Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος.
Πάνε κάπου 105 χρόνια (10 Ιανουαρίου του 1910), από τη στιγμή που ένα ελληνόπουλο που κόσμησε αργότερα την Ελληνική Λογοτεχνία και κυρίως την Ποίηση, έβλεπε το πρώτο φώς. «Μακριά, πολύ μακριά», στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι της Ματζουρίας. Μιλούμε βέβαια για τον Νίκο Καββαδία, υιό του δραστηριοποιούμενου τότε στη Τσαρική, ακόμα, Ρωσία, Χαρίλαου Καββαδία και της Κεφαλλονίτισσας Δωροθέας Αγγελάτου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το 1914, αρχικά στο Αργοστόλι και οριστικά στον Πειραιά το 1921, μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του, ένεκα Οκτωβριανής Επαναστάσεως. Ο πατέρας του αποτελούσε γι΄αυτόν μια αρνητική σταθερά. Δεν αποκλείεται να έπαιξε το ρόλο του στην διακριτική ένταξή του στην Αριστερά, όντας συνεργαζόμενος με τον Τσάρο. Περιγράφεται χαρακτηριστικά στη «Βάρδια»: «ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα».
Τελείωσε την Γαλλική Σχολή του Saint Paul στο Πειραιά, κάτι που τον βοήθησε να έρθει σε επαφή με την Γαλλική ποίηση. Ξεκίνησε πολύ νωρίς να γράφει. Ήδη από το 1922 δημοσιεύει μεμονωμένα και συνεργάζεται με έντυπα της εποχής με κορυφαίο την «Διάπλαση των Παίδων». Χρησιμοποιεί ψευδώνυμα όπως «Μικρός ποιητής» και «Βαλχάλλας». Το 1928 ξεκίνησε ανεπιτυχώς την Ιατρική Σχολή, την οποία γρήγορα εγκατέλειψε λόγω πατρικών προβλημάτων, για να εργαστεί στο Ναυτιλιακό Κλάδο. Ο ίδιος όμως ήθελε να φύγει, όντας καβαφικός εραστής του ταξιδιού, θεωρώντας ως σύμβαση την υπαλληλική εργασία του: «…να φύγει το κοράκι/ που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά/…χτυπώντας τα φτερά του/ προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά(Συλλογή Μαραμπού/ Γράμμα στον Ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ )». Το 1929 πρωτομπαρκάρει. Tο 1932 δημοσιεύει το πρώτο πεζογράφημα του «Ημερολόγιο ενός Τιμονιέρη(Πειραϊκό Βήμα, φ. 31-01 & 07-02-1932)» και εκδίδει το 1933, την πρώτη από τις τρεις ποιητικές συλλογές του αναφοράς, το «Μαραμπού». Στα μπάρκα δεν προσήλθε από βλέψεις σταδιοδρομίας. Τα λέει όλα ο στίχος στους περίφημους «7 Νάνους»: «-Γιέ μου που πας; -Μάνα θα πάω με τα καράβια». Πολύ αργότερα έγινε ραδιοτηλεγραφητής(1939) και ασυρματιστής-μαρκονιστής Α΄(1953).
Γρήγορα έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των οίκων ανοχής, κάτι που θα τον ακολουθήσει στην υπόλοιπη ζωή του: «…κάποια μ΄αρπαξ΄απότομα γελώντας το καπέλο/ παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών/ και εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω(Μαραμπού/ Μαραμπού)». Πέραν των ερωτικών σχέσεων, ανέπτυξε με αρκετό από το σχετικό προσωπικό φιλικές σχέσεις. Θυμάμαι πόσο με δίδαξε ηθικά ένα σχετικό περιστατικό, που νομίζω περιγράφεται στη Βάρδια. Κάποια φορά μια ιερόδουλη τον κάλεσε πρώτη φορά για φαγητό. Μετά από το φαγητό, ο Καββαδίας «ήθελε επιδόρπιο». Ωστόσο η οικοδέσποινα του απάντησε, πως αφού έφαγαν μαζί-τον έβαλε σπίτι της-, δεν μπορούσαν πια να είναι πελάτες. Είναι γνωστή, επίσης, η αντιπάθεια του Σεφέρη προς αυτόν. Τον είχε συναντήσει σε ταξιδιωτικό πλοίο το 1954. Κατά την αποβίβαση στη Βηρυτό, ο «Μαραμπού» οδήγησε τον διπλωμάτη Σεφέρη, διαμέσου των στολισμένων με ελληνικές σημαίες τοπικών οίκων ανοχής στην Ελληνική πρεσβεία και έγινε …διπλωματικό επεισόδιο(μαρτυρία Λίτσας Χατζοπούλου).
Ο πολιτικός Καββαδίας είναι εν πολλοίς άγνωστος. Μέλος του Ε.Α.Μ. και αργότερα επικεφαλής του Εαμικού τομέα των Λογοτεχνών(1945-46), δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος απ τα θλιβερά γεγονότα της εποχής του. Η πλευρά του αυτή, αποτυπώνονται, κατά κανόνα, σε μεμονωμένα ή ανέκδοτα ποιήματα. Από τις ελάχιστες γνωστές εξαιρέσεις του τα ποιήματα «Frederico Garcia Lorca» και «Ερνέστο Τσε Γκεβάρα». Ως φαίνεται, ο Καββαδίας δεν έθετε σε κίνδυνο για τίποτα το ναυτικό του δελτίο. Ωστόσο κάποια στιγμή έρχονται στην επιφάνεια και πιο άγνωστα έργα του: «Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι το ξυλίκι/ και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα/Παιδί μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι/ Τεράστιο το κουράγιο μου και που να δεις ακόμα(Στον Τάφο του Επονίτη/ Περιοδικό «Νέα Γενιά, φ. 51, 15-06-1945»)». Σε ένα άλλο ποίημα δύο γενιές, του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και των Λαμπράκηδων της δεκαετίας του 60΄ συναντιούνται: «Σᾶς εἶδα κάτου ἀπὸ τὴν πύρινη βροχὴ μὲ τὰ πλακὰτ καὶ τὰ σκουτιὰ τὰ ματωμένα…/ Σήμερα βλέπω τὰ δικά σας τὰ παιδιὰ σμάρι πηχτὸ μὲς στοῦ πελάγου τὴ (σπι)λιάδα/Πάντα κατάντικρα στὴν κάθε ἀναποδιὰ/καὶ σ᾿ ὅσους πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὴν Ἑλλάδα(Σπουδαστές)». Το τελευταίο ποίημα μαζί με το «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη», απετέλεσε την επανεμφάνισή του, αφού από την αυτοκτονία του αδερφού του το 1957 και μέχρι το 1967 δεν έγραψε τίποτα.
Η αγάπη του για τον κόσμο της θάλασσας και ιδίως της ελευθερίας του ταξιδιού, είναι ένα σημείο του που προσωπικά αγαπώ. Στη θέα μιας πόλης: «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι/ να μην προφτάσεις να την δεις ποτέ απ΄τη στεριά(Συλλογή Τραβέρσο/ Θεσσαλονίκη ΙΙ)». Στη συχνή αναφορά στην παράδοση της ναυτικής κηδείας: «Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν κι΄απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά(Συλλογή «Πούσι»/ «Εσμεράλδα»)» ή το της «Πικρίας» «Γέρο σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια/ δυό μέτρα καραβόπανο κι΄αριστερά τιμόνι», γραμμένο στις 07-02-75, τρεις ημέρες πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι !
Τον Νίκο Καββαδία χαρακτηρίζει και το εξής οξύμωρο: Αποτελεί έναν συχνά δυσνόητο, κατά το λεξιλόγιο του, ποιητή και είναι παράλληλα ο πλέον αποδεκτός και εμπορικός στην μελοποίησή του: Σπανός, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κοχ, Μ. Τερζής, Ξέμπαρκοι, Δ. Ζερβουδάκης. Πέραν των μελωδών, ευτύχησε να μελετηθεί από πολλούς άξιους φιλολόγους.
Ο θάνατος τον βρήκε, συνεπεία εγκεφαλικού, σε μια κλινική της Αθήνας, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Πέρασαν κιόλας 40 χρόνια… Μετά θάνατον εκδόθηκε το «Τραβέρσο», στο ίδιο γνώριμο υψηλό ποιητικό επίπεδο.
Αφιερώνεται στη μνήμη των εσχάτων ναυτικών θυμάτων, επιβατών και ναυτικών.