Η πανδημία του κορωνοϊού είχε πολλές και σημαντικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς τόσο της καθημερινότητάς μας όσο και σε παραγωγικούς κλάδους της χώρας. Από τις συνέπειες αυτές επηρεάστηκε σημαντικά ο πρωτογενής τομέας κι ειδικά η πώληση κι εξαγωγή του αιθέριου ελαίου της λεβάντας. Λόγω των συνεχόμενων lock downs σε Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, ο τουρισμός και τα ξενοδοχεία δεν λειτούργησαν όπως τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ζήτηση και να μείνει αδιάθετη σε πολλές περιπτώσεις η παραγωγή. Για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην παραγωγή και πώληση της λεβάντας, αλλά και τι μπορεί να αναμένουν οι παραγωγοί για το επόμενο διάστημα αναφορικά με την τιμή του ελαίου και το άνοιγμα της αγοράς, μιλήσαμε με τον κύριο Παύλο Λαζαρίδη της Etheleo Essential Oils από την Πτολεμαΐδα, την κυρία Πόπη Σεμερτζίδου της Bio-Life Secrets και τον κύριο Νίκο Μαλίνη της Herbs & Oils από την Κοζάνη.
Ο κ. Παύλος Λαζαρίδης καλλιεργεί πολλά στρέμματα λεβάντας, ενώ διαθέτει και αποστακτήριο. Όπως μας είπε, λόγω της πανδημίας και των επιπτώσεων αυτής, η λεβάντα δεν πουλήθηκε, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη παραγωγή, μικρότερη ζήτηση κι έτσι η τιμή να έχει πέσει σημαντικά, περίπου στα 30€/λίτρο αιθέριου ελαίου στην καλύτερη περίπτωση. Με παραγωγούς που μίλησε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της απόσταξης, οι περισσότεροι κρατούν την παραγωγή με την ελπίδα ότι θα ανέβει η τιμή το επόμενο διάστημα λόγω της άρσης των περιορισμών και την επαναλειτουργία του τουρισμού. Ήδη έχει ξεκινήσει σταδιακά να εκδηλώνεται ενδιαφέρον από την αγορά, αλλά δεν υπάρχει ξεκάθαρο τοπίο για το πώς θα διαμορφωθούν οι εξελίξεις και οι ανάγκες της. Το σημαντικό είναι ότι δόθηκαν κάποιες επιδοτήσεις στα αρωματικά κι έγιναν ενέργειες για να δοθούν αποζημιώσεις ανά στρέμμα , οι οποίες αποτελούν «μικρές οικονομικές ενέσεις» για τους παραγωγούς αυτή τη δύσκολη περίοδο. Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, η λεβάντα είναι ένα χρηματιστηριακό προϊόν και θα πάρει το δρόμο του, ενώ αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι υπομονή από τους παραγωγούς. Ο ίδιος έχει εξελιχθεί στη μεταποίηση, αξιοποιώντας την παραγωγή του και δεν έχει σημαντικές ποσότητες αδιάθετου προϊόντος.
Η κα. Πόπη Σεμερτζίδου μας ανέφερε ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη ζήτηση για το έλαιο της λεβάντας για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ενώ η ίδια αξιοποιεί την παραγωγή της σε προϊόντα μεταποίησης . Αντιθέτως, όπως μας είπε, η περίοδος της πανδημίας ήταν πολύ καλή για την αγορά των βοτάνων, όπως το τσάι. Ο κόσμος ενίσχυσε την αγορά των βοτάνων, δίνοντας νέα ώθηση στα προϊόντα και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται με αυτά.
Ο κ. Νίκος Μαλίνης από την πλευρά του επεσήμανε ότι γενικότερα αυτή η χρονιά δεν ήταν πολύ καλή τόσο στο θέμα της τιμής όσο και στην ίδια την ποιότητα της παραγωγής. Η αγορά είναι πολύ συγκρατημένη, γιατί -μην ξεχνάμε- ότι εκτός από τις επιπτώσεις της πανδημίας, έχουν δημιουργηθεί πολλές ανισορροπίες λόγω της ενεργειακής κρίσης. Μάλιστα, όπως εξελίσσονται οι καταστάσεις, υπάρχουν πολλοί παραγωγοί που σκέφτονται να μην θερίσουν το καλοκαίρι γιατί παραμένει σημαντική η αδιάθετη παραγωγή .Θα δούμε, λοιπόν, στη νέα καλλιεργητική περίοδο μειωμένη ποσότητα παραγωγής. Η κρίση στη λεβάντα μετρά σχεδόν τρία χρόνια κι όλα δείχνουν ότι θα παραμείνουν στην παραγωγή της σχεδόν μόνο οι κατ’ επάγγελμα αγρότες, γιατί έχουν επενδύσει πολλά σε εξοπλισμό και μηχανήματα για την καλλιέργεια. Οι προθέσεις της αγοράς, όπως εκτιμά ο κ. Μαλίνης, θα φανούν μετά τα Χριστούγεννα, καθώς τότε περίπου θα εξαντληθούν τα αποθέματά της και θα διαμορφωθεί η νέα ζήτηση. Η αγορά έχει πάντα την τάση να αυτορυθμίζεται, οπότε χρειάζεται περισσότερη υπομονή.
Πέρα, όμως, από την ζήτηση που θα εκφραστεί από την αγορά, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Τα παραγόμενα έλαια λεβάντας στη χώρα μας είναι πολύ καλά ποιοτικά συγκριτικά με αυτά γειτονικών χωρών, αλλά λόγω του κόστους παραγωγής η τιμή τους είναι υψηλή, κάνοντάς τα μη ανταγωνιστικά. Επίσης, ένα από τα σημαντικότερα θέματα που εγείρεται και θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για την συνέχιση καλλιεργειών, αλλά και της όποιας ανάπτυξης πιθανά υπάρξει στον πρωτογενή τομέα, είναι οι εργάτες γης. Κάθε χρόνο είναι και πιο δύσκολη η εύρεση εργατών γης, οδηγώντας αρκετούς παραγωγούς στην εγκατάλειψη καλλιεργειών.
Μαρία Κοτζακόλιου