούν και ξεπερνούν και τα 2.000 τμήματα.
Τι είναι εκείνο όμως που δημιουργεί αυτή την ανισσοροπία, από την μία η εκπαίδευσή μας συνολικά να βρίσκεται στα τάρταρα και από την άλλη ανώτατα εκπαιδευτικά μας τμήματα να βρίσκονται στην κορυφή της Παγκόσμιας Κατάταξης.
Με πολύ μεγάλη ευκολία θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αιτία του προβλήματος είναι η κρίση και τα κεφάλαια που διατίθενται για την παιδεία. Από την εποχή όμως του 1.1.4 εκεί στην δεκαετία του εξήντα ο Ελληνικός Λαός διεκδικεί κεφάλαια για την παιδεία και η Ελληνική Εκπαίδευση όλο και ‘μαραζώνει’ σε σχέση φυσικά με το τι προσφέρει η εποχή της σύγχρονης τεχνολογίας.
Επί πενήντα χρόνια σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις αυτού του τόπου, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, πειραματίζονται με το εκπαιδευτικό σύστημα της σύγχρονης Ελλάδας.
Οι εκλογικές πλειοψηφίες δημιουργούν κυβερνήσεις που αναθέτουν την εκπαιδευτική στρατηγική αυτού του φωτισμένου τόπου, σε τύπους που πειραματίζονται και μονολογούν για το δικό τους όραμα.
Συνήθως πολυσπουδαγμένοι στο εξωτερικό φωστήρες, με οράματα διεθνή, προσπαθούν να εφαρμόσουν, το ένα η το άλλο εκπαιδευτικό μοντέλο που διδάχτηκαν ή μετεκπαιδεύτηκαν στην αλλοδαπή, αγνοώντας παντελώς τους κώδικες της Ελληνικής Εκπαίδευσης που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 150 χρόνια σε αυτόν τον τόπο.
Αγνοώντας το μεγαλειώδες που δεν είναι άλλο από την Ελληνική Γλώσσα και την Ελληνική γραμματεία των κειμένων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, έτσι φτάσαμε στο οξύμετρο σχήμα στις μέρες μας ένας μαθητής ή μια μαθήτρια της Γ΄ Δημοτικού να μαθαίνει τον στιγμιαίο και τον διαρκή μέλλοντα και μάλιστα με δύσκολες ασκήσεις, ενώ στην Γ’ Γυμνασίου να είναι επισκέπτης ο ίδιος μαθητής ή η ίδια μαθήτρια στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών καθώς δεν εξετάζεται σε αυτό το μάθημα .
Αποσπασματικά λειτουργούν τα σχολικά βιβλία τα οποία από την μία μιλούν για τον “ Συνωστισμό της Σμύρνης” και από την άλλη η Ιστορία του Λυκείου γίνεται ως μάθημα τριτεύων, τεταρτεύων μέσα από τις απλές ιστορικές αφηγήσεις.
Η Ελληνική Ιστορία ενώ συνομιλεί με γεγονότα της Σύγχρονης Ελλάδας και θα μπορούσε το μάθημα αυτό να έχει μια εργαστηριακή δομή στους τόπους των γεγονότων για να έχει και ενδιαφέρον και να δημιουργεί την κατάλληλη κριτική γνώση στους εκπαιδευόμενους, διδάσκεται βάση των αναλυτικών προγραμμάτων του αντίστοιχου υπουργείου όπως το παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας με τον κακό λύκο.
Οι διαρκείς πειραματισμοί, μας έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο. Ο ένας υπουργός έρχεται όχι για να συνεχίσει το έργο του προηγούμενου αλλά για να το αλλάξει. Και φυσικά ανακηρύσσει κάθε φορά ως κυρίαρχο θέμα την εισαγωγή των μαθητών και μαθητριών του Λυκείου στα ΑΕΙ και ΑΤΕΙ της χώρας.
Η λύση έχει περιγραφεί από τους ειδικούς σε θέματα εκπαίδευσης παγκοσμίως. Στον εικοστό πρώτο αιώνα οφείλουμε να επανασχεδιάσουμε σχεδόν από την αρχή, το τι σχολείο θέλουμε να έχουμε , το τι σχολείο χρειαζόμαστε. Τι σχολείο λοιπόν οφείλει να προτείνει ως μοντέλο εκπαίδευσης η Ελλάδα στην εποχή του διαδικτύου που να μπορεί να εκπαιδεύει με τους κώδικες της Ελληνικής παιδείας και να συνομιλεί ουσιαστικά με τον σύγχρονο κόσμο τους Έλληνες μαθητές;
Δεν είναι δυνατό οι Γάλλοι μαθητές να διδάσκονται Πλάτωνα και Αριστοτέλη και οι αντίστοιχοι Έλληνες μαθητές να μην τους γνωρίζουν. Δεν είναι δυνατό οι Γερμανοί μαθητές να συμμετέχουν σε αγώνες Ρητορικής και οι Έλληνες να κάνουν καταλήψεις γιατί δεν έχουν τους καθηγητές τους στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, γιατί τους προσλαμβάνουν ως αναπληρωτές τον μήνα Νοέμβριο οι υπεύθυνοι του υπουργείου παιδείας.
Η παθογένεια λοιπόν της Ελληνικής Εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας σέρνεται εδώ και μισό αιώνα. Καλοί είναι οι πειραματισμοί αλλά δεν επιτρέπεται να γίνονται σε αίθουσες διδασκαλίας.
Όταν μιλάμε για την εκπαίδευση ολόκληρων γενεών οφείλουμε να είμαστε και πιο σοβαροί στις αποφάσεις μας και πιο ουσιαστικοί και αποτελεσματικοί στην εφαρμογή τους. Αυτή η ευθύνη ανήκει εξ ’ολοκλήρου φυσικά σε όσους σχεδιάζουν την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας.
Κυρίαρχο σε αυτήν την κατεύθυνση είναι οι από κοινού επεξεργασμένες θέσεις για την εκπαίδευση όλου του πολιτικού κόσμου ανεξαρτήτως σε ποια έδρανα διαμορφώνει τον πολιτικό του λόγο.