Ο μέγας Βασίλειος επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας (†τέλη 378) πέτυχε να διαμορφώσει ένα νέο μοναστικό πρότυπο. Πριν να προχωρήσει σε αυτό, περιόδευσε το έτος 357 στην Μεσοποταμία, την Συρία, την Παλαιστίνη και Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε τις διαφορετικές μορφές του, τότε, μοναχισμού. Το έτος 360, ίδρυσε την πρώτη του μονή, κοντά στην Νεοκαισάρεια του Πόντου. Δεν μας άφησε ένα μοναστικό καταστατικό στον τύπο των κατοπινών βυζαντινών τυπικών. Όμως οι αρχές του εντοπίζονται διάχυτες σε διάφορα έργα, δικά του και άλλων. Ιδιαίτερα όμως στα έργα του «Όροι κατά πλάτος» και «Όροι κατ΄επιτομή». Αν θα χαρακτηρίζαμε τον βασιλειανό μοναχισμό, θα του δίναμε τον όρο «βιβλικός». Συχνότατα στις αποκρίσεις του, απαντά με παραπομπή αντίστοιχου βιβλικού χωρίου. Ωστόσο θα ήταν λάθος να τον χαρακτηρίσουμε ως ένα τυπικό νομικό μοναχισμό.
Η κεντρική ιδέα που ασπάσθηκε, ήταν η έμπρακτη καλλιέργεια της προς τον Θεό αγάπης και ακολουθίας: Η αγάπη αυτή, αποτελεί σπερματικό λόγο ο οποίος δεν διδάσκεται. Πλην όμως καλλιεργείται και ολοκληρώνεται με διττή προσφορά: προς τον Θεό και προς τον πλησίοντα.
Πίστευε πως ο κοινοβιακός μοναχισμός είναι ο πλέον αρμοστός στην φύση του ανθρώπου. Ακολουθώντας τον Επίκτητο, δίδασκε πως η φύση του ανθρώπου δεν είναι μοναστική αλλά κοινωνική. Η προσωπική αυταπάρνηση υπέρ Χριστού, προϋποθέτει παντελή λήθη των παρελθόντων. Ασφαλώς αυτό επιτυγχάνεται με την ιερά αφιέρωση, έξω, όμως, από το κοινοβιακό σύστημα, δεν υπάρχει πλησίον και άρα δεν υποστηρίζεται η σχετική αγάπη, ο έλεγχος, αλλά και η αλληλοσυμπλήρωση δια της πληθούς των χαρισμάτων. Τον ερημιτισμό ο Βασίλειος τον άσκησε και τον αγάπησε. Ωστόσο γρήγορα αντιλήφθηκε πως αυτή η μορφή, δεν μπορεί να υποστηρίξει τα παραπάνω.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος, έγραψε για τον Βασίλειο, πως δημιούργησε το συγκρότημα του, δεχόμενος να στερηθεί, αυτά με τα οποία κάποτε διέπλεε ανάλαφρα την θάλασσα της ζωής. Θεωρούσε πως ο μοναχός, την όποια περιουσία διέθετε, όφειλε όχι να την παραχωρήσει αδιάκριτα στους συγγενείς, αλλά να εφαρμόσει με διάκριση την φιλανθρωπία. Στις αδελφότητές του, εφαρμόσθηκε η κοινοκτημοσύνη. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπονταν κατοχή πάνω από δύο χιτώνων, ενώ καθιερώθηκε η χρήση ζώνης.
Προέκρινε για την οικοδόμηση μονών, τοποθεσίες κοντά αλλά όχι εντός κατοικημένων περιοχών. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες περιφράξεις όπως στο Παχώμιο. Έτσι υπήρχε επικοινωνία για τους πνευματικούς και ενίσχυση για τους πρακτικούς. Προτιμούσε μικρότερες αδελφότητες, σε σχέση με αυτές του Παχωμίου.
Η αρχή της υπακοής, όπως και στον Παχώμιο αποτελούσε θεμέλιο λίθο. Η οσιότητα ορίζονταν ως η υπακοή στους ανωτέρους, στον προεστό, στον Θείο Νόμο. Ο ηγούμενος-προεστός ήταν η κυρίαρχη αρχή. Δεν διορίζονταν από τον επίσκοπο, αλλά εκλέγονταν από την αδελφότητα. Σημείωνε πως το μοναχικό πολίτευμα είναι μοναρχικό και όχι δημοκρατικό. Έπρεπε, συνεπώς, να υπάρχει πάντα αντικαταστάτης του ηγουμένου και όχι επιτροπές αποφάσεων κατά την απουσία του. Η υπακοή, πάντως, δεν ήταν απολύτως τυφλή. Οι λοιποί προεστώτες όφειλαν να ελέγχουν τον επικεφαλή προεστό. Υπήρχε σύναξη των προεστώτων, σε ορισμένο καιρό και τόπο (σ.σ. δάνειο από τον Παχώμιο). Μπορούσε κάποιος αυτοπροσώπως ή δι΄αντιπροσώπων να εκφράσει τις αντιρρήσεις του. Ο προεστός ως απολογούμενος στο Θεό για κάθε ψυχή, έπρεπε να γνωρίζει και τα κρυπτά της καρδίας των μοναχών. Απορρίπτονταν οι πολλοί πνευματικοί και οι αδελφότητες εντός της ιδίας μονής.
Υπήρχε υποχρεωτική τράπεζα μετά αναγνώσματος την ώρα του αρίστου (γεύματος). Ο υπερασκητισμός δεν έλκυσε τον Βασίλειο, ιδίως ως δημόσια εικόνα. Άσκηση για τον ίδιο ήταν η τέλεια αναχώρηση των ιδίων θελημάτων και όχι η αποχή των αλόγων βρωμάτων. Ωστόσο έκρινε με γνώμονα το σκοπό του μοναχού. Όταν υπήρχαν επισκέπτες δεν άλλαζε το διαιτολόγιο, πλην σε περιπτώσεις κουρασμένων οδοιπόρων. Στην άσκηση έθετε μέτρο την διάκριση. Επέτρεπε επαφή με ετεροδόξους, απαγόρευε ωστόσο την κοινή τράπεζα. Αυτό τηρείται ακόμα στο Άγιον Όρος.
Η εργασία του μοναχού οφείλονταν να γίνεται χωρίς γογγυσμό ή έπαρση. Προέκρινε ως αρμοστά μοναχικά επαγγέλματα, όσα δεν απαιτούσαν πολλά στην δημιουργία και την πώληση: υφαντική, δερματική, οικοδομική, ξυλουργική, χαλκευτική και γεωργία. Η πώληση των προϊόντων αυτών, έπρεπε να γίνεται όχι μακριά από τη μονή, πλην αναγκών, στις οποίες οι μοναχοί δεν έπρεπε να εξέρχονται μόνοι ακολουθώντας τον Παχώμιο. Ενώ όμως κατά την επιστροφή ο Παχώμιος απαγόρευε την οποιαδήποτε συζήτηση για τις οποίες κοσμικές εμπειρίες, ο Βασίλειος ζητούσε κατά την επιστροφή συζήτηση με τον επιστρέφοντα μοναχό, προς αναζήτηση κάτι ωφέλιμου ή κυρίως επιζήμιου.
Υπήρχε ιδιαίτερη μέριμνα για την διατροφή των πτωχών, την φιλοξενία και την ιατρική περίθαλψη. Γενικώς δόθηκε μεγάλη σημασία στην ελεημοσύνη. Στην λίγο έξω από την Καισάρεια «Βασιλειάδα», γύρω από τον κεντρικό ναό, υπήρχε επισκοπείο, πρεσβυτεριακοί οίκοι, επαγγελματικά εργαστήρια, ξενοδοχείο (όπου και το νοσοκομείο), ορφανοτροφείο και λεπροκομείο. Έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για την άσκηση της Ιατρικής, την οποία θεωρούσε εκχώρηση Θεού και συντελεστή προς εγκράτεια. Οι μοναχοί όφειλαν να την εφαρμόζουν με διάκριση.
Οργάνωσε οικοτροφεία, ορίζοντας ξεχωριστές οικίες των παιδιών-ανηλίκων από τους μοναχούς καθώς και διαιτολόγιο. Υπάρχουν σαφώς επιρροές από την «Περί Παίδων Αγωγή» του Πλουτάρχου. Οι οικότροφοι δεν υποχρεώνονταν να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο.
Σε αυτόν τον τομέα διαμόρφωσε τάξη. Θέσπισε ως ώρες προσευχής την 6η ώρα (12η πρωινή) με κύριο στοιχείο την προσευχή και υμνωδία του 90ου Ψαλμού. Εφάρμοσε την 9η ώρα (3η μεσημβρινή) κατά μίμηση των Πράξεων. Τέλος καθιέρωσε την 12η ώρα (αν και δεν αριθμείται ρητώς), ως ώρα ευχαριστίας και εξομολογήσεως – απολογισμού της ημέρας. Το Μεσονυκτικό, το εξέλαβε από τις Πράξεις και τους Ψαλμούς. Ζητούσε ξύπνημα προ του χαράματος, επίσης κατά μίμηση των Ψαλμών. Υπήρχε και κανόνας ψαλμωδίας κατ΄οίκον σε ορισμένη ώρα, ενώ διαβάζονταν αναγνώσματα κατά την Θεία Μετάληψη. Το ψάλσιμο γινόταν κατ΄αντιφωνία. Τονίζονταν το συνετό ψάλσιμο, προς διάκριση των ρημάτων.
Θέσπισε περίοδο δοκιμασίας για τον νεοεισερχόμενο μοναχό (κάτι που υπήρχε και στον Παχώμιο), με γνώμονα την ταπείνωση και την σιωπή. Αυτή ξεκινούσε με την ομολογία «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», ενώ συνδέονταν με την κοινωνική εργασία και προσφορά. Απαγόρευσε την προς δοκιμασία είσοδο των δούλων άνευ συγκαταθέσεως των κυρίων τους πλην ένεκα Θεού. Απαιτούσε την αμοιβαία συγκατάθεση, σε περίπτωση έγγαμου νεοεισερχόμενου. Δεν έθετε ηλικιακό όριο στον προσερχόμενο, αλλά πλήρως αποδεκτός-η δεν γινόταν κάποιας-α πριν το 16ο-17ο έτος.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε, πως στις βασιλειανές μονές, σε άλλο σημείο του ανδρώου συγκροτήματος, μπορούσε να συνυπάρχει και διακριτός οίκος αδελφών μοναζουσών. Επρόκειτο για επιρροή από τον Παχώμιο, μάλλον εξαιτίας του ότι οι γυναίκες δεν ασκούσαν επαγγέλματα και ως εκ τούτου ήταν δύσκολη η επιβίωσή τους χωρίς την βοήθεια της ανδρώας αδελφότητος.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr