Η υπό του Ιησού παράδοση της προσευχής του «Πάτερ ημών», μαρτυρείται, όντως, προβληματικά, στην Καινή Διαθήκη. Στο μεν Ματθαίο, υφίσταται ως τμήμα της «Επί του Όρους» ομιλίας (6:9-13.). Αντίθετα στο Λουκά, αναφέρεται σε άλλο σημείο, εκτός της «Επί του Όρους» ομιλίας (11:1-4).
Είναι αλήθεια πως σε μεγάλο βαθμό, η πλειοψηφία των Ελλήνων Πατέρων, κατά κανόνα λειτουργοί του Υψίστου και οι ίδιοι, ακολούθησαν στην ερμηνεία, η οποία, ήδη, αρχαιοελληνικά ταυτίζονταν με την θεολογία, την σήμανση των βιβλικών χωρίων με την μυστηριακή λειτουργική. Αναγνώριζαν ένα τυπικό μέρος στο κείμενο, στο οποίο έδιδαν μεγάλη σημασία στο φιλολογικό ελληνικό υπόβαθρό του. Σήμερα, αντίθετα, συχνά απαξιώνουμε την αρχαιοελληνική μελέτη, ψάχνοντας την ουσία του πράγματος, σε επισφαλείς, συχνά, μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης εκ των σημιτικών μαρτύρων κωδίκων. Ωστόσο πολλοί Πατέρες, δεν επέδειξαν έναν, σχεδόν, μονισμό, ως προς αυτή την λογική. Κινήθηκαν, πέρα από το πρώτο τυπικό μέρος, συχνά, γνήσια ελληνικά, προς το παράλληλο συμβολιζόμενο νόημα, εν προκειμένω στο εν Χριστώ Μέγα Μυστήριο, αναγνωρίζοντας τα ουράνια και αναμένοντας τα έσχατα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διάσημη ρήση του Νικολάου Καβάσιλα «Σημαίνεται δε η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις…», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο, από ένα καταστάλαγμα ερμηνευτικής και παράλληλης συν-αντίληψης, με αντίστοιχα πλατωνικά, κυρίως, μεταφυσικά αξιώματα (πρβλ. Πλάτων, Συμπόσιον, 202e).
Πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως μεγάλα τμήματα της διδασκαλίας του Κυρίου προς τους μαθητές, πρέπει να θεωρηθούν ως έχοντα τις διττές αυτές ερμηνείες, τις οποίες οι μαθητές θα αντιλαμβάνονταν μετά την Ανάσταση του Κυρίου ή την έλευση του Παρακλήτου (Λουκάς 24:45). Ούτως ή άλλως ο Χριστός προετοίμαζε τους μαθητές του, για την αναχώρηση από έναν προηγούμενο οντολογικό κόσμο, προς την αναγέννηση της Καινής Διαθήκης, με προοπτική τα έσχατα (Εφεσίους 1:9-11).
«Πάτερ ημών»: Πρόκειται για μια φράση η οποία αντανακλά, το ανθρώπινο είδος της πατρικής με τον Θεό σχέσης, πάντα, όμως, σε σχέση με τον κόσμο της Καινής Διαθήκης ο οποίος ήταν καθοδόν. Δεν χρησιμοποιείται εν προκειμένω ο όρος, ως υποστατικό ιδίωμα της Τριάδος σε σχέση με τον Υιό, αλλά σε σχέση με τον άνθρωπο. Αναφέρεται στην δια Χριστού και εν Πνεύματι, δυνατότητα του ανθρώπου να αναγεννηθεί, ως πνευματικός, ως υιός Θεού και όχι, πλέον, ως δούλος (Ιωάννης 1:12-13). Προϋποτίθεται σαφώς και η αλληγορία, αφού στην νέα μυστηριακή εποχή η οποία άρχεται με την έλευση του Αγίου Πνεύματος, εμφανίστηκε αυτή η πατρότητα. Ο Υιός είναι γεννητός αϊδίως, εμείς από υιοθεσία εν τοις μυστηρίοις. Σε αυτό το σημείο, έχουμε, ασφαλώς, μια ευχαριστιακή αναφορά.
«…ο εν τοις Ουρανοίς»: Εδώ είναι προτιμότερο να γίνει λόγος για την Πατρότητά του σε σχέση με τον Υιό και Λόγο. Ειδικά στον Ιωάννη, ο Χριστός αποκαλύπτεται ως «Υιός Θεού» (Ιωάννης 1:14). Τίθεται, όμως, το ερώτημα: τίνος Πατρός; Η βιβλική έννοια των ελοχείμ/ θεών, είναι γενική και αποδιδόμενη προς όλα τα μέλη του ουράνιου κόσμου (Εξοδος 34:14). Ο Χριστός, λοιπόν, δεν είναι φύσει Υιός ενός τυπικά κτιστού θεού, ούτε αποτελεί Υιό υψίστου εθνικού θεού πατέρα, όπως ο Ζεύς, ήδη, είχε αποκληθεί στον Όμηρο (Ιλιάς Θ΄, 49). Πρόκειται για τον Υιό του αγέννητου Ενός, πλην, όμως Δημιουργού της Κτίσης, σε σχέση με τον μη έχοντα σχέση με την ύλη, Θεό και αγένητο Πατέρα του Πλωτίνου. Αναμφίβολα αυτή η Υιότητα, αποτελεί υποστατικό ιδίωμα του Λόγου, όπως η Πατρότητα του Πρώτου της Τριάδος. Δεν υπήρξε Υιότητα στα πλαίσια της Δημιουργίας ή ως υιοθεσία στον Ιησού, ούτε, ασφαλώς, Πατρότητα εγχρόνως. Στα ίδια πλαίσια της διάκρισης από ετέρους θεούς, ο Χριστός ονομάζεται «μονογενής»(Ιωάννου 3:16). Η μονογένεια ταυτίζεται από τις απαρχές της ελληνικής οντολογίας, με θεότητα –μοναχοπαίδα, όπως π.χ. η Εκάτη του ελληνικού πανθέου (Θεογονία, 426). Πλησιέστερα βρίσκεται, συγκριτικά αλλά όχι ταυτόσημα, ο δεύτερος της Τριάδος νουμηνικός Δημιουργός και ο γεννητός εξ Ενός πλωτινικός Νούς. Ωστόσο η Υιότητα, σε διάκριση με τον Πλωτίνο, είναι μεν «αείδια» στον Λόγο της Τριάδος, αλλά όχι αποτέλεσμα της άβουλης εκροής της ουσίας του πλωτινικού Πατρός. Στο ομοούσιο της Τριάδος, ο Υιός μετέχει ως διακριτή υπόσταση. Να σημειωθεί εδώ και η θέση του Χρυσοστόμου, πως η αναφορά στον εν ουρανοίς Πατέρα, λειτουργεί αναγωγικά ως προς τον προσευχόμενο.
«…αγιασθήτω το όνομά Σου»: Το θέμα της ερμηνείας της έννοιας του «Άγιος», αποτελεί σημαντικό ζήτημα. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία και οντολογία, σήμαινε, κύρια, τον καθαγιασμένο χώρο προς καθιέρωση Ιερού (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Ευτέρπη, 2.41.5). Νομίζω, πως πρέπει να προκρίνουμε αυτήν την κατεύθυνση. Κατ΄ επέκταση αυτό σημαίνει: ως προς τον ίδιο τον Θεό (Ησαΐας 6:3), ταύτιση με τον Ύψιστο Θεό ως απλή και όχι σύνθετη (όπως οι κτιστές) ύπαρξη, ο οποίος καθαγιάζει. Ως προς τον άνθρωπο, απόδοση προς τον αφοσιωμένο στον Θεό, αφού ανέδειξε καθαρίζοντας τα πάθη του, τον «εφέστιο» εσωτερικό Ναό του Αγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ 6:19). Ο Χρυσόστομος το συνδέει με την δοξολογία προς τον Θεό, ασφαλώς, με την κλήση στην πίστη. Μια κάποια όραση Θεού, ήταν για τους αρχαίους η ενατένιση των δοκούντων, αφού μια κάποια γνώση του, επέρχονταν με την παρατήρηση τους, δηλαδή των θείων ενεργειών, της ίδιας της φύσης (Παρμενίδης 1.30-32). Στον Χριστιανισμό δοξολογία, είναι, βασικά, η κλήση στην πίστη, ως αποδοχή της και, τελικά, ομολογία, του αληθινού Υψίστου Θεού.
«…ελθέτω η Βασιλεία Σου, γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν Ουρανώ και επί της Γης»: Το πρώτο το οποίο έχουμε να παρατηρήσουμε και μάλιστα σε συνέχεια του προηγούμενου «αγιαθήτω το όνομά Σου», είναι ο προστακτικός – παρακλητικός χαρακτήρας της προσευχής. Το όλο κλίμα μπορεί να παραλληλιστεί με την πόση του οίνου κατά την τάξη του ιουδαϊκού πασχαλίου, την τάξη του σέντερ. Εκεί πραγματοποιούνταν η πόση του οίνου, ως αναφορά στην θεία επαγγελία της απελευθέρωσης και προστασίας του λαού του Θεού (Έξοδος 6:6-7). Τα ποτήρια, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ανάλογες ευχές ήταν δεδομένα 4, ενώ υπάρχει έως σήμερα ενδοιασμός για την προσφορά ενός 5ου , αναφορά στην οδηγία προς την γη της επαγγελίας. Καλείται «το ποτήρι του προφήτη Ηλία». Φαίνεται πως έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Κράτος του Ισραήλ, πλέον, υπάρχει, Μεσσία δεν αναγνώρισαν ακόμα. Οπότε, γενικά, δεν ταύτισαν, ορθώς, το 5ο ποτήριο, με την είσοδο στην κοσμική γη της Χαναάν. Ο Ηλίας στην ιουδαϊκή παράδοση είναι προάγγελος του Μεσσία. Ορθοδόξως η έλευσή του σχετίζεται με τα έσχατα (Αποκάλυψη Ιωάννου 11:2-12). Στην ίδια την Κυριακή Προσευχή, η επίκληση προς τον Πατέρα για εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και καθαγιασμό, είναι έντονη. Δεν είναι τυχαίο, που ο Μάξιμος ο ομολογητής, ταυτίζει την Βασιλεία με την έλευση του Παρακλήτου. Γεγονός το οποίο συντελείται εν τοις μυστηρίοις, εντός εσχατολογικού πλαισίου.
Δεν είμαστε βέβαιοι, αν η μορφή ενικού στον ουρανό εδώ, σε σχέση με τον πληθυντικό της αρχής, υποδεικνύει κάποια διαφορά. Όμως ως προς το θέμα της υπακοής στο θέλημα του Πατρός, έχουμε ένα ευδιάκριτο δείγμα ουράνιας ή και εσχατολογικής κατάστασης. Ασφαλώς, όμως, σημαίνει και ομολογία Χριστού ως φως και ως φωνή του Πατρός (Ιωάννου 14:9). Για τον Ιωάννη Χρυσόστομο, αποτελεί δείγμα της αγγελικής διακονίας και αφοσίωσης. Η ιδέα της κλήσης στην πίστη δια της υπό του Πατρός εκπόρευσης του Παρακλήτου, συνεχίζει να διαπνέει την προσευχή, παράλληλα ως μια τριαδική εικόνα.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr