Ο 8ος αιώνας π.Χ. αποτελεί μία κρίσιμη και πολυσήμαντη φάση του Ελληνισμού. Αναγεννάται η εμπορική και αποικιακή δραστηριότητα των Ελλήνων, ανατολικά (Μικρά Ασία-Πόντος-Θράκη) νότια (Βόρεια Αφρική), βόρεια (Ιλλυρία, στην Αδριατική), δυτικά (Σικελία-Κάτω Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία). Κύμα ελληνικών αποικιών πρόβαλε προς τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. στην Δυτική Μεσόγειο, στην Κάτω Ιταλία και την Σικελία. Το αρχαίο όνομα τη Σικελίας ήταν Τρινακρία, δια τας τρείς γωνίας αυτής (Θουκυδίδ. ΣΤ 2), παρά ποιητάς δε και Τρινακία (Διογ. Περιηγ. 434, 467) και Θρινακία (Ομ. Στφ. Βζ.). Οι ιθαγενείς κάτοικοί της, οι Σικελοί, ελάχιστα αντιστάθηκαν και αντέδρασαν στην ελληνικοποίηση της Σικελίας, καταφεύγοντας στα βουνά.
Κατά τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. αλλά και αργότερα μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Έλληνες Ίωνες εξ Ευβοίας (π.χ. Χαλκίδα, Ερέτρια), πρωτοπόροι στην ελληνική προς δυσμάς επέκταση, Έλληνες Δωριείς Κορίνθιοι (η Κόρινθος αρχικά ιωνική μετά δωρική), Έλληνες Δωριείς Μεγαρείς, Έλληνες Δωριείς Τροιζήνιοι, Έλληνες Ίωνες εξ Αθηνών, Έλληνες Αχαιοί, Έλληνες Λοκροί, Έλληνες Δωριείς εκ Σπάρτης, Έλληνες Ρόδιοι, Έλληνες Κρήτες ίδρυσαν αποικίες και στην Δυτική Μεσόγειο (Σικελία-Κάτω Ιταλία). Παρατηρήθηκε δε υψηλός αριθμός ευβοϊκών αποικιών στην Σικελία αλλά και στην Κάτω Ιταλία. Οι ευβοϊκές αποικίες της Σικελίας και τις Κάτω Ιταλίας έκτισαν και άλλες αποικίες με ενισχύσεις Ιώνων πολιτών από της μητροπόλεις τους στην Ελλάδα. Η άνθηση που σημείωσαν οι ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας ήταν εντυπωσιακή. Καθεμιά από αυτές τις ελληνικές πόλεις στην Κάτω Ιταλία και Σικελία ήταν κυψέλη πνευματικής και καλλιτεχνικής ακμής. Η αρχαιοελληνική σκέψη και διανόηση από το ελληνικό Αιγαίο ευδοκίμησε με ευώδη άνθη και στην Σικελία-Κάτω Ιταλία. Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι βρήκαν εκεί έναν τόπο που θύμιζε Ελλάδα. Κλίμα μεσογειακό, εύφορα εδάφη, πλούσια σε γεωργικά προϊόντα. Χαρακτηριστικοί είναι οι μεγάλοι ναοί που κατασκεύασαν, καθώς είναι διπλάσιοι σε μέγεθος σε σχέση με αυτούς της μητροπολιτικής Ελλάδος, όπως στην Σελινούντα, στον Ακράγαντα και αλλού.
Με τις αποικίες αυτές, με τον μεγάλο αριθμό ιδρυομένων ελληνικών πόλεων στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, με την εκεί : διάδοση του αλφαβήτου, ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνών, διάδοση της θρησκείας των δώδεκα θεών, ίδρυση ιερών (ναών) των ελληνικών θεών, και κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού, η Κάτω Ιταλία και η Σικελία ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα. Η ρητορική, η φιλοσοφία, η τέχνη, τα μαθηματικά, και άλλοι κλάδοι του πνεύματος και της τέχνης έλαβαν τεράστια εξέλιξη στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος (Σικελία-Κάτω Ιταλία). Ο Πόντιος γεωγράφος Στράβων ονομάζει τους Έλληνες κατοίκους της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας κατοίκους της Μεγάλης Ελλάδος. Το πρώτον όμως, Μεγάλη Ελλάδα εκλήθη υπό του Έλληνος ιστορικού εκ Μεγαλοπόλεως Αρκαδίας Πολυβίου (202/200 π.Χ.-120/118 π.Χ.), η Κάτω Ιταλία, ήτοι η Απουλία, η Καλαβρία ή Καλαυρία, η Λευκανία, η Βρετία, για τις πολλές σ΄ αυτήν (Κάτω Ιταλία) ελληνικές αποικίες, ιδίως περί του κόλπου του Τάραντος. Η ανακάλυψη κορινθιακών αγγείων στην Ετρουρία χρονολογουμένων από τον 7ο αιώνα π.Χ. δείχνει ότι οι Κορίνθιοι, αρχικά Ίωνες και μετά την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.) Δωριείς, εμφανίζονται εκεί μετά τους Ίωνες Ευβοείς.
«Οι πρώτοι Ευβοείς συνέβαλαν στο να διαδοθούν στη Δύση προηγμένες τεχνικές παραγωγής, μία σύνθετη κοινωνική οργάνωση, τα γράμματα και η αφηγηματική παραστατική τέχνη. Η ιστορία των πρώτων Ελλήνων της Δύσης θα αναδειχθεί αντάξια του πνεύματος του Ομήρου. Το εγχείρημα των Ελληνικών εξορμήσεων προς τη Δύση κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. άνοιξε το δρόμο για μια μεταφορά πολιτισμού και τεχνολογίας από το Αιγαίο στην κεντρική Μεσόγειο με επιπτώσεις τόσο τεράστιες ώστε να έχει για το δυτικό πολιτισμό παντοτινή σημασία, ανώτερη από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη κατάκτηση του αρχαίου κόσμου. Οι περίλαμπροι αρχαίοι ελληνικοί ναοί και τα ελληνικά θέατρα της Σικελίας βεβαιώνουν πως το μεγαλύτερο αυτό νησί της Μεσογείου από τον 8ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 3 αιώνα π.Χ. ήταν ένα κομμάτι από την Μεγάλη Ελλάδα». David Ridgway, σπουδαίος συγγραφέας.
Για την Σικελία ο Γκαίτε είχε πει : « Η Σικελία και η Μεγάλη Ελλάδα με κάνουν να ελπίζω στην αναγέννηση μιας ζωής». Ο Γκαμπριέλ Φωρ : «Οι Έλληνες ήξεραν να διαλέγουν τις πιο ευγενικές τοποθεσίες για να υψώνουν τους ναούς τους. Είναι υπέρτατη τέχνη να προσθέτεις ομορφιά στην ομορφιά της φύσης». Ο δε Ανατόλ Φράνς : «Το νησί αυτό (Σικελία) είναι δοξασμένο. Η ομορφιά είναι κάτι μεγάλο και μεγαλειώδες που οι βάρβαροι αιώνες δεν μπόρεσαν να τους καταστρέψουν, σε σημείο που να μην απομείνουν αξιολάτρευτα δείγματα».
«Πρώτοι οι Χαλκιδείς της Εύβοιας ίδρυσαν αποικίες στην Ιταλία και στη Σικελία. Η αρχαιότερη αποικία στη Σικελία είναι η Νάξος και ιδρύθηκε από την Χαλκίδα το 734 π.Χ. Αργότερα η Νάξος ίδρυσε τους Λεοντίνους, την Κατάνη και τη Ζάγκλη. Στην Κάτω Ιταλία οι Χαλκιδείς της Εύβοιας ίδρυσαν την Κύμη το 757 π.Χ. και το 730 π.Χ.-720 π.Χ. ίδρυσαν το Ρήγιο στο νοτιότερο άκρο της Κάτω Ιταλίας. Όλες οι ελληνικές πόλεις στην Σικελία και Κάτω Ιταλία και όσες άλλες είχαν εξάρτηση από αυτές ήδη από τα αρχαία χρόνια ονομάστηκαν Μεγάλη Ελλάδα (Magna Graecia) και με την δραστηριότητά τους και το ανήσυχο πνεύμα τους συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του πολιτισμού της περιοχής αυτής». Βλέπε σελ. 22-23 βιβλίου «Θουκυδίδη Ιστορία» (Τα Σικελικά), Ε. Μ. Σούλη.
Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα θαυματούργησε και στην Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία-Σικελία) και ανεδείχθησαν και εκεί σπουδαίες ιωνικές πνευματικές προσωπικότητες (ανδρικές και γυναικείες), όπως και δωρικές και αχαϊκές, για τις οποίες (δωρικές και αχαϊκές) θα ακολουθήσει έτερο άρθρο :
Από την ιωνική πόλη Λεοντίνοι της Σικελίας: Ο Γοργίας ο Λεοντίνος (περίπου 483π.Χ. –376 π.Χ.), Ίων, σοφιστής εξ ού : «Το μη όν», αδελφός του Ηροδίνου (Πλάτων Γοργ. 448), μαθητής του Εμπεδοκλή κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., ο οποίος (Γοργίας) εθαυμάζετο δια την ευγλωττίαν του. Μαθητές δε του Γοργία ήσαν ο Θουκυδίδης, ο Αγάθων και ο Ξενοφών. Ο ίδιος εδίδαξε στα βήματα των εν Σικελία προδιδαξάντων Τισία και Κόρακα. Επιδιδόταν στην φιλοσοφία και έγραψε ως προαναφέραμε το : «Περί του μη όντος» ή «Περί φύσεως». Ήταν ο μετά τον Αβδηρίτη Ίωνα σοφιστή Πρωταγόρα επισημότερος σοφιστής, ολίγον νεώτερος του Πρωταγόρα και σύγχρονος του Ίωνα σοφιστή εκ Κέας Προδίκου, και αυτού του Προδίκου ολίγον νεωτέρου του Πρωταγόρα. Μαθητής δε του Γοργία υπήρξε και ο Πόλος. Όταν δε ο Γοργίας εστάλη πρέσβυς στην Αθήνα για να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων προς τους Λεοντίνους, κατέπληξε στη Εκκλησία του Δήμου με τα ρητορικά σχήματα της ομιλίας του. Ο Ηροδίνος, Ίων, εκ Λεοντίνων Σικελίας, ιατρός (Πλάτων Γοργ. 448).
Η ιωνική πόλη των Λεοντίνων ήταν αρχαία πόλη που ίδρυσαν το 728 π.Χ. οι Ίωνες κάτοικοι (Χαλκιδείς-Νάξιοι) της σικελικής Νάξου (σημεριν. Lentini), βλ. σελ. 919 Λεξ. Τεγόπουλου-Φυτράκη, της οποίας πόλεως Λεοντίνων το φρούριον ελέγετο Φώκαια (Θουκυδίδ. Ε, 4) και για την οποία πόλη (Λεοντίνοι) ο Διόδωρος λέγει ότι εκεί ετιμάτο ο Ηρακλής, γιατί εταυτίζετο με ποιμενικό θεό.
Από την ιωνική πόλη Κατάνη (Κατανία) της Σικελίας (σημερ. Katania), αρχαία πόλη, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στο ηφαίστειο της Αίτνας και ιδρύθηκε υπό των Ιώνων Χαλκιδέων της σικελικής Νάξου τον 8ο αιών π.Χ. (730/729/728π.Χ.) με αρχηγό τον Εύαρχο, και την οποία (πόλη) ο Στράβων λέγει «πολυανθρωποτέραν μετά της Μεσσήνης πόλιν της Σικελίας» (Στράβων ΣΤ, 268, 272) : Ο Χαρώνδας, περί τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., Ίων, υιός του Ξενοφάνη, φιλοσόφου και ποιητού, μαθητής του Πυθαγόρα, σπουδαίος νομοθέτης, ισάξιος του Λυκούργου και του Σόλωνα, που έδωσε στην πατρίδα του (Κατάνη) και στις υπόλοιπες χαλκιδικές, ήτοι των Χαλκιδέων, πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας (π.χ. Ρήγιον) νόμους, διακρινόμενους για την τελειότητά τους, την ηθική τους εντέλεια και την δικαστική τους ακρίβεια, και εφάμιλλους με τους νόμους του Ζαλεύκου, του νομοθέτη των Επιζεφυρίων Λοκρών, ο οποίος α) έζησε πιθανώς περί τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., β) θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που έδωσε γραπτούς νόμους, αλλά γι΄ αυτούς το μόνον γνωστόν είναι ότι απέβλεπαν στην ηθική τάξη και του ιδιωτικού και του δημοσίου βίου, εξασφάλιζαν ισότητα των ακινήτων κτήσεων (=ισότητα στις δικαιοπραξίες), καθόριζαν όριο ποινών απέναντι στις αποφάσεις αυθαιρέτων ποινών των δικαστών και οργάνωναν διάφορες αρχές, όχι όμως και όλο το σύστημα της πολιτείας (Διόδ. ΙΒ, 20- Κικέρων Cic.Legg. I, 6). Κατά τον φιλόσοφο Αριστοτέλη, το πρώτον που ενομοθέτησε ο Χαρώνδας είναι η «Επίσκεψις ψευδομαρτυριών» (= η αγωγή κατά των ψευδομαρτύρων). Προσέτι κατέστησε δυσχερεστάτη την μεταβολή, αλλαγή (=τροποποίηση) των νόμων. Τινές τον θεώρησαν μαθητήν του Πυθαγόρα (Πλάτων Πο. Σλ. 549- Διόδ. ΙΒ, 19). Συνέταξε νόμους σοφούς για την πόλη της Κατάνης της Σικελίας, και, κατά τον Αριστοτέλη, και για τις υπόλοιπες πόλεις των Χαλκιδέων στην Σικελία. Αξιοσημείωτες οι διατάξεις του περί οικογενειακού δικαίου (ρύθμιση σχέσεων μέσα στην οικογένεια) και ποινικού δικαίου (π.χ. ψευδομαρτυρία). Το νομοθετικό του έργο έγινε αποδεκτό και από άλλες ελληνικές πόλεις π.χ. από την Τέω της Μ. Ασία, από το νησί μας Κω των Δωδεκαννήσων μας κ.λ.π. Στην ιωνική πόλη Κατάνη υπάρχουν σήμερα ερείπια από ελληνικό θέατρο, στο οποίο το 415 π.Χ. μίλησε ο εξ Αθηνών Αλκιβιάδης προς τους κατοίκους της Κατάνης, προσπαθώντας να τους παρασύρει σε συμμαχία με τους Αθηναίους, και κοντά στο θέατρο αυτό υπήρχε Ωδείο που το χρησιμοποιούσαν για ομιλίες φιλοσόφων και μουσικές συναυλίες. Στην πόλη αυτή (Κατάνη) έμεινε πολύ καιρό, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Ξενοφάνης, πατήρ του Χαρώνδα, φιλόσοφος και ποιητής εκ της ιωνικής πόλεως Κολοφώνος της Μικράς Ασίας, και στην ίδια πόλη (Κατάνη) απεβίωσε ο εκ της ιωνικής πόλεως Ιμέρας της Σικελίας ραψωδός ποιητής Στησίχορος.
Από την ιωνική πόλη Ταυρομένιον (σημερ. Taormina) Σικελίας: Ο Τίμαιος (352/350π.Χ.-256/254 π.Χ.), Ίων, από το Ταυρομένιον (σημερινή Ταορμίνα) της Σικελίας, υιός του προαναφερθέντος Ανδρομάχου, διδάσκαλον έχων τον Φιλίσκον εκ της ιωνικής Μιλήτου Μικράς Ασίας, ιστορικός, που έγραψε το: «Ιστορίαι» (38 βιβλία) αναφερόμενο στις ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος (Κάτω Ιταλίας-Σικελίας) από την ίδρυσή τους μέχρι τον πρώτο (α΄) Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο Τίμαιος εκβληθείς της Σικελίας υπό του Αγαθοκλέους περί το 317 π.Χ. έγραψε το ιστορικόν του σύγγραμμα. Στα βαθιά του γεράματα επέστρεψε στην Σικελία και πέθανε περί το 256 π.Χ. σε ηλικία 96 ετών. Το σπουδαιότερο έργο του είναι «Ιστορία της Σικελίας» από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι την 129η Ολυμπιάδα. Σε ένα άλλο σύγγραμμά του αναφέρεται στις εκστρατείες του Πύρρου. Ένα άλλο σύγγραμμά του είχε τίτλο «Ολυμπιονίκαι».
Την ιωνική πόλη Ταυρομένιον (σημερ. Taormina) ίδρυσαν το 728 π.Χ. οι Χαλκιδείς Ίωνες της Νάξου Σικελίας. Η πόλη ευρίσκεται ανάμεσα στο όρος Ταύρος και τη θάλασσα. Κοντά στην πόλη υπάρχει παραλία μνημονευομένη γιατί εις αυτήν εξεβράζοντο τα παρά την Χάρυβδιν ναυάγια (Στράβων). Η πόλη εδέχθη τους ελθόντας το 368 π.Χ. Ίωνες Ναξίους της πόλεως της σικελικής Νάξου με τον Ανδρόμαχο, πατέρα του ιστοριογράφου Τιμαίου, μετά την καταστροφή της πόλεως αυτής ( σικελικής Νάξου) από τον Διονύσιο τον πρεσβύτερο. Ήκμασε η πόλη το 358 π.Χ. Η ίδια διατηρεί μέγιστο αρχαίο θέατρο, καλά διατηρημένο και δεκτικό σαράντα χιλιάδων θέσεων (40.000) και «κατά μέρος εν τω βράχω λελαξευμένον» (=ένα τμήμα του ευρίσκεται σε λαξευμένο βράχο).
Από την ιωνική πόλη Ζάγκλη της Σικελίας : Ο Δικαίαρχος (4ος αιών π.Χ.), Ίων, ο οποίος α) υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλους (384π.Χ.-322π.Χ.) και συμμαθητής του Αριστομένη με δάσκαλο τον Αριστοτέλη, β) ήταν ιδρυτής της επιστημονικής γεωγραφίας, γ) καθόρισε έναν άξονα αναφοράς για τον υπολογισμό των αποστάσεων, δ) ασχολήθηκε και με το φαινόμενο της παλίρροιας, που το συσχέτισε με την επίδραση του Ηλίου, ε) υπήρξε φιλόσοφος περιπατητικός, χαρτογράφος, γεωγράφος, μαθηματικός, συγγραφέας στ) έγραψε βιβλία για πολιτική και φιλοσοφία. Το έργο του «Βίος Ελλάδος» αποτελεί ιστορικογεωγραφική περιγραφή της Ελλάδος για τον πολιτικό οργανισμό και τα ήθη της. Άλλο του έργο : το : «Περί μουσικών οργάνων». Τα φιλοσοφικά του έργα επαίνεσε ο Κικέρων, αλλά απωλέσθησαν. Ο Εύβουλος, Ίων, εκ Ζάγκλης Σικελίας, πυθαγόρειος φιλόσοφος. Ο Πυθογένης, αδελφός του βασιλέως της Ζάγκλης, του καλουμένου Σκύθου (Ηροδοτ. ΣΤ. 23).
Την ιωνική πόλη Ζάγκλη αποίκησαν το 730/725 π.Χ. Ίωνες Χαλκιδείς, Ίωνες Ερετριείς και Ίωνες Νάξιοι Σικελίας, στον πορθμό μεταξύ Σικελίας και Ιταλίας, με αναφερόμενο αρχηγό των Χαλκιδέων τον Κραταιμένη. Κατά τον ιστορικό Θουκυδίδη «ο Κραταιμένης «οδηγήσε αποικίαν εις την Ζάγκλην της Σικελίας» (Θουκυδίδη ΣΤ 4). Η Ζάγκλη α) έλεγχε τον στενό-πορθμό μεταξύ Σικελίας και Κάτω Ιταλίας μαζί με το Ρήγιο – η Ζάγκλη από την πλευρά της Σικελίας και το Ρήγιο από την πλευρά της Κάτω Ιταλίας- παρεμποδίζοντας οι δύο αυτές πόλεις την κατάληψη του στενού από άλλες δυνάμεις, β) μετονομάστηκε αργότερα Μεσσήνη (δωρ. Μεσσάνα), (σημερινή Messina) της Σικελίας από τον τύραννο Αναξίλα, για να θυμίζει την μεσσηνιακή του καταγωγή και γ) ίδρυσε στην Σικελία την πόλη Μύλες (αι Μύλαι : νυν Μιλάτσο) και την πόλη Ιμέρα (649/8 π.Χ.)(σημερ. Imera)].
Από την ιωνική πόλη Ιμέρα της Σικελίας : Ο Στησίχορος (632/631 π.Χ.-556/555 π.Χ.), Ίων εξ Ιμέρας, ακμάσας περί το 600 π.Χ., τον οποίον εθεώρουν μερικοί ισάξιο του Ομήρου. Περίφημος ραψωδός, λυρικός χορικής ποίησης, που διοργάνωνε χορούς με συνοδεία λύρας ή κιθάρας. Το όνομά του ήταν Τίσσας, επεκλήθη δε Στησίχορος διότι οργάνωνε, ωργάνιζε και εγύμναζε τους χορούς. Εις έν των ποιημάτων του κατηγόρησε την Ωραία Ελένη ως υπαίτια των παθημάτων του Τρωϊκού πολέμου. Ετυφλώθη δε υπ΄ αυτής, η οποία καθ΄ ύπνον εμφανισθείσα σ΄ αυτόν, του προσήψε την συκοφαντίαν. Τότε ο Στησίχορος συνέταξε νέα επανορθωτική ωδή (παλινωδία), εις την οποίαν εδιηγείτο πως είδωλον μόνον της Ωραίας Ελένης ηρπάγη στην Τροία, και τότε του απεδόθη η όρασις υπό της Ωραίας Ελένης. Έγραψε δηλ. αρχικά ωδή σε βάρος της ωραίας Ελένης, δια τούτο ετιμωρήθη δια τυφλότητος και ακολούθως έγραψε άλλη ωδή ως αναίρεση της πρώτης, ήτοι ανακαλούσα την προσβλητική πρώτη ωδή, αναβλέψας αύθις (=αποκτήσας και πάλιν την όρασιν του). Εκ της νέας ωδής, παλινωδίας η χρησιμοποιημένη σήμερα λέξη : παλινωδία (=ανατροπή). Έτσι μετά από αυτό, επεκράτησε η λέξη παλινωδία επί πάσης αναιρέσεως των πριν γεγραμμένων. Είχε τάφο στην Ιμέρα της Σικελίας, και έτερον (τάφον) στην Κατάνη της Σικελίας προ των Στησιχορίων πυλών. Ο Στησίχορος πρώτος επινόησε και προσέθεσε στην στροφή και αντιστροφή την επωδό, επικληθείς δια τούτο μελωδός Όμηρος. Την θρησκευτική ποίηση και μουσική, που στους Δωριείς το πρώτον εκαλλιεργήθη, τελειοποίησαν περί την 30η Ολυμπιάδα (660 π.Χ.) ποιητές, όπως ο Στησίχορος εξ Ιμέρας (Ολυμπ. 33η –55η =635 π.Χ.-560 π.Χ.). Ο Στησίχορος ήταν σύγχρονος αλλά κατά τι νεώτερος του Αλκμάνος, ο οποίος (Αλκμάν) ήταν κι αυτός Έλλην εκ των Σάρδεων της Λυδίας, βλ. σελ. 67 τόμος Α΄, Λεξ. Ελλην. Αρχαιολ. Αλέξ. Ραγκαβή, κι αυτός (ο Αλκμάν) λυρικός ποιητής της 40ης Ολυμπιάδος (620 π.Χ.). Ο Αλκμάν ως δούλος στην Σπάρτη ανατραφείς στην οικία του Αγησίδου, απηλευθερώθη και επολιτογραφήθη. Έγραψε κυρίως Παρθένια, δηλ. ύμνους των χορών των παρθένων, παιάνες, ύμνους, ερωτικά και εθαυμάζετο μεγάλως εις την αρχαιότητα.
Προσέτι εκ της ιωνικής πόλεως Ιμέρας της Σικελίας διεκρίθησαν : Ο Πέτρων Ιμεραίος, εξ Ιμέρας, Ίων, αρχαίος Πυθαγόρειος φιλόσοφος, που έζησε τον 6ο ή 5ο π.Χ. αιώνα. Υπήρξε υπερασπιστής της αριθμολογίας του διδασκάλου του Πυθαγόρα. Για την ερμηνεία της τάξεως του κόσμου λαμβάνει ως βάση το ισόπλευρο τρίγωνο, το οποίο θεωρεί ως το τελειότερο γεωμετρικό σχήμα. Πληροφορίες γι αυτόν αντλούμε από το έργο του Πλουτάρχου με ενδιάμεσο τον Ίππυ από το Ρήγιο. Ο Σίμος, αρχιτέκτων και κτίστης της ιωνικής πόλεως Ιμέρας εν Σικελία, πιθανώς εξ Ιμέρας (Θουκυδίδ. ΣΤ, 5).
Την ιωνική πόλη Ιμέρα Σικελίας ίδρυσε ο εκ της ιωνικής Ζάγκλης Σικελίας Σάκων (Θουκυδίδ. ΣΤ, 5) και έκτισε ο αρχιτέκτων Πάμμιλος, εκ Μεγάρων Αττικής (Θουκυδίδ. ΣΤ, 4). Στην ίδια πόλη (Ιμέρα) υφίστανται σωζόμεναι βάσεις αρχαίου ναού, που δεν είναι γνωστό σε ποιόν είναι αφιερωμένος. Η πόλη αυτή (Ιμέρα) είτα μετωνομάσθη Θέρμαι (Στράβων ΣΤ 265), (νυν Τέρμινι).
Ιωνική πόλη η Ιμέρα λοιπόν στην Σικελία, ιωνική-ποντιακή πόλη και η Ίμερα στον Πόντο. Μη ορθά καταχωρημένη στο Υπουργείο Εσωτερικών η ονομασία του Δ.Δ. «Ίμερα» του Δήμου Σερβίων Κοζάνης, ως «Τα Ίμερα», το ορθόν «Η Ίμερα») – Οι λέξεις : η ιμέρα (Ιμέρα) και η ίμερα (Ίμερα), (ίμερος), προέρχονται εκ του ρήματος ιμείρω και ιμέρρω = επιθυμώ τι σφοδρώς, τουτέστιν ίμερα και ιμέρα = αξιαγάπητη, επιθυμητή, ποθητή, ερασμία (εκ του εράω-ώ), αξιέραστη, βλ. σελ. 468-469 Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Ιωάννου Σταματάκου. Σπουδαίο το σύμπλεγμα του Έρωτος, του Ιμέρου και του Πόθου (Ιμέρου και Πόθου, οπαδών της Αφροδίτης) εις το Αφροδίσιον των Μεγάρων, γλυπτό έργο του εκ Πάρου Κυκλάδων εξόχου αρχαίου μας γλύπτου Σκόπα (Παυσαν. Δ, 43 – Plinios XXXVI, 4, 7),
Επιβεβλημένη, ως εκ τούτου, προς αποφυγή συγχύσεως ή λάθους, η στις επιγραφές, τις οποίες συναντούμε κατά την πορεία μας στις οδούς (δημοτικές, επαρχιακές, εθνικές), αναγραφή και των άρθρων των ονομασιών των χωριών, κωμοπόλεων, πόλεών μας, όπως επιβεβλημένη είναι η αναγραφή και των άρθρων στις ονομασίες των οδών επί των εντός των κωμοπόλεων και πόλεών μας επιγραφών των οδών.
Από την ιωνική Κύμη της Κάτω Ιταλίας, κοντά στη Napoli, στις ακτές της Καμπανίας: Ο Αντίδωρος, εκ Κύμης Κάτω Ιταλίας, Ίων, γραμματικός, ίσως του 5ου αιώνα π.Χ., συγγραφέας έργου περί των δύο ποιητών μας Ομήρου και Ησιόδου. Ο Έφορος εκ Κύμης, ιστορικός του 4ου αιώνα π.Χ., με διδάσκαλο τον Αθηναίο φιλόσοφο Ισοκράτη γεννηθέντα το 436 π.Χ.
Η ιωνική Κύμη Κάτω Ιταλίας ιδρύθηκε α) κατά τον Θουκυδίδη το 757 π.Χ. από Χαλκιδείς της Εύβοιας (βλ. σε. 22 βιβλίου «Θουκυδίδη Ιστορία», β) κατά τον Λίβιο το 750 π.Χ. από ένα σώμα Χαλκιδέων προερχομένων από τις Πιθηκούσες. Η εκδοχή του Στράβωνα για την ίδρυση της Κύμης δεν περιλαμβάνει τις Πιθηκούσες. Ο Στράβων μνημονεύει Χαλκιδείς και Ερετριείς στις Πιθηκούσες, ενώ ο Λίβιος ομιλεί μόνο για Χαλκιδείς από τις Πιθηκούσες ως ιδρυτές της Κύμης. Οικιστές, αρχιτέκτονες, κτίστες της εν Ιταλία Κύμης ήσαν ο Μεγασθένης εκ Χαλκίδος Ευβοίας και ο Ιπποκλής εκ Κύμης Ευβοίας. Ο Πλίνιος γνώριζε την εκδοχή του Στράβωνα για την ίδρυση της Κύμης, ότι δηλ. οι οικιστές της Κύμης Μεγασθένης και Ιπποκλής συμφώνησαν πως η πόλη θα έπρεπε α) να θεωρηθεί αποικία της Χαλκίδος (της πατρίδος του Μεγασθένη) και β) να πάρει το όνομά της από την Κύμη (την πατρίδα του Ιπποκλή. Η ίδρυση της Κύμης στην Κάτω Ιταλία έχει τεράστια σημασία, γιατί το ελληνικό αλφάβητο από την αποικία της Κύμης Κάτω Ιταλίας, που ήταν το πιο βόρειο σημείο αποικιών των Ελλήνων στην Ιταλία, διαδόθηκε σ΄ ολόκληρη την Ιταλία καθώς το χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι. Το ίδιο ελληνικό αλφάβητο μεταχειρίζονται σήμερα όλοι οι δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί.
Από την ιωνική πόλη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, η οποία α) ιδρύθηκε σε ερείπια παλαιάς πόλης (Παλαιόπολης) τον 8ο αιώνα π.Χ. (750 π.Χ.) στην δυτική ακτή της Ιταλίας από Ίωνες Χαλκιδείς της γειτονικής ιωνικής Κύμης, ιδρυομένης (της Κύμης Ιταλίας) υπό των Ιώνων Χαλκιδέων των Πιθηκουσών, λαμβάνοντας την ονομασία Νεάπολη, και μετά Νάπολη, νυν (Napoli) Ιταλίας, σπουδαίες προσωπικότητες είναι : Ο Αισχίνης ο Νεαπολίτης (2ος αιών π.Χ.), Ίων, περιπατητικός φιλόσοφος, μαθητής του Ροδίου Μελανθίου, ζήσας περί το 110 π.Χ. Ήταν αρχηγός της Ακαδημίας του Πλάτωνα στην Αθήνα, μαζί i) με τον φιλόσοφο-ακαδημαϊκό Χαρμάδα, μαθητή του Καρνεάδη, ο οποίος (Χαρμάδας) έζησε και ο ίδιος περί το 110 π.Χ. και δίδαξε στην Αθήνα φιλοσοφία και ρητορική και τον οποίο (Χαρμάδα) α) τινές χαρακτηρίζουν ιδρυτή τέταρτης Ακαδημίας και β) ο Κικέρων λέγει έχοντα έξοχο μνημονικό και ιδιαίτερη ευγλωττία και ii) με τον Κλειτόμαχο, έναν εκ των επισημοτέρων φιλοσόφων της νέας Ακαδημίας περί το 130 π.Χ., στον οποίο (Κλειτόμαχο) αποδίδονται 400 συγγράμματα, και ο οποίος (Κλειτόμαχος) ήταν μαθητής του Ακαδημαϊκού Καρνεάδη. Ο Σίρων, Ίων εκ Νεαπόλεως, επικούρειος φιλόσοφος του 1ου αιώνα π.Χ., ο οποίος εργάστηκε ως δάσκαλος της φιλοσοφίας στην Νεάπολη Ιταλίας και ήταν ξακουστός για τον αυτοσχεδιασμό του στην ρητορική τέχνη.
Από την ιωνική πόλη Ρήγιον της Κάτω Ιταλίας, στο νοτιότερο άκρο της Κάτω Ιταλίας, την οποία (πόλη) ίδρυσαν : κατά μεν τον ιστορικό Θουκυδίδη το 730π.Χ./720 π.Χ. Χαλκιδείς της Ευβοίας, βλ. σελ. 22-23 βιβλίου «Θουκυδίδη Ιστορία», κατά δε τον ιστορικό Ηρόδοτο το 725/715 π.Χ. Ίωνες Χαλκιδείς και άλλοι Ίωνες Ευβοιείς, τους οποίους οδηγούσε ο εκ Ζάγκλης Αντίμνηστος, στην ιταλική πλευρά του στενού μεταξύ Σικελίας-Ιταλίας, και δέχονταν ως συνοίκους Μεσσηνίους πρόσφυγες. επίσημη πόλη της μεσημβρινής Ιταλίας επί του Σικελικού Πορθμού (Ηρόδοτος Α, 170) : Ο Λέαρχος ή Κλέαρχος, Ίων, γλύπτης, μαθητής του Διποίνου και του Σκύλλιδος, αρχαϊκός Δαιδαλίδης, ο οποίος ειργάσθη εν Σπάρτη Δία χαλκούν, του οποίου τα μέρη ήσαν δι ήλων (=καρφιών) συνηρμοσμένα (Παυσανίας Γ, 17, ΣΤ,4). Υπήρξε σπουδαίος γλύπτης, δάσκαλος του εκ Ρηγίου επίσης γλύπτου Πυθαγόρα. Ο ίδιος (Λέαρχος ή Κλέαρχος) είχε δάσκαλο τον Κορίνθιο Εύχειρον. Ο Πυθαγόρας ο Ρηγίνος ή εκ Σάμου (475π.-450 π.Χ.), Ίων, επισημότατος γλύπτης, μαθητής του Λέαρχου ή Κλέαρχου, περί την 70η Ολυμπιάδα (70ους Ολυμπιακούς Αγώνες), κατά Παυσανία (ΣΤ, 4). Υπό Πλινίου (ΧΧΧΙV,19), Ρωμαίου συγγραφέως γεννηθέντος το 23 μ.Χ., τάσσεται στην 87η Ολυμπιάδα (485 π.Χ.), αλλά φαίνεται πως ήταν αρχαιότερος, διότι έγλυφε – κατασκεύαζε ανδριάντας Ολυμπιονικών της 75ης, 74ης και 73ης Ολυμπιάδος (485 π.Χ.). Ο μεν Παυσανίας λέγει (ΣΤ. 4) ότι ήταν «αγαθός τα εις πλαστικήν» και χαρακτηρίζει ένα εκ των έργων του (ΣΤ. 18) ως «θέας εις τα μάλιστα άξιον» (=σπουδαίο αξιοθέατο). Ο δε Διογένης ο Λαέρτιος (Πυθαγόρας Η, 25) τον επαινεί ως «πρώτον δοκούντα ρυθμού και συμμετρίας εστοχάσθαι» (= ως τον πρώτο και σκέφθηκε και απέδωσε στα έργα του ρυθμό και συμμετρία). Κατά τον Πλίνιον (XXXIV 19,4) «πρώτος παρέστησε επιμελέστατα φλέβας, νεύρα και κόμην» με σπουδαία μετάβαση «από την σκληρή αρχαϊκήν τέχνην εις την ανωτέραν της φύσεως μίμησιν». Κατά τον Πλίνιον δε, επί έργου του (γλυπτού) αποδίδοντος τραυματίαν χωλόν (ίσως τον Φιλοκτήτην) «εις τας πληγάς εξεφράζετο ο του άλγους βαθμός (= στις πληγές του γλυπτού απεικονιζόταν το μέγεθος του πόνου). Επεξεργαζόταν όχι μόνο λίθο, αλλά και χαλκό. Κατασκεύαζε αγάλματα αθλητών, θεών, όπως του εν Θήβαις κιθαρωδού Απόλλωνα, μυθικών προσώπων, αλλά και ιστορικών προσώπων. Επιμελήθηκε ιδίως της συμμετρίας, της ανατομικής ακριβείας και της εκφράσεως των «ψυχικών» κινήσεων των δημιουργημάτων του.
Επίσης εκ του Ιωνικού Ρηγίου Κάτω Ιταλίας, όπου έκειτο η Ρηγίνων στηλίς ή το Ρήγιον ακρωτήριον, που αποτελούσε τον πορθμόν της Μεσσήνης, και ελέγετο ότι εκεί δια σεισμών ερράγη ο πορθμός και εχωρίσθη η Σικελία από την Ιταλία. : Ο Ίβυκος [6ος αιών π.Χ. ή περί την 63η Ολυμπιάδα (63ους Ολυμπιακούς αγώνες, 528 π.Χ.)]. Ίων, λυρικός χορικής ποίησης, του οποίου τα λυρικά ποιήματα είναι συγγενικά με τα του Στησιχόρου του εξ Ιμέρας Σικελίας. Περιφημότερα μάλιστα ήσαν τα ερωτικά του ποιήματα, πρωτότυπα και εμπνεόμενα υπό θερμού αισθήματος. Ο ίδιος συνέβαλε στην εξέλιξη του ύμνου σε ποιητικό καλλιτέχνημα (530 π.Χ.). Ο ύμνος εξελίχθηκε ως τέτοιο (ποιητικό καλλιτέχνημα) ολίγον προ των Περσικών πολέμων, κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., με εκπροσώπους τον Ίβυκο, ποιητή εκ Ρηγίου Σικελίας (530 π.Χ.), τον Σιμωνίδη τον Κείο, ποιητή εκ Κέας (νήσου των Κυκλάδων), (556-469 π.Χ.) και τον Βακχυλίδη εξ Ιουλίδος της Κέας, ακμάζοντα το 472 π.Χ., ανεψιό του Σιμωνίδη του Κείου (473 π.Χ.). Ο Ίππυς εκ Ρηγίου, ιστορικός συγγραφέας, έζη, κατά Σούδα, επί των Περσικών, και έγραψεν ιστορικάς πραγματείας, όπως : «Σικελικά», «Χρονικά», «Κτίσιν Ιταλίας». Ο Θεαγένης, εκ Ρηγίου, Ίων, αρχαίος φιλόσοφος, συγγραφέας του 6ου αιώνα π.Χ. εξηγώντας αλληγορικώς τα εν τω Ομήρω μυθολογούμενα. Ο Ίππων εκ Ρηγίου Κάτω Ιταλίας ή εκ Σάμου (6ος ή 5ος αιών π.Χ.), προσωκρατικός φιλόσοφος.
Από την ιωνική πόλη Θούριοι Κάτω Ιταλίας (σημερ. Καλαβρίας), την οποία ίδρυσαν το 443 π.Χ. Ίωνες Αθηναίοι : Ο Άλεξις (375π.Χ.-275π.Χ.), θείος του Μενάνδρου και δάσκαλός του στη δραματική τέχνη. Η Θεανώ η Θουρία (μέσα 6ου αιώνα π.Χ.), μαθηματικός, αστρονόμος. Δίδαξε αστρονομία και Μαθηματικά στις Σχολές του Πλάτωνα στον Κρότωνα. Θεωρείται η διασημότερη γυναίκα αστρονόμος και κοσμολόγος της αρχαιότητος. Μαθήτευσε κοντά στον Πυθαγόρα (580 π.Χ.-500π.Χ.), θεωρουμένη, εκ τούτου, «θυγατέρα» του Πυθαγόρα. Επινόησε η ίδια τη θεωρία της Χρυσής Τομής ή Χρυσού Κανόνα» για τα Μαθηματικά και την Τέχνη. Έγραψε το «Θεώρημα Χρυσής Τομής», «Βίος του Πυθαγόρα» και το «Περί αρετής», το οποίο αφιέρωσε στον μεγάλο πολεοδόμο και αρχιτέκτονα του 5ου αιώνα π.Χ. Ιππόδαμο τον Μιλήσιο. Ο Βροντίνος, Ίων, ιατρός, πατέρας της Θεανούς της Θουρίας.
Προσέτι υπήρχαν οι κάτωθι ιωνικές πόλεις και χωρία στην Σικελία και Κάτω Ιταλία :
Η ιωνική πόλη Νάξος της Κάτω Ιταλίας, (σημερ. Ciardini Naxos), η οποία ήταν η αρχαιότερη ελληνική αποικία στη Σικελία και ιδρύθηκε από Χαλκιδείς της Εύβοιας το 757/734 π.Χ. Για την πόλη αυτή (Νάξο) ο Θουκυδίδης αναφέρει πως ιδρύθηκε από Χαλκιδείς της Ευβοίας, αν και φαίνεται να φέρει το όνομα κυκλαδικού νησιού, της Νάξου Κυκλάδων. Στην ίδια πόλη (Νάξο Σικελίας) σήμερα υπάρχουν υπολείμματα του ναού της Αφροδίτης και έξω από την πόλη ιδρύθηκε από τον αρχηγό των Χαλκιδέων της Ευβοίας Θεοκλή ή Θουκλή ο βωμός του Απόλλωνα Αρχηγέτη. Όταν ξεκινούσαν από την Σικελία αντιπρόσωποι στις θρησκευτικές τελετές προς Ελλάδα, θυσίαζαν πρώτα σ΄ αυτόν τον βωμό του Απόλλωνος. Πλησίον δε της πόλεως της σικελικής Νάξου κατόπιν εκτίσθη και η πόλη Ταυρομένιον (νυν Ταορμίτα). Κατά τον Θουκυδίδη η Νάξος ίδρυσε τους Λεοντίνους, την Κατάνη και την Ζάγκλη, βλ. σελ. 22 βιβλ. «Θουκυδίδη Ιστορία».
Οι ιωνικές ευβοϊκές Πιθηκούσες κατά τον γεωγράφο Πόντιο Στράβωνα (47/46 π.Χ.-24/23 μ.Χ.), ζήσαντα την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορος Αυγούστου, ιδρύθηκαν ή αποικίστηκαν από Ίωνες Ευβοείς (Χαλκιδείς και Ερετριείς) το 770 π.Χ. στα νησιά Αιναρία και Προχύτη ή στο νησί Ίσκια, στον κόλπο της νυν Napoli της Κάτω Ιταλίας απέναντι από τις ακτές της Καμπανίας. Κατά τον Ρωμαίο ιστοριογράφο Λίβιο πάλι, γεννηθέντα το 58 μ.Χ., Χαλκιδείς, Ερετριείς και Κυμαίοι εκ Κύμης Ευβοίας, οι οποίοι (Κυμαίοι Ευβοίας) ανάγουν την καταγωγή τους στην Χαλκίδα Ευβοίας, αποβιβάστηκαν περί το 770 π.Χ. στα νησιά Αιναρία και Πιθηκούσες και στη συνέχεια δοκίμασαν μεταφέροντας τη βάση τους στην απέναντι ηπειρωτική ακτή ιδρύοντας την Κύμη (Livios VIII, 22. 5-6).
Η ιωνική πόλη Μύλες της Σικελίας, την οποία ίδρυσαν Χαλκιδείς της σικελικής Νάξου το 700 π.Χ.
Η ιωνική πόλη Δικαιαρχεία ή Δικαιαρχία, ιωνική σαμιακή αποικία του 6ου αιώνα π.Χ. στην Καμπανία της Ιταλίας που μετονομάστηκε σε Ποτιόλους από τους Ρωμαίους (164 π.Χ.), βλέπε σελ. 894 Λεξικού Τεγόπουλου-Φυτράκη.
Η ιωνική πόλη των Ιώνων Σαμίων στην Ιταλία Κορφίνιον (Στράβων), νυν Σαν Περίνο.
Η ιωνική πόλη Πυξούντα (Πυξούς –ούντος), ιωνική πόλη της Λευκανίας εν τη Κάτω Ιταλία, αποικία της εν Σικελία ιωνικής πόλεως Ζάγκλης ή Μεσσήνης (Στράβων ΣΤ), η οποία (Πυξούντα) παρά Λατίνοις ελέγετο Buxentum, νυν Πυλέκαστρον.
Η ιωνική πόλη Μοργάντιον της Σικελίας, η οποία ιδρύθηκε σε υψόμετρο 600 μέτρων από Χαλκιδείς της Σικελίας και στην οποία διατηρούνται ιωνικό θέατρο του 4ου αιώνα π.Χ., αγορά, βουλευτήριο και ιερά της θεάς Δήμητρας και της θυγατέρας της Περσεφόνης.
Το χωρίον Τρώτιλον εν Σικελία μεταξύ των δωρικών Συρακουσών, αποικίας των Δωριέων και όχι Ιώνων Κορινθίων – η Κόρινθος ήτο αρχικά ιωνική, όμως μετά την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.) κατέστη δωρική – και των ιωνικών Λεοντίνων.
Βιβλιογραφία :
1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Β, Αρχαϊκοί χρόνοι, Τόμος Γ1 Κλασσικός Ελληνισμός (1), Τόμος Γ2 Κλασσικός Ελληνισμός (2), Τόμος Δ Μέγας Αλέξανδρος – Ελληνιστικοί Χρόνοι, Τόμος Ε Ελληνιστικοί Χρόνοι, Τόμος ΣΤ Ρωμαϊκοί Χρόνοι.
2. Στη Σικελία αναζητώντας τη Μεγάλη Ελλάδα του Ι. Βασιλείου.
3. Οι πρώτοι Έλληνες της Δύσης – Η Αυγή της Μεγάλης Ελλάδος του David Ridgway.
4. Οι Δρόμοι των Ελλήνων – Κείμενα των Βλάση Αγτσίδη, Γεωργίου Γιακουμή, Αλεξάνδρου Κιτρόεφ, Κώστα Λούκερη, Κυριακής Πετράκη, Αναστασίου Τάμη.
5. Λεξικό της Ελληνικής Αρχαιολογίας, Τόμοι Α-Β, Αλεξάνδρου Ραγκαβή, 1888.
6. Θουκυδίδη Ιστορία (Τα Σικελικά) Ε.Μ. Σούλη.
7. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας των Αναστασίου Στέφου, Εμμανουήλ Στεργιούλη και Γεωργίας Χαριτίδου.
8. Χρονολογία της Ελληνικής Αρχαιότητος 776 π.Χ.- 394 μ.Χ. του Ροβήρη Μανθούλη.
9. Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων ως το 30 π.Χ. των Λάμπρου Τσακτσίρα και Μιχάλη Τιβερίου.
10. Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων ως τα 146 π.Χ. της Αθηνάς Καλογεροπούλου 1975.
13-6-2024