Το υπό διαβούλευση «Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης», το οποίο στοχεύει να χρηματοδοτήσει τη σταδιακή διαφοροποίηση του παραγωγικού μοντέλου της Δυτικής Μακεδονίας σε συνθήκες χαμηλής λιγνιτικής εξάρτησης, αποτελεί σαφέστατα μια εξαιρετικά θετική πρωτοβουλία από την πλευρά της Κυβέρνησης.
Όμως, οι άξονες παρέμβασης που προκρίνει το υπό διαβούλευση Σχέδιο συνιστούν ένα χαρτοφυλάκιο οριζόντιων δράσεων, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε περιφέρεια της Χώρας. Κατά συνέπεια, το Σχέδιο στερείται Χωρικής Εξειδίκευσης, προσαρμοσμένης στις ιδιαίτερες απαιτήσεις αλλά και στα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ πλεονεκτήματα της περιοχής.
Ουδείς αμφιβάλει για παράδειγμα ότι τόσο οι παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας όσο και η εκτεταμένη εφαρμογή των ΑΠΕ, αποτελούν αναγκαία μέτρα μιας περιβαλλοντικά και όχι μόνον υπεύθυνης πολιτικής. Οι παρεμβάσεις αυτές όμως, αν δεν συνοδεύονται από ισχυρή τοπική επίπτωση κατά μήκος της αλυσίδας αξίας, βελτιώνουν κυρίως στατιστικούς δείκτες σε εθνικό επίπεδο.
Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα διεθνή εμπειρία των περιφερειών που υλοποίησαν η υλοποιούν σχέδια και δράσεις μετάβασης, ιδιαίτερα σε περιφέρειες με πολύ υψηλή και μακρόχρονη εξάρτηση από τα στερεά ορυκτά καύσιμα όπως η Δυτική Μακεδονία, τα σχέδια μετάβασης κινούνται στη λογική των Δράσεων-Γέφυρες (bridging actions), πάνω και γύρω από τις οποίες δομείται, ωριμάζει και τελικά «απογαλακτίζεται» το νέο παραγωγικό μοντέλο.
Οι Δράσεις-Γέφυρες είναι όλες εκείνες οι δράσεις και παρεμβάσεις που αφενός κεφαλαιοποιούν την αποκτηθείσα τεχνογνωσία και αφετέρου, θωρακίζουν τη διαδικασία μετάβασης της περιοχής, μέχρις ότου το νέο παραγωγικό μοντέλο αποκτήσει την κρίσιμη μάζα, ικανή να στηρίξει την περιοχή μετάβασης με όρους απασχόλησης και παραγωγής πλούτου.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ταυτόχρονα σχεδόν με τις ανακοινώσεις του κ. Φάμελλου στην Κοζάνη για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, το γερμανικό κρατίδιο Saxony-Anhalt ενέκρινε το δικό του σχέδιο μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή, με τον εμβληματικό τίτλο «CARBONTRANS». Κεντρική δράση του σχεδίου (Δράση-Γέφυρα) αποτελεί η αξιοποίηση του τοπικού τους λιγνίτη σε συνδυασμό με κάθε είδους απορρίμματα, στην παραγωγή αερίου σύνθεσης, με στόχο να καλύπτει τις μελλοντικές απαιτήσεις της Βιομηχανίας 4.0 στην κατεύθυνση της πλήρους απεξάρτησης από το εισαγόμενο πετρέλαιο.
Σαφέστατα, στη συγκεκριμένη περιοχή της Γερμανίας επενδύουν σταθερά στις ΑΠΕ και στην εξοικονόμηση ενέργειας, στον πρωτογενή τομέα και στις τεχνολογίες μεταποίησης υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως και στην ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς αλλά, παραμένουν μάλλον επιφυλακτικοί στο να κάνουν το «άλμα στο κενό».
Η υποκατάσταση της λιγνιτικής βιομηχανίας με εναλλακτικές παραγωγικές διαδικασίες είναι μια απαιτητική και άκρως ριψοκίνδυνη διαδικασία. Οφείλουμε να έχουμε μια αίσθηση των μεγεθών. Το σύνολο της ετήσιας αξίας του πρωτογενούς τομέα στη Δυτική Μακεδονία, ισοδυναμεί με 85 μέρες λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων της περιοχής. Το πιεστικό πλέον πρόβλημα της μεταλιγνιτικής εποχής είναι το πώς θα καλύψουμε παραγωγικά τις υπόλοιπες 280 ημέρες !.
Από τη άλλη πλευρά, η άρρητη Γνώση στον ενεργειακό άξονα της Δυτικής Μακεδονίας που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τη λιγνιτική βιομηχανία, ξεπερνά ως αξία τα 120 εκ. ευρώ. Αυτό είναι το παραγωγικό μας Proficiency ως περιφέρεια.
Αυτό σημαίνει ότι το Περιφερειακό Ενεργειακό Απόθεμα, όχι απλά ως φυσικός πόρος αλλά ως ένα ισχυρά ανταγωνιστικό πλέγμα δομών, υποδομών και τεχνογνωσίας, θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως μια ασφαλή γέφυρα μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε μια νέα εποχή.
Στην κατεύθυνση αυτή και μέσα από το Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, προτείνεται η σύσταση ενός εθνικής εμβέλειας συνεργατικού σχηματισμού για τον ελληνικό λιγνίτη. Μια δράση που θα απαιτήσει μόλις το 15% του προϋπολογισμού του Ταμείου Μετάβασης, κινητοποιώντας το σύνολο της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας, προφανώς τη ΔΕΗ ΑΕ, τους νέους ιδιοκτήτες των υπό πώληση λιγνιτικών μονάδων, τα ιδιωτικά ορυχεία, τις τοπικές επιχειρήσεις τηλεθέρμανσης, ακόμη και τις υπό σύσταση Ενεργειακές Κοινότητες.
Προφανέστατα, δεν μιλάμε για συμβατικές, ξεπερασμένες χρήσεις καύσης του λιγνίτη ούτε για δράσεις βασικής έρευνας. Αντικείμενο του συνεργατικού σχηματισμού θα είναι οι τεχνολογίες TRL 6-7, με μέγιστο όριο εκπομπών τα 550 gr CO2 ανά ισοδύναμη kWh, με τα πρώτα αποτελέσματα ημι-βιομηχανικής κλίμακας να είναι διαθέσιμα πριν το 2022, όταν θα αποσύρεται ο ΑΗΣ Καρδιάς.
Το αν βεβαίως επιλέξουμε μετά το 2022 να μετατρέπουμε το λιγνίτη σε βενζίνη, μεθανόλη, συνθετικό φυσικό αέριο ή καλλυντικά, θα το καταδείξουν τα αποτελέσματα βιομηχανικής έρευνας και θα το αποφασίσουν οι επενδυτές που θα πάρουν το σχετικό ρίσκο. Αυτός είναι ο ρόλος της Πολιτείας. Να «ανοίγει» δρόμους και να δίνει ευκαιρίες και προοπτικές.
Εάν όμως πιστεύουμε ότι μετά το λιγνίτη, το Μέλλον της Δυτικής Μακεδονίας διασφαλίζεται πλήρως καλλιεργώντας ρίγανη και τσάι, εξοικονομώντας ενέργεια, τοποθετώντας ΑΠΕ σε κάθε στέγη και επιδοτώντας επισφαλείς θέσεις εργασίας, τότε προφανώς και μιλάμε για μια υψηλού ρίσκου διαδικασία Μετάβασης, με ελάχιστο περιθώριο αναστρεψιμότητας.
Οι ευθύνες όλων μας είναι πραγματικά ιστορικές.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός, MSc
Μέλος Περιφερειακού Συμβουλίου Έρευνας Καινοτομίας Δυτικής Μακεδονίας (ΠΣΕΚ/ΠΔΜ)