Στις ανισότητες ως μοχλό ανόδου της σύγχρονης ακροδεξιάς, καθώς και στο διάλογο για τις κρίσιμες στρατηγικές επιλογές που καλείται να φέρει εις πέρας το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, εστίασε ο Βουλευτής Κοζάνης, Πάρις Κουκουλόπουλος, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον Γ. Μελιγγώνη στον «Αθήνα 9,84».
Κατ’ αρχάς, απαντώντας στα ερωτήματα για τη Ν.Δ. και την κριτική που άσκησαν οι δύο πρώην Πρωθυπουργοί κ.κ. Κ. Καραμανλής και Αντ. Σαμαράς, υπογράμμισε ότι «πρόκειται για μεγάλο ηχηρό συμβάν που αποτελεί συνέχεια του εκλογικού αποτελέσματος. Όπως από την 1η στιγμή επισήμανα, οι κάλπες των Ευρωεκλογών σήμαναν το τέλος της στρατηγικής αυτοδυναμίας του κ. Μητσοτάκη. Επαναλαμβάνω πως δεν υπάρχει περίπτωση να διεκδικηθεί αυτοδυναμία από τη Ν.Δ. με τον ίδιο Επικεφαλής. Αυτό που συνέβη χθες, επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη εκτίμησή μου. Στη Ν.Δ. επικρατεί ένας διάχυτος προβληματισμός τόσο για την αποχή όσο και γιατί απέκτησε υπόσταση ο χώρος στα δεξιά της, ενώ ταυτόχρονα απώλεσε από το ΠΑΣΟΚ την κυριαρχία της στο κέντρο. Χθες δεν τέθηκαν απλά ζητήματα, αλλά θέματα βαρύτητας, από την εξωτερική πολιτική μέχρι γενικότερα την αμφισβήτηση της ονομαζόμενης “κεντρώας στροφής” του κ. Μητσοτάκη».
«Η οικοδόμηση του αντίπαλου πόλου στη δεξιά λαμβάνει, συνεπώς, κατεπείγοντα χαρακτήρα για το ΠΑΣΟΚ, εκτός κι αν αποδεχόμαστε ρόλο συμπληρώματος στη στρατηγική αναζήτησης κυβερνητικού εταίρου από τον κ. Μητσοτάκη. Υπάρχουν διαφορετικές στρατηγικές για την επόμενη ημέρα.
Δεχόμαστε το ρόλο ενός συμπληρωματικού εταίρου στο πολιτικό σκηνικό; Θέλουμε να προκαλέσουμε ένα “big bang” στο οποίο θα συμμετέχει και ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα προχωρήσουμε αυτόνομα και συντεταγμένα για να διευρύνουμε το ΠΑΣΟΚ; Αυτές είναι διακριτές επιλογές με μείζονα σημασία. Το πλήθος των θεμιτών υποψηφιοτήτων ανοίγει το διάλογο για όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, που πρέπει να απαντηθούν ξεκάθαρα και με ειλικρίνεια. Είναι ερωτήματα που μας έρχονται από την κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ και πηγάζουν από τις αρχές και τις αξίες της Παράταξής μας. Πάνω σε αυτά, έχουμε χρέος να συμβάλουμε όλοι μαζί στη διεξαγωγή του διαλόγου, ο οποίος δεν πειράζει να είναι έντονος, αρκεί να έχει πολιτικό χαρακτήρα» τόνισε.
Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι «προσωπικά θεωρώ πως το ΠΑΣΟΚ αποδεικνύεται η σταθερά στο χώρο της κεντροαριστεράς, δεν υπάρχουν συνθήκες ρευστοποίησής του. Μπορούμε να δώσουμε την πειστική εναλλακτική πρόταση στους πολίτες, υπάρχουν θέματα που μπορούν να συσπειρώσουν τον προοδευτικό κόσμο σ’ ένα δρόμο ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα».
Περαιτέρω, δίνοντας έμφαση στον αγώνα της κοινωνίας για επιβίωση μπροστά στο υπέρογκο κόστος ζωής, ανέδειξε το ευρύτερο ζήτημα των ανισοτήτων, με προτεραιότητα τις ανισότητες εις βάρος της υπαίθρου. Με αφορμή δε τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, περιέγραψε την «αναγκαιότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης των χαρακτηριστικών της σύγχρονης ακροδεξιάς. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά άμεσα και το σχέδιο ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ, είναι ότι -εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα πραγματικά δεδομένα- ο Τραμπ, το Brexit και η Λεπέν αντλούν τη δυναμική τους από τις περιφέρειες των τριών χωρών, μακριά από τα “λαμπερά” αστικά κέντρα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου στην ύπαιθρο έδειξε να “καλπάζει” ο κ. Βελόπουλος, με μόνο ανάχωμά του το ΠΑΣΟΚ. Από τη Ν.Δ. δεν έχουμε ακούσει τίποτα συγκροτημένο για την ενίσχυση της περιφέρειας, για την πληθυσμιακή συρρίκνωση όποιας περιοχής δεν ακουμπά ο τουρισμούς. Ακόμα και στη χθεσινή κριτική, δεν δόθηκε σημασία σε αυτό. Κι όμως, ο κ. Μητσοτάκης εδώ και πέντε χρόνια υπηρετεί ένα πρωτοφανές σχέδιο ότι δήθεν μπορεί να υπάρξει Ελλάδα χωρίς ύπαιθρο, Χώρα χωρίς ενδοχώρα. Αυτό δεν γίνεται».
Στο πλαίσιο της συνέντευξης, ο Βουλευτής Κοζάνης δεν παρέλειψε να “εκπέμψει SOS” για «το δράμα που βιώνει η Δυτική Μακεδονία εξαιτίας της βίαιης απολιγνιτοποίησης. Η Κυβέρνηση ποτέ δεν εξήγησε για ποιο λόγο προτιμά το εισαγόμενο φυσικό αέριο που είναι ρυπογόνο, επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (το μεγάλο “ασθενή” της ελληνικής οικονομίας), αλλά είναι και ακριβότερο στα δύο από τα τρία τελευταία χρόνια εν συγκρίσει με τις πιο σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες». Αυστηρή υπήρξε, τέλος, η κριτική του στο ολιγοπώλιο στις ΑΠΕ, προαναγγέλλοντας κοινοβουλευτική παρέμβαση για τις εκτάσεις ανάπτυξής τους.