‘-Έλα, Τασούλ, θα κάτσεις μαζί μας;
-Γεια χαρά στα παλληκάρια!
-Μας δουλεύεις, Τασούλ; Τι ρωτώ; Σίγουρα μας δουλεύεις!
-Καθόλου, Χάμπο. Εσύ κι ο Κάκκος βάζετε κάτω πολλά παλληκαράκια της φακής! Μια χαρά βαστιέστε. Ψέματα;
-Δε λέω, Τασούλ, καλά βαστιόμαστε, αλλά απ’ αυτό μέχρι τα παλληκάρια, είναι απόσταση!
-Θα πιούμε καφέ;
-Βέβαια, Τασούλ. Πετράκη…τρεις ελληνικούς.
-Εσυ, Τασούλ, δε πίνεις, σαν όλη τη νεολαία αυτά τα εσπρέσσο, ή τον φραπέ;
-Όχι, Χάμπο. Εγώ έμαθα τον ελληνικό. Μ’ αρέσει. Ο φραπές, δε λέω, καλός είναι, αλλά εγώ έμαθα τον ελληνικό.
-Άσε που με το φραπέ δε μπορεί να πεις και το φλυτζάνι. Σωστά;
-Σωστά, Κάκκο. Σωστά. Η μάνα μ’ με λέει και το φλυτζάνι. Όμως και ο φραπές, έχει γράψει ιστορία στην Ελλάδα πια!
-Ναι, Χάμπο. Είναι ελληνική πατέντα ο φραπές. Αυτό το ξέρω. Και οι τουρίστες, μόλις τον πιουν μια φορά, αμέσως τον ξαναζητάνε. Ή τον ξέρουν από τους συμπατριώτες τους που ήρθαν τουρισμό στην Ελλάδα και έρχονται δασκαλεμένοι απ’ αυτούς, για να τον δοκιμάσουν.
-Και ξέρεις συ, Τασούλ, πως ξεκίνησε ο φραπές στην Ελλάδα;
-Κάτι ξέρω, Χάμπο, αλλά όχι όλες τις λεπτομέρειες.
-Θα στο πω, λοιπόν, εγώ που είμαι και παλιός. Ο φραπές εφευρέθηκε στην Ελλάδα το 1957! Εγώ γεννήθηκα το 1955 και ο φραπές εφευρέθηκε το 1957!
-Ναι, Χάμπο. Αυτό το ξέρω. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, απ’ όσο ξέρω. Σωστά;
-Σωστά, Τασούλ. Ένας υπάλληλος στην αντιπροσωπεία της NESTLÉ, επειδή δεν έβρισκε ζεστό νερό για να κάνει τον στιγμιαίο του καφέ, πήρε ιδέα από ένα στιγμιαίο σοκολατουχο ρόφημα που λανσάριζαν εκείνη τη χρονιά στην Έκθεση. Αυτό το ρόφημα, το χτυπούσαν με κρύο γάλα σε ένα σέικερ.
-Και σου λέει ο γατούλης, γιατί να μη χτυπήσω τον καφέ, τη ζάχαρη και το νερό στο σέικερ και βλέπουμε! Σωστά;
-Πολύ σωστά, Κάκκο. Έτσι ο κύριος Βακόνδιος ανακάλυψε το φραπέ.
-Κοίτα να δεις! Από μιαν ανάγκη και μιαν έμπνευση, έεε;
-Ακριβώς, Τασούλ! Από τότε έγινε πάταγος, εντός και εκτός Ελλάδας με το φραπέ.
-Κανονικά, έπρεπε, σα γαλλική λέξη που είναι, να είναι άκλιτη και να λέμε το φραπέ, τα φραπέ. Σωστά;
-Κανονικά ναι, Τασούλ. Αλλά εμείς το πήγαμε με τον καφέ, οι καφέδες και είπαμε οι φραπέδες.
-Ή είπαμε και η φραπεδιά και οι φραπεδιές!
-Κι αυτό σωστό, Κάκκο. Θυμάμαι, λίγα χρόνια μετά, παιδάκι εγώ ακόμα, η μόδα του φραπέ οργίασε. Νέοι – γέροι, άνδρες – γυναίκες – παιδιά, στο σπίτι, στα καφενεία, στις καφετέριες, όλοι στο Ριζάρι και παντού αλλού, το γύρισαν στο φραπέ!
-Και ήταν και μόδα να τον πίνουν γλυκό, έεε Χάμπο;
-Ναι, Κάκκο. Άκουγες να λέει ο άλλος στον καφετζή, ένα φραπέ γλυκό…με επτά κουταλάκια ζάχαρη!
-Μάνα, μάνα! Τι παραξενιά!
Παραξενιά δεν ήταν αυτό. Παραξενιά ήταν που βάζαν στο φραπέ και μία μπάλα παγωτό. Έχεις πιει, Τασούλ, φραπέ με μπάλα παγωτό;
-Έεε, όχι δα, Χάμπο. Ούτε που το άκουσα ποτέ! Και είν’ καλό;
-Αν δε δοκιμάσεις,χάνεις. Τι μου θύμησες τώρα;

































