Προβάλλεται πλέον και στην Ελλάδα η πολύαναμενόμενη ταινία της Γ. Πόποβιτς «Ο άνθρωπος του Θεού». Η ταινία λόγω του ειδικού θέματος, της διεθνούς παραγωγής της και της σημαντικής διανομής των ηθοποιών στους διάφορους ρόλους, συγκέντρωσε κριτική θετική και αρνητική και αντίστοιχα σχόλια πολύ πριν προβληθεί στις αίθουσες. Με το που ξεκίνησε και η προβολή της στην χώρα, άρχισαν τα πανηγύρια και ο κινηματογραφικός διχασμός, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό είναι απλά ιδεολογικός ή κομματικός: Χριστιανοί εναντίον αθέων, δεξιοί εναντίον αριστερών δοξολόγησαν την ταινία ή έριξαν λίθο αναθέματος, κατά κανόνα με μη καλλιτεχνικά ή έστω ιστορικά κριτήρια, δεδομένου ότι η ταινία εστιάζει στον βίο και την πολιτεία του αγίου Νεκταρίου, επισκόπου Πενταπόλεως. Βέβαιο είναι πως η ταινία αρέσει στο ευρύ κοινό και δημιουργεί σε πολλές κινηματογραφικές αίθουσες ανά την Ελλάδα φαινόμενα sold out ακόμα και στις πλέον βραδινές προβολές τις καθημερινές.
Η ταινία δεν έχει μεγάλη διάρκεια, καθώς περιορίζεται στα 100 λεπτά. Τον κεντρικό ρόλο υποδύεται ο Α. Σεβρετάλης, ενώ ελάχιστοι ρόλοι έχουν ικανό χρόνο συμμετοχής. Αντίθετα οι περισσότεροι από το πολύ σημαντικό καστ, στην συντριπτική τους πλειοψηφία κάνουν μικρά περάσματα από την ταινία. Ως κατηγορία, η ταινία δεν είναι ούτε αμιγώς εμπορική, αλλά και σε καμία περίπτωση αμιγώς καλλιτεχνική – σινεφίλ. Ιστορικά εντάσσει επεισόδια από την ζωή του αγίου, από την συκοφάντησή του στην Αίγυπτο ώστε να μην γίνει πατριάρχης Αλεξανδρείας, την συνέχεια της συκοφάντησής του στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διοριστεί όχι σε θέση επισκόπου αλλά καν ιεροκήρυκα, την περίοδό του στην Ριζάρειο Σχολή των Αθηνών και την προσπάθειά του να ανιδρύσει την μονή των μοναζουσών στην Αίγινα. Ως πνευματική προσωπικότητα, ο άγιος Νεκτάριος θεωρούνταν πριν την ανάδειξη των αγίων Παϊσίου, Πορφυρίου και Ιακώβου, ως ο άγιος του 20ου αιώνα. Παρότι πολλοί άνθρωποι έχουν υποστηρίξει πως στην ζωή τους συνέβη δια των προσευχών και χαρισμάτων του αγίου κάποιο θαύμα, το σενάριο του έργου στέκεται διακριτικά πάνω σε αυτήν την διάσταση του, η οποία πάντως είναι υπαρκτή στην ταινία. Αντίθετα η ταινία προβάλλει ιδιαίτερα το ήθος του αγίου και την στάση του απέναντι σε διάφορες δοκιμασίες του και ενίοτε σε αυτές τις οποίες υπέστη από την σκοτεινή πλευρά της εκκλησιαστικής εξουσίας. Ο Χρ. Λούλης σχολιάζει χαρακτηριστικά πως στην ταινία παρουσιάζεται ένας άνθρωπος (ως προσωπικότητα και ηθικό ανάστημα) και όχι ένας άγιος.
Η αφήγηση της ταινίας είναι καλή και γενικά αυτή βλέπεται ευχάριστα από ένα μέσο θεατή, αν δεν τον κυριεύσουν οι προσωπικές του επιλογές απέναντι στο θείο, θετικές ή αρνητικές. Η φωτογραφία της ταινίας είναι αξιόλογη, σαφώς όμως δεν πετυχαίνει μία πραγματικά υψηλή κινηματογραφική αισθητική. Προφανώς το αποτέλεσμα υπολείπεται ταινιών αναφοράς οι οποίες καταπιάστηκαν με το θείο, όπως του Παζολίνι (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο), Ταρκόφσκι (Αντρέι Ρουμπλιόφ) ή Αγγελόπουλου (Τοπίο στην ομίχλη), αλλά η σύγκριση με αυτά τα μεγέθη είναι άτοπη έως ένα βαθμό. Η φιλοδοξία της ταινίας προφανώς δεν επιδιώκει την κυριαρχία της ποιητικής της εικόνας. Στα υπέρ της ταινίας και το μακιγιάζ της, το οποίο κατορθώνει εξαιρετικά αποτελέσματα ως προς την μετάβαση του αγίου Νεκταρίου από τις μικρότερες στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Η μουσική πάλι της ταινίας, έχει δύο διαστάσεις, τις μουσικές συνθέσεις του πολύ Zb. Preisner και τα ψαλτικά μέρη. Κατά τον συνθέτη, «η ιστορία του Αγίου Νεκταρίου δείχνει ακριβώς πώς πρέπει να είναι η πραγματική θρησκεία» και πως η ταινία καλεί τους ανθρώπους «να επιστρέψουν στη σκέψη για πραγματική πίστη και καλοσύνη». Τα μουσικά θέματα του είναι αξιόλογα, ωστόσο θεωρώ πως δεν έχουν εναρμονισθεί κατάλληλα με τα πλάνα της ταινίας. Σε κάποια σημεία ακούγονται μάλλον παράταιρα, χωρίς να εξυπηρετούν πάντα την αφήγηση, παρότι πιστεύουμε πως το τελικό soundtrack ως ανεξάρτητο της ταινίας θα κερδίσει πολλούς. Όμως σε μία ταινία, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η σύνθεση ωραίων μελωδιών, αλλά πρώτιστα η λειτουργία της μουσικής τέχνης ως θεραπαινίδα του κινηματογράφου, στοιχείο το οποίο δεν διαπιστώσαμε, παρά το όνομα βαρύ σαν ιστορία του συνθέτη.
Ως προς τις ερμηνείες στο έργο. Ο πρωταγωνιστής Α. Σεβρετάλης είναι ιδιαίτερα πειστικός υποδυόμενος τον άγιο, αρκεί να έχει κάποιος ικανή εμπειρία από τον τρόπο συμπεριφοράς μοναχών με ασκητική ζωή και ηθικό βίο: δεν αγαπούν τα πολλά λόγια, υπομένουν πολλές αδικίες προς δόξαν Θεού και παρεμβαίνουν σε ζητήματα δικαιοσύνης για χάρη τρίτων, αλλά όχι υπέρ του εαυτού τους. Πολλά έχουν ειπωθεί για την προφορά των αγγλικών, ένα ζήτημα το οποίο αφορά και πολλούς άλλους στην ταινία. Το πρόβλημα είναι μικρό ως προς το ελληνικό κοινό, μικρό θα είναι και ως προς το μη αγγλόφωνο κοινό και ειδικά το σλαβικό, αλλά θα είναι οξυμένο σε χώρες όπου η αγγλική είναι η κύρια γλώσσα.
Στους άλλους ρόλους, πολύ καλή πραγματικά η ερμηνεία του Αλ. Πετρόφ, αλλά και του Χρ. Λούλη. Από τους άλλους σημαντικούς ηθοποιούς της ταινίας οι οποίοι κυρίως κάνουν σύντομα περάσματα, μνημονεύουμε τον Ν. Τσακίρογλου ως πατριάρχη Σωφρόνιο (το ταλέντο δεν κρύβεται έστω και στον ελάχιστο χρόνο που είχε στο έργο), την πειστικότατη Κ. Καραμπέτη ως μητέρα μοναχής (της γοητευτική Τ. Σωτηροπούλου) η οποία κατηγορεί στις αρχές τον άγιο, τον Μ. Ρουρκ ως παράλυτο και του Γ. Στάνκογλου ο οποίος υποδύεται ένα μεθυσμένο, σε ένα σύντομο επίσης ρόλο που πάντως δεν καταλάβαμε γιατί υπάρχει στην ταινία. Συγκεφαλαιώνοντας πρόκειται για μία αξιόλογη ταινία, για την οποία οι περισσότερες κριτικές την κοσμούν με υπερβολικά θετικά και κυρίως αρνητικά σχόλια, λειτουργώντας μάλλον αποπροσανατολιστικά. Στην περίπτωσή της ταινίας της Γ. Πόποβιτς, τόσο η Εκκλησία μας πήγε σινεμά, ως θέμα και ως παραγωγή, όσο και πολλοί κινηματογραφόφιλοι, πιστοί και μη, φαίνεται πως πήγαν μ΄ έναν ιδιαίτερο τρόπο στην Εκκλησία, συναντώντας εκκλησιαστικούς ανθρώπους φωτεινούς και σκοτεινούς, ιδιαίτερα κάτω από την επίδραση της φθοροποιού εξουσίας.