Η περίπτωση του Ιωάννη Μητράκα, ασφαλώς και δεν αποτελεί μια τυπική περίπτωση καλλιτέχνη. Γεννήθηκε το 1936, και άγει την καταγωγή του εξ Έβρου. Συγκαταριθμείται σε μια ολιγομελή χορεία ζωγράφων, οι οποίοι αν και αυτοδίδακτοι, κατάφεραν να καταξιωθούν προτείνοντας έναν χρωστήρα, ο οποίος διακρίθηκε, πρώτιστα, για την αυτονομία του εικαστικού ύφους. Ξεπέρασε συμβάσεις και στεγανά, αναγκαία λήψη των ανά τον κόσμο αποφοίτων των Σχολών Καλών Τεχνών, αλλά και την δυσκολία του να αποκτήσεις δεινότητα μακριά από έναν αναγνωρισμένο ακαδημαϊκό δάσκαλο. Σχολιάζοντας, εύστοχα, ο Χρύσανθος Χρήστου του κόμισε, πως «χωρίς να επηρεάζεται από καμία γνωστή τάση φτάνει σε ένα καθαρά μορφοπλαστικό ιδίωμα».
Έργα του κοσμούν σημαντικές συλλογές σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχοντας κατακτήσει διεθνή αναγνώριση. Είναι πολυβραβευμένος, με την αναγόρευσή του το 2000, σε Άρχοντα Αγιογράφο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να αποτελεί μια αναμφίβολα κορυφαία στιγμή. Μάλιστα έχει εξιστορήσει τον Ναό του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Απ. Παύλο. Πραγματοποίησε έως τώρα, περί τις 75 ατομικές εκθέσεις, όπως η περσινή αναδρομική στο Μουσείο Μπενάκη. Η επαγγελματική σύνδεση του με την ΔΕΗ, επέδρασε, ασφαλώς, στην δημιουργία μιας σειράς έργων με έντονο εργατικό χαρακτήρα και αναφερόμαστε, βέβαια, στους «Λιγνιτωρύχους» του 2014.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο οποίος παράλληλα με την αρχαιολογία είχε στενότατη ενασχόληση με την Τέχνη, χαρακτήρισε την δουλειά του ως κατόρθωμα το οποίο «αντλώντας από την πιο άμεση και σκληρή εμπειρία της ζωής…δημιουργεί καινούργιους κόσμους, κάτι που είναι πάντα ο στόχος και το επίτευγμα της αληθινής τέχνης». Στο έργο του ενυπάρχει, όντως, η διαχρονία του Ελληνισμού πέρα από τεχνητές θρησκευτικές διακρίσεις. Γεγονός το οποίο είχε επισημάνει ο Ν. Βρεττάκος, λέγοντας πως «Η παράδοση και το παρόν συγχωνεύονται και η τέχνη του αποκτά ένα χαρακτήρα διαχρονικό». Η προτίμησή του στις υψηλές αναλογίες του ανθρωπίνου σώματος σε σχέση με την κεφαλή, θυμίζει, έντονα, στοιχεία της κομνήνειας βυζαντινής τέχνης, κάτι που αργότερα υιοθέτησε και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ενώ σήμερα συναντάμε λ.χ. στον Γ. Κόρδη. Ερμηνεύοντας το σημείο αυτό ο Krassimir Linkov, διευθυντής της Πινακοθήκης της Φιλιππούπολης, σχολίασε, πως ο Μητράκας «επιμηκύνει τις αναλογίες του ανθρωπίνου σώματος, για να μπορέσει να απομακρύνει τον άνθρωπο από τη γη και να τον μεταφέρει κοντά στο Θεό».
Ατενίζοντας προσωπικά τα έργα του στην τελευταία του ατομική έκθεση, το «Ορφικό Φως», στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, άμεσα αντιληφθήκαμε πως η ιστορία και ο πολιτισμός της Θράκης, διατρέχει τον χώρο, συγκροτώντας μια νοητή ενότητα. Ο Ορφέας, ο βασιλιάς και βακχικός προφήτης Ρήσος, ο Εύμολπος των Ελευσινίων Μυστηρίων, η Αρπαγή της Ευρώπης (προφανώς ως αναφορά της περιπλάνησης του Κάδμου στο Παγγαίο), ο ζωγράφος Πολύγνωτος, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, η σχέση του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου με την Θράκη και η Ορθοδοξία μέσω της Κωνσταντινούπολης, έχουν την τιμητική τους. Όπως αναφέρει η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, η έκθεση υπογραμμίζει «τη σύνδεση της αρχαιοελληνικής τέχνης με τη βυζαντινή παράδοση και το ζωντανό δημιουργικό παρόν». Κρατάω τα τόσο ζεστά και φυσικά χρώματα του, την καλλιτεχνική του αξία, την επιστροφή στις ρίζες αλλά σε πλαίσιο ανακαίνισης και την ποιότητά του ως αγιογραφική πρόταση, χωρίς καθόλου να απομακρύνεται από τις αυστηρές αρχές της, σε μια τόσο στείρα και αντιγραφική εποχή για την βυζαντινή τέχνη.
Έκθεση ζωγραφικής Ιωάννη Μητράκα «Ορφικό Φως»
Αίθουσα Ι. Βοκοτοπούλου,
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
17 Μαΐου – 17 Ιουλίου 2017