Ο ζωγράφος Θεοφάνης Στρελίτζας–Μπαθάς, αναδείχθηκε σε έναν εκ των κορυφαίων Ελλήνων ζωγράφων, ασκώντας την παραδοσιακή τεχνοτροπία της Κρητικής Ζωγραφικής Σχολής. Ο ακαδημαϊκός Μανόλης Χατζηδάκης, είχε εκφράσει την πιθανότητα να έλκει ο Οίκος του την προ Κρήτης καταγωγή του, από το Μουχλί της Πελοποννήσου. Εκεί συναντάται η επωνυμία του, σε επιστολή του 1457. Η επωνυμία «Strelliza di Batha», και μάλιστα με καλλιτεχνικά μέλη, εμφανίζεται σε βενετικά έγγραφα κατά το τελευταίο τέταρτο του ΙΕ΄ αιώνος. Έχουμε ως προς αυτό, τουλάχιστον δύο σχετικές μνείες: η πρώτη του 1486, αναφέρεται στον ιερέα Ιωάννη και η δευτέρα του 1496 σε Γεώργιο. Μάλιστα πρόκειται και για αδερφούς. Θα πρέπει, εδώ, να σημειωθεί, ότι το φαινόμενο της οικογενειακής συντεχνίας ζωγράφων παρατηρείται και ιδίως στην Κρήτη (οικογένειες Ρίτζου, Λαμπαρδού, Τζάνε κ.α.).
Δεν έχει εξακριβωθεί το κοσμικό όνομα του ζωγράφου μας, δεδομένου ότι το «Θεοφάνης» είναι το μοναχικό του. Ούτε γνωρίζουμε το ακριβές έτος γεννήσεως. Συγγενής του ήταν ο, επίσης, σημαντικός καλλιτέχνης Θωμάς Βαθάς και εξ αυτού υπάρχει η υποψία πως το βαπτιστικό του ήταν Θωμάς. Ήδη το 1527, εντοπίζουμε τον Θεοφάνη ως μοναχό, όντα χήρο (;) με δύο παιδιά.
Είναι άγνωστη η καλλιτεχνική του παραγωγή προ του 1527. Ο υποφαινόμενος έχει εκφράσει την άποψή από το 2003, ότι μια εικόνα στον τύπο της «Παναγίας του Πάθους» του Μουσείου της Ζακύνθου, η οποία έχει υποστεί μεταγενέστερη επέμβαση, ενδέχεται να ανήκει στον χρωστήρα του. Ο ναός από τον οποίο έχει προέλθει αυτή, χρονολογείται, ασφαλώς, από το 1517 και μεταγενέστερα.
Από τα τοιχογραφικά δείγματα του Θεοφάνους, το παλαιότερο εντοπίζεται στο Καθολικό της Ι. Μ. Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στα Μετέωρα, όπου σε επιγραφή διασώζεται μεταξύ άλλων, το έτος αγιογράφησης του Καθολικού (1527), αλλά και το όνομά του: «…ΧΕΙΡ ΘΕΟΦΑΝΗ Μ(ΟΝΑ)Χ(ΟΥ) ΤΟΥ ΕΝ ΤΗ ΚΡΙΤΗ ΣΤΡΕΛΗΤΖΑΣ». Από πλευράς φορητών εικόνων στην ευρύτερη περιοχή, έχει προταθεί ως ανήκουσα στο έργο του, η β΄ όψη αμφιπρόσωπης εικόνας στη βυζαντινή επισκοπική βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας.
Επόμενο έργο του Θεοφάνους, γνωστό σε εμάς, αποτελούν μια σειρά από τοιχογραφίες τις οποίες επιτέλεσε στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, σε Καθολικό και Τράπεζα (την περίοδο 1535–1541 κατά τον Χατζηδάκη). Το ότι επελέγη να ανιστορήσει την πρώτη τη τάξει Μονή του Άθωνος, δείχνει την ύπατη ανέλιξη και αναγνώριση του, τουλάχιστον στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Στην ίδια Μονή, υπάρχει ένας αριθμός φορητών εικόνων οι οποίες του αποδίδονται, όπως εικόνες Δωδεκαόρτου, δύο δεσποτικές, ένα τρίπτυχο (Άγιοι Νικόλαος και Αθανάσιος/ Σταύρωση / Αγίες Αικατερίνη και Παρασκευή) κ.α.
Ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στη Λαύρα, ο Θεοφάνης ενεγράφη στο εκεί μοναχολόγιο. Η μόνιμη, πλέον, εγκατάστασή του, σε συνδυασμό βέβαια με την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του, θα επιδράσει καίρια στην αθωνική παραγωγή του και θα καταστεί ο καταλυτικός μοχλός επικράτησης της κρητικής τέχνης στην Μακεδονία και την Ήπειρο. Στους θρύλους του Αγίου Όρους, μαρτυρούνται ως περίφημοι ζωγράφοι οι Θεοφάνης και Μανουήλ Πανσέληνος, με τον τελευταίο στον υποτιθέμενο ρόλο του δασκάλου του, παρότι τους χωρίζουν ίσως περισσότερο από 2 αιώνες.
Για άγνωστους, μέχρι σήμερα, λόγους, ο ζωγράφος μας αντήλλαξε το 1543 τα ακίνητα δικαιώματά του στη Λαύρα, με αντίστοιχα στις Καρυές. Η συγκεκριμένη μετακίνηση μας βάζει σε υποψίες, για το αν οφείλεται σε ανάγκη να βρίσκεται πλησιέστερα σε τόπους απ΄όπου, ενδεχομένως, του ανετέθησαν παραγγελίες. Κάπου εδώ, λοιπόν, αρχίζει και μας απασχολεί το ζήτημα της διαδρομής Καρυές Αγίου Όρους –Ι. Μ. Παντοκράτορος. Στην εν λόγω διαδρομή, περιλαμβάνονται τα εξής τέσσαρα Μοναστήρια: Κουτλουμούσι, Ιβήρων, Σταυρονικήτα και Παντοκράτορος. Σε όλες αυτές τις Μονές, υπάρχουν φορητές εικόνες, τις οποίες η ειδική έρευνα απέδωσε στον Θεοφάνη. Παράλληλα, όλες αυτές οι Μονές, διαθέτουν τοιχογραφικά σύνολα αυτής της περιόδου, τα οποία αποδίδονται στον ίδιο ή σε συνεργάτες του.
Από τις Καρυές και συγκεκριμένα το εκεί «Κάθισμα» της Μονής Σταυρονικήτα, των Αγίων Πάντων, προέρχονται οι δύο πιο διάσημες εικόνες του, η του Χριστού Κριτού – Παντοκράτορος και η της Θεοτόκου Οδηγητρίας, αμφότερες σε προτομή. Σχετικά μικρές στο μέγεθος (0.70 Χ 0.46) στελέχωναν, μάλλον, κάποιο μικρό τέμπλο. Σήμερα είναι ανηρτημένες, στις πρώτες κολόνες της δυτικής πλευράς του κυρίως Ναού του Καθολικού της Μονής Σταυρονικήτα.
Ελάχιστα λεπτά από τις Καρυές, συναντούμε την Μονή Κουτλουμουσίου. Διαθέτει δύο εικόνες της εποχής του Θεοφάνους (Χριστός «Παντοδύναμος» και Πρόδρομος), εκ των οποίων αυτή του Κυρίου «Παντοδυνάμου», έχει υποστηριχθεί, μερικώς, ως ανήκουσα στο χρωστήρα του μεγάλου Κρητός. Ως προς τις τοιχογραφίες του Ναού, φιλοτεχνήθηκαν κατά το έτος 1540 ή κατ΄ άλλους περί το 1548–9, με την πλάστιγγα να κλίνει προς την δευτέρα άποψη. Το εργαστήριο το οποίο ανέλαβε την εκτέλεση αυτή, δείχνει να είναι αυτό του Θεοφάνους, όμως, με τον ίδιο, να έχει, μάλλον, μόνο, την καλλιτεχνική εποπτεία.
Μετά από μιάμιση, περίπου, ώρα πεζοπορίας, ο προσκυνητής καταφθάνει από τη Μονή Κουτλουμουσίου στην Μ. Ιβήρων. Η Μονή, από τις παλαιότερες στο Άγιον Όρος, διαθέτει ένα αριθμό φορητών εικόνων, οι οποίες έχουν αποδοθεί, άμεσα, στον Στρελίτζα. Συνολικά 5 εικόνες και τα 4 τμήματα επιστηλίων. Τις πρώτες αποτελούν το τρίμορφο στο τέμπλο (Χριστός – Θεοτόκος –Πρόδρομος), ένας Χριστός ανηρτημένος κοντά στο δεξιό Χορό των ψαλτών και μια σπάνια και εξαιρετική Pieta. Ως προς τα επιστήλια, είναι 4 τμήματα των 3 θεμάτων έκαστο, από ένα σύνολο 24 θεμάτων, σήμερα ανηρτημένα, στο δυτικό τοίχο του κυρίως Ναού.
Η Μονή Σταυρονικήτα, βρίσκεται σε απόσταση, περίπου, μια ώρας από την Μονή Ιβήρων. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού, του μικρότερου στον Άθωνα, ανήκουν στον χρωστήρα του Θεοφάνους. Η ανάθεση τους έγινε το 1545, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης από τον Πατριάρχη Ιερεμία τον Α΄. Συμμετείχε, επίσης, ο υιός του Συμεών. Πέραν του Καθολικού, ο Θεοφάνης ανέλαβε και περάτωσε τις νωπογραφίες στην Τράπεζα και στο παραπλεύρως αυτής μικροσκοπικό παρεκκλήσιο του Προδρόμου. Το όλο έργο περατώθηκε μετά τον Ιούλιο του 1546, όποτε και απεδήμησε ο Πατριάρχης. Τις σχετικές πληροφορίες λαμβάνουμε όχι από εντοίχια επιγραφή, αλλά από έγγραφα της Μονής. Στη Μονή διατηρούνται αρκετές φορητές εικόνες του, όπως το Δωδεκάορτο του τέμπλου το οποίο είναι εμπλουτισμένο και περιλαμβάνει, συνολικά, 15 εικόνες.
Τελευταίος σταθμός του στη διαδρομή αυτή, ήταν η Μονή Παντοκράτορος, σε απόσταση περίπου μίας ώρας από τη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί εντοπίσθηκε η παρουσία ορισμένων φορητών εικόνων (Παντοκράτωρ και Οδηγήτρια τέμπλου και μια κάπως μικρότερη (91Χ80) της Μεταμορφώσεως). Η δημιουργία του έχει αναγνωρισθεί και σε σπαράγματα προερχόμενα από παρεκκλήσιο της Μονής, κάποια τμήματα εκ των οποίων, βρίσκονται και στο Μουσείο Hermitage της Αγίας Πετρουπόλεως. Ο ζωγράφος, κάποια στιγμή, επέστρεψε στην Κρήτη. Εκοιμήθη το 1559, με τον υιό Συμεών, να αναλαμβάνει, πιθανόν, το εργαστήρι στο Χάνδακα και τον έτερο υιό Νεόφυτο, ήδη από το 1552 μοναχό της Μονής Σταυρονικήτα, να συνεχίζει την παράδοση του πατρός του στον Άθωνα.