Θυμάμαι τον εαυτό μου να «συναντά» για πρώτη φορά τον Νίκο Ξυλούρη σε μια τραγική στιγμή: στο πατρικό μου σπίτι, κοιτώντας πλάνα της κρατικής τηλεόρασης από τα Ανώγεια την ημέρα της κηδείας του κάπου στα 1980. Μαρτυρικό το χωριό του (3 ολοκαυτώματα 1822, 1867, 1944). Τίποτα, όμως, από αυτά τα σημαντικά που επέλεξε στην προσωπική του ζωή, δεν του χαρίστηκε. Δυσκολεύτηκε πολύ για να πείσει τον πατέρα του ώστε να γίνει λυράρης, έκλεψε την γυναίκα του, την Ουρανία Μελαμπιανάκη, έφυγε πολύ νωρίς, πρόσφατα και ο γιός του Γιώργης.
Την δεκαετία του 60΄ θα γνωριστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μέχρι, όμως, να συνεργαστούν δισκογραφικά, ο Ξυλούρης, ήδη, είχε βραβευτεί σε παραδοσιακό φεστιβάλ του Σαν Ρέμο. Είχε ιδρύσει το 1967 κρητική παραδοσιακή μπουάτ στο Ηράκλειο, ενώ προέρχονταν από την μεγάλη επιτυχία του δίσκου «Ανυφαντού» του 1969. Τέλος, από τον Σεπτέμβριο του 1969, είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, τραγουδώντας στο «Κονάκι». Εκεί θα τον γνωρίσει ο Ερρίκος Θαλασσινός και κάποια στιγμή θα τον προτείνει στον Γιάννη Μαρκόπουλο, αφού προέκυψε και η γνωριμία και κουμπαριά του Νίκου με τον Τάκη Λαμπρόπουλο. Εν τέλει, Ξυλούρης και Μαρκόπουλος θα έρθουν σε συνεργασία, αφού συμφώνησαν να δισκογραφηθεί το «Χρονικό» στη PHILIPS και τα «Ριζίτικα» στη COLUMBIA.
To «Χρονικό», εκδόθηκε το 1970, ανοίγοντας μια σειρά μεγάλων δίσκων στην ιστορική και δύσκολη συνεργασία των δύο Ελλήνων καλλιτεχνών. Οι περισσότεροι, εξαιρετικοί, ποιητικοί στίχοι του Κώστα Γεωργουσόπουλου (ως Κ. Χ. Μύρης), είχαν ολοκληρωθεί το Γενάρη του 1967. Το έργο είχε δοκιμαστεί, ήδη, με τις φωνές του Γρ. Μπιθικώτση και της Μαρίας Φαραντούρη. Όμως, ερμηνευτικά, αναδείχθηκε, από τις απαράμιλλες ερμηνείες των Νίκου Ξυλούρη και Μαρίας Δημητριάδη. Ο μεν συνθέτης, ήθελε να συνθέσει μπαλάντες με τις πολύμορφες αστικές μουσικές φόρμες του τότε, με την ουσία του αναγεννησιακού 15σύλλαβου πάνω σε αρχαίες, βυζαντινές και τοπικές παραδόσεις. Το εγχείρημα αυτό, είχε γνωρίσει, τότε, σημαντική απήχηση στο λόγιο κόσμο, ενώ είχε κεντρίσει και το ενδιαφέρον των, τότε, Μ.Μ.Ε. Επί της ουσίας, το «Χρονικό», απετέλεσε μια μουσική εικόνα της τραγικής μετα-επαναστατικής Ελλάδας. Προς παράκαμψη της λογοκρισίας, τα περισσότερα τραγούδια έχουν τίτλους – χρονολογίες, αν και δεν είναι, στην ουσία τους, ταυτισμένοι, πάντα, οι στίχοι με την χρονολογία του τίτλου τους. Η ανάγκη για παιδεία και φωτισμό, θα εκφραστεί μέσα από το μύθο του Προμηθέα στον «Γίγαντα». Ο Ψαρονίκος θα τραγουδήσει τον δημοκρατικό διαχρονικό αγώνα, μέσα από το επικό «1940»: Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα/ βάσταξες αδάκρυτη μάνα Παναγιά/ Πόσα βόλια σπείρανε μέσα σε μιαν ώρα/ και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά. Αντίστοιχα ο Ξυλούρης εμπότισε την τραγωδία του διχασμού στο «1944»: Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, όνειρο καθημερνό/ Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε σαν δανεισμένη πραμάτεια/ Τώρα τ’ αγόρια μου παίζουν το θάνατο στα χαρακώματα.
Έξι μήνες μετά τον δίσκο αυτό, ακολούθησαν τα «Ριζίτικα». Ο δίσκος συμπεριέλαβε 9 ριζίτικα τραγούδια πάνω σε παραλλαγές των σχετικών μουσικών σκοπών, σε αισθητική αναμόρφωση, διασκευή και ενορχήστρωση του Γ. Μαρκόπουλου. Είχε δηλώσει ο συνθέτης το εξής, το οποίο και πληρώνει, ακόμα, από καλοθελητές έως σήμερα: «Η μουσική μας παιδεία γεμάτη από φιλαρμονικές, ωδεία, επηρεασμένα από γερμανική και γαλλική κουλτούρα, όπου καλλιεργούνται μουσικοί προορισμένοι να ερμηνεύσουν έργα ξένα σ΄αυτόν τον τόπο, όχι σημερινά, αλλά μουσειακά». Ως προς την επιλογή των ριζίτικων, προφανώς η ύπαρξη σειράς πατριωτικών και τραγικών στίχων, είχε ως αναφορά την χούντα της περιόδου. Μέσα στο Πολυτεχνείο βρέθηκε εκείνες τις ημέρες ο Ξυλούρης, ιερουργώντας και πάλι με το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Συγκλονιστικό το αντάρτικο κατά των Τούρκων: Αγρίμια κι αγριμάκια μου/ λάφια μου μερωμένα/ πέστε μου πού `ναι οι τόποι σας/ πού `ναι τα χειμαδιά σας; Ο πλέον, όμως, συγκλονιστικός Ξυλούρης, σπαράζει στον βυζαντινό «Διγενή»: Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τόνε τρομάζει/ κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάσει. Κάπως έτσι φαντάζομαι την αττική γή να υποδέχεται το σκήνωμά του, τον Φλεβάρη του 1980.
Το 1972, η τριάς Γ. Μαρκόπουλος, Ν. Ξυλούρης και Κ. Γεωργουσόπουλος, θα μας καταθέσει άλλο ένα δίσκο αναφοράς, την περίφημη «Ιθαγένεια», με την ετικέτα της H.M.V. – EMI. Στο έργο αυτό, ο συνθέτης επικέντρωσε στο ποσοστό απόρριψης δεδομένων τεχνικής απόλυτα δυτικής νοοτροπίας από τη μια και από την άλλη στην μουσική έκφραση μια ελληνικότητας, η οποία αντλούσε από το πνευματικό κίνημα της γενιάς του 30΄. Η έννοια της πολιτιστικής ιθαγένειας, της αρχαίας και βυζαντινής ελληνικής παιδείας, παρουσιάζονται στο δίσκο, με έναν απαράμιλλο τρόπο. Υπάρχουν στίχοι με σαφείς αρχαιοελληνικές αναφορές όπως το Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού. Έχουμε αναφορές στην μικρασιατική τραγωδία: «Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί/ Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί/ με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ’ αρμενάκια/ που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά Πότε/ παραμονεύοντας τον πόρφυρα/ το μαύρο ψάρι/ έρχεται/ φεύγει/ μικραίνουν οι κύκλοι του», και το ανεπανάληπτο μαζί με το «Διγενή» μοιρολόι «Μάνα». Ο συνθέτης χαρακτήρισε την ερμηνεία του Ξυλούρη, ως «άρθρωση τέλεια της κάθε λέξης με το σπάνιο φυσικό του ταλέντο».
Μεγάλα, επίσης, τραγούδια αμφοτέρων, εντοπίζονται σκόρπια στο δίσκο «Διάλειμμα» (1972, COLUMBIA), όπου και το καβαφικό «Μπήκαν στη πόλη οι οχτροί», στο σεφερικό «Ο Στράτης ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» από τον ομώνυμο δίσκο (1973, COLUMBIA) αλλά και στα «Ανεξάρτητα» (1976, COLUMBIA), όπου και το πολυσυζητημένο «Ζάβαρα – κάτρα – νέμια». Εδώ πρέπει, να σημειώσουμε, πως ο Ξυλούρης πίστευε στην προσωπική του αξία. Έτσι δεν δίστασε να επιχειρήσει και άλλες συνεργασίες (Ξαρχάκος, Λεοντής, Χ. Χάλαρης, Λ. Θάνος), που είτε κατάφεραν να εκδοθούν την περίοδο 1972-74, είτε με την μεταπολίτευση. Αυτό επέφερε ψύχρανση στις σχέσεις τους, ήδη από το 1972.
Η τελευταία συνεργασία τους θα λάβει χώρα το 1977, όταν και εκδόθηκαν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» (1977, ΕΜΙ). Φαίνεται πως επιλογή του συνθέτη ήταν ο ήδη αστέρας, τότε, Γ. Νταλάρας. Ωστόσο, παρά την αξία του πρώτου, ποιος θα διαφωνήσει πως για ένα τέτοιο εθνικό έργο, η φωνή του Ψαρονίκου η οποία έρχεται μέσα από κάποιο αρχέγονο λόγο, ταίριαζε περισσότερο; Μέσα από τους στίχους του Δ. Σολωμού, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη θα δώσει στο βαθμό τον οποίο της αναλογεί, αθανασία στο όλο έργο. Εκφράζοντας την σιωπή πριν απ΄την θυσιαστική έξοδο: Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω `γώ στο χέρι;/ Οπού συ μου `γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει . Την αντίθεση στην ελευσίνια απριλιανή άνθηση – ανάσταση και τον επερχόμενο θάνατο: Έστησ’ ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη/ κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα/ και μες τη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους/ ανάκουστος κηλαηδισμός και λιποθυμισμένος. Τραγουδώντας την Ελλάδα με παράπονο μα και αξιοπρέπεια: . Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής/ με φύλλα των Βαϊώνε!/ Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr