Οστεοαρθρίτιδα είναι η προοδευτική εκφύλιση και καταστροφή του αρθρικού χόνδρου και το υποχόνδριου οστού, ιδιαίτερα στις αρθρώσεις που δέχονται τα μεγαλύτερα μηχανικά φορτία π.χ. τα γόνατα, τα ισχία, την σπονδυλική στήλη και τα χέρια. Πρόκειται δηλαδή για φυσιολογική φθορά των αρθρώσεων που επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου.
Η καταστροφή του αρθρικού χόνδρου είναι μία μη αναστρέψιμη βιολογική διαδικασία. Άπαξ και ξεκινήσει η φθορά δεν υπάρχει κανένας τρόπος είτε φαρμακευτικός είτε χειρουργικός που να σταματήσει αυτή τη διαδικασία. Ο οργανισμός προσπαθώντας να αντιρροπίσει την αποδιοργάνωση των φυσιολογικών αρθρώσεων, διεγείρει την οστεοβλαστική δραστηριότητα παράγοντας έτσι τα γνωστά οστεόφυτα. Η παραγωγή των οστεοφύτων αυξάνει την επιφάνεια της φόρτισης των αρθρώσεων με αποτέλεσμα να κατανέμονται τα μηχανικά φορτία σε μεγαλύτερη επιφάνεια. Από την άλλη όμως πλευρά η παραγωγή μη φυσιολογικού οστού (οστεοφύτων) δυσχεραίνει την κινητικότητα και οδηγεί τελικά στην δυσκαμψία των αρθρώσεων.
Η νόσος αφορά και τα δύο φύλα με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες , ενώ προσβάλλει αποκλειστικά άτομα προχωρημένης ηλικίας , συνήθως μετά το 65ο έτος. Η πάθηση εκδηλώνεται με πόνο στις αρθρώσεις, που προοδευτικά γίνεται εντονότερος, οίδημα των αρθρώσεων, διαταραχή του άξονα του σκέλους, δυσκαμψία που μπορεί να καθηλώσει τον ασθενή στο κρεβάτι, ερυθρότητα και αυξημένη τοπική θερμοκρασία της άρθρωσης, νυχτερινό πόνο και έκπτωση της ποιότητας ζωής. Χαρακτηριστικό της πάθησης είναι η πρωινή δυσκαμψία η οποία βελτιώνεται κατά το πέρας της ημέρας καθώς επίσης και ο υποτροπιάζον χαρακτήρας της με περιόδους έξαρσης να εναλλάσσονται με περιόδους ύφεσης των εκδηλώσεων της. Με λίγα λόγια η ένταση αλλά και ο χαρακτήρας των συμπτωμάτων ποικίλουν από ασθενή σε ασθενή.
Η συντηρητική αντιμετώπιση της νόσου συνίσταται στην απώλεια βάρους, στην μυική ενδυνάμωση, στην αποφυγή δραστηριοτήτων που προκαλούν πόνο και την τροποποίηση της καθημερινότητας καθώς και στην διατήρηση σταθερής και εύκαμπτης άρθρωσης με τη βοήθεια της άσκησης και της φυσικοθεραπείας.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου είναι συμπτωματική, δηλαδή αντιμετωπίζεται το σύμπτωμα της νόσου και όχι το αίτιο της. Στο αρχικό στάδιο της πάθησης, χρησιμοποιούνται απλά παυσίπονα όπως η παρακεταμόλη και αντιφλεγμονώδη σκευάσματα όπως η δικλοφαινάκη. Νεότερα και πολυδιαφημιζόμενα πόσιμα σκευάσματα φαίνεται ότι δεν έχουν την ανάλογη με την προβολή τους αποτελεσματικότητα. Η ενδαρθρική έγχυση υαλουρονικού οξεός επίσης φαίνεται να μην οφελεί τελικά όπως αρχικά είχε διαπιστωθεί.
Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης όταν τα συντηρητικά μέσα έχουν αποτύχει. Η αρθροσκόπηση του γόνατος στα αρχικά στάδια της νόσου αποτελεί μια μέθοδο η οποία μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς όμως να εμποδίζει την εξέλιξη της νόσου. Η ολική αρθροπλαστική δηλαδή η αντικατάσταση της άρθρωσης με τεχνητά ενθέματα είναι η καταλληλότερη επιλογή με άριστα αποτελέσματα. Πρόκειται για μέθοδο που αποκαθιστά την κινητικότητα της άρθρωσης, εξαλείφει τον πόνο και προσδίδει στον ασθενή μια βελτιωμένη ποιότητα ζωής. Η διάρκεια νοσηλείας δεν ξεπερνάει τις 4 ημέρες ενώ ο ασθενής κινητοποιείται άμεσα μετεγχειρητικά και εξέρχεται της κλινικής βαδίζοντας. Εφαρμόζεται συχνότερα στο γόνατο και στο ισχίο και αποτελεί πλέον επέμβαση ρουτίνας για τον μέσο ορθοπαιδικό.