Τα 556 έφτασαν τα σχόλια που συγκέντρωσε η διαβούλευση διάρκειας περίπου μίας εβδομάδας από την άποψη των εργάσιμων ημερών του πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Περιβάλλοντος και ενέργειας για τα αυθαίρετα, τη διαχείριση των δασών, τη διαχείριση των υδάτων της Θεσσαλίας και άλλες ρυθμίσεις.
Το νομοσχέδιο – «μαμούθ» των 123 άρθρων προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από πολλούς και διαφορετικούς φορείς, αλλά και από μεμονωμένους πολίτες που συμμετείχαν στη διαδικασία, η οποία ολοκληρώθηκε τη Δευτέρα (15/4).
Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες φορείς στηλίτευσαν τον ελάχιστο χρόνο διάρκειας της διαβούλευσης. Προβληματική χαρακτήρισε τη διαδικασία ο Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ), τονίζοντας ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το εύρος και τη σημασία των προτεινόμενων διατάξεων. «Τόσο η σύντμηση του ελάχιστου χρόνου των 2 εβδομάδων δημόσιας διαβούλευσης σε μόλις 8 ημέρες, όσο και η άκρως ελλιπής αιτιολόγηση των προτεινόμενων αλλαγών, καθιστούν σαφές ότι πρόκειται για ένα ακόμα παράδειγμα κακής νομοθέτησης και ευτελισμό της διαδικασίας της δημόσιας διαβούλευσης από την πλευρά του υπουργείου», επισημαίνεται.
Αντίστοιχα είναι τα σχόλια της Ομοσπονδίας των Μηχανικών του Δημοσίου, της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF Ελλάς, αλλά και πλήθους άλλων συμμετεχόντων.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενου του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, μεγάλο τμήμα των σχολίων κατέλαβαν οι ρυθμίσεις που αφορούν την καταπολέμηση της αυθαίρετης δόμησης. Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι προτείνεται μια νέα δομή για τον έλεγχο της αυθαίρετης δόμησης, και ουσιαστικά συγκεντρώνονται όλες οι σχετικές αρμοδιότητες στο κεντρικό επίπεδο της διοίκησης, δηλαδή στο υπουργείο.
Κι αυτό την ώρα που ούτε εξηγείται το γιατί προτείνεται η αντικατάσταση σχεδόν εκ θεμελίων της υφιστάμενης δομής ούτε και ποια είναι τα προβλήματα στην ισχύουσα πολιτική και το πώς η νέα πολιτική θα τα επιλύσει. Άλλωστε έως σήμερα, όπως αναφέρει ο ΣΕΠΟΧ, «καμιά από τις πολιτικές ελέγχου των αυθαιρέτων δεν έχει εφαρμοστεί σε σοβαρό βαθμό κατά τα τελευταία χρόνια, παρά τις συχνές αλλαγές του νόμου και τις ηχηρές ανακοινώσεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ». Προσθέτει πως ουδέποτε έχει γίνει δημοσιοποίηση στοιχε’ιων (πόσο μάλλον μια συνεκτική αποτίμηση) που να δείχνει ποιο είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών της τελευταίας 14ετίας που επιχείρησαν, η μία μετά την άλλη, να «βάλουν τέλος» στην αυθαίρετη δόμηση.
«Στο μεταξύ, νέα αυθαίρετα δημιουργούνται, δεν διενεργούνται καν οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι που προβλέπει ο νόμος, και η επιβολή κυρώσεων αλλά και οι κατεδαφίσεις (με βάση αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις) μετατίθενται διαρκώς στο μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, αντί προτεραιότητα για το ΥΠΕΝ να είναι η εφαρμογή της υφιστάμενης πολιτικής (και συγχρόνως η σοβαρή ενίσχυση με στελέχη και προϋπολογισμό των αρμόδιων αρχών), αυτό αρκείται στο να προτείνει μια νέα πολιτική, στην οποία μάλιστα εκμηδενίζεται σχεδόν ο κρίσιμος ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης».
Από την πλευρά της η Ομοσπονδία Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΟ ΕΜΔΥΔΑΣ) σημειώνει ότι το προτεινόμενο νομοσχέδιο δίνει το τελειωτικό χτύπημα στις Υπηρεσίες Δόμησης με την ομοσπονδία να τονίζει ότι το υπουργείο «συνεχίζει με «μπαλώματα» την υφιστάμενη κατεύθυνση εξαφάνισης του Δημόσιου Ελέγχου και υποκατάστασης του από την ατομική ευθύνη των ιδιωτών».
Προσθέτει πως σχεδόν καμία από τις υφιστάμενες δικλείδες ασφαλείας δεν έχει εφαρμοστεί καθώς από το 2017 και μετά έχουν εκδοθεί χιλιάδες άδειες οι οποίες δεν έχουν ελεγχθεί παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με το νόμο, όφειλε να διενεργηθεί υποχρεωτικά δειγματοληπτικός έλεγχος της νομιμότητας των υποβαλλόμενων μελετών και στοιχείων στο 30% των οικοδομικών αδειών, οι οποίες χορηγούνται χωρίς προέγκριση, καθώς και σε αυθαίρετες κατασκευές που «τακτοποιούνται».
«Όμως το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) ποτέ δεν έχει ορίσει τον σχετικό αλγόριθμο δυνάμει του οποίου θα πραγματοποιούνταν οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι, με αποτέλεσμα να μην έχουν ποτέ ελεγχθεί οι άδειες αυτές δημιουργώντας τον κίνδυνο μιας νεέας γενιάς αυθαιρέτων με απρόβλεπτες συνέπειες. Το Νομοσχέδιο χωρίς ποτεέ να υπάρξει αυτός ο απολογισμός, προχωρά στην επέκταση του περιορισμού του Δημόσιου Ελέγχου και στον έλεγχο των αυθαίρετων κατασκευών, παραδίδοντας τον στους «ελεγκτές δόμησης» και σε ασαφή κλιμάκια ελέγχου .
Η Ομοσπονδία υπογραμμίζει ότι τα Παρατηρητήρια Δόμησης του Ν.4495/17 ποτέ δε συγκροτήθηκαν και στελεχώθηκαν, ενώ με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο εξαφανίζονται οριστικ’α. Επισημαίνει πως είναι πρακτικά αδύνατο μια κεντρική Υπηρεσία στην Αθήνα να αναλάβει τον έλεγχο κάθε γωνιάς της χώρας.
WWF: Το υπουργείο αποθαρρύνει τις καταγγελίες για αυθαίρετα
Θετικές χαρακτηρίζει ορισμένες από τις προτεινόμενες διατάξεις το WWF, προσθέτοντας ωστόσο ότι «εγείρονται κρίσιμα ζητήματα σχετικά τόσο με τη σκοπιμότητα όσο και την εφαρμοσιμότητα του προτεινόμενου νέου πλαισίου».
Ένας από τους σοβαρούς προβληματιμούς που εκφράζει η περιβαλλοντική οργάνωση αφορά τις ρυθμίσεις για την υποβολή καταγγελίας για αυθαίρετη δόμηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα με την πληρωμή παραβόλου ύψους 200 ευρώ, το οποίο χαρακτηρίζει «τιμωρητικό».
«Από το σύνολο των ρυθμίσεων του άρθ. 53, προκύπτει αναμφίβολα ότι το ΥΠΕΝ επιθυμεί με κάθε τρόπο να αποθαρρύνει τις καταγγελίες για την αυθαίρετη δόμηση. Η στάση αυτή δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η διαχρονική αναποτελεσματικότητα και παθογένεια που χαρακτηρίζει την δημόσια διοίκηση στο ζήτημα της καταπολέμησης της αυθαίρετης δόμησης», σημειώνει η οργάνωση.
Εξηγεί ότι το ύψος του παραβόλου καθιστά τον μηχανισμό καταγγελιών απρόσιτο για την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών υπογραμμίζοντας πως δεν είναι διακριτοί οι λόγοι για τους οποίους ο πολίτης πρέπει να χρηματοδοτήσει τις πλέον στοιχειώδεις διαδικασίες ελέγχου, «ειδικά από την στιγμή που η Πολιτεία έχει αποδυναμώσει (μέχρι ανυπαρξίας) τον προληπτικό έλεγχο».
Επιπλέον τονίζει ότι από τις ρυθμίσεις προκύπτει έμμεσα ότι ο νομοθέτης απαιτεί την συμβολή μηχανικού, δικηγόρου (αν όχι και χειριστή drone) για μία προτεραιοποιημένη καταγγελία, ενώ αναφορικά με τη διαχείριση της πλατφόρμας από το ΤΕΕ, σημειώνει ότι «η πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων είναι υπαρκτή».
Οργανισμός Διαχείρισης των Υδάτων της Θεσσαλίας
Πολλά είναι τα σχόλια που συγκέντρωσε και η ρύθμιση για τη διαχείριση των υδάτων της Θεσσαλίας.
Για αυθαιρετο σχήμα από ένα νέο ΝΠΙΔ το οποίο δεν έχει προκύψει αποό κάποια πολιτική ή μελέτη που να είναι γνωστή και να έχει αξιολογηθεί σε δημόσια διαβούλευση, κάνει λόγο ο ΣΕΠΟΧ.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Γεωλόγων επισημαίνει πως δημιουργείται ένας φορέας που κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας για τη διαχείριση των υδάτων (η οποία είναι ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των ευρωπαϊκών οδηγιών, όπως η 2000/60) «διαχειρίζεται το υδατικό δυναμικό της Θεσσαλίας, ενώ ταυτόχρονα είναι και πάροχος υπηρεσιών ύδατος για το αρδευτικό νερό (αφού σε αυτόν μεταφέρονται οι ΤΟΕΒ) και ελεγκτής (αφού μπορεί και επιβάλει πρόστιμα) αλλά και υποκαθιστά το στενό δημόσιο, αφού αδειοδοτεί τις χρήσεις νερού!».
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Greenpeace Ελλάς και WWF Ελλάς αναρωτιούνται μεταξύ άλλων εάν η ανάθεση της διαχείρισης των υδάτινων οικοσυστημάτων και γενικότερα του νερού στη Θεσσαλία σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, αντί να αποτελεί αντικείμενο της δημόσιας διοίκησης αποτελεί «αποδοχή αδυναμίας της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς κλιματικές καταστροφές που έπληξαν τα τελευταία χρόνια τη Θεσσαλία».
Σοβαρές είναι οι ενστάσεις και των τοπικών αρχών της Θεσσαλίας με τους δύο αρμόδιους αντιπεριφερειάρχες Ν. Ράπτη και Φ. Λαμπρινίδη να υπογραμμίζουν πως η διεθνής εμπειρία από την ανάθεση της διαχείρισης του νερού σε ΑΕ διδάσκει πως αυτή η διάταξη επιφέρει:
μεγάλη αύξηση της τιμής του νερού, πάνω από 250%, που στην Ελλάδα -με το πολύ φτηνό νερό- μία μετριοπαθής εκτίμηση μπορεί να είναι ααναμενόμενος υπερτετραπλασιασμός της τιμής του νερού
εγκατάλειψη ή πλημμελής συντήρηση και μειωμένες επενδύσεις στη συντήρηση και στον εκσυγχρονισμό των δικτύων, με αποτέλεσμα τη σημαντική χειροτέρευση της ποιότητας του νερού
διαμόρφωση ενός δυσμενούς συσχετισμού δύναμης για τις κρατικές εποπτικές δομές.
ανεξέλεγκτη εκτόξευση των «λειτουργικών δαπανών» σε κατά πολύ μη βιώσιμα επίπεδα, κυρίως λόγω της σπατάλης για εξωφρενικές αμοιβές και μπόνους στα υψηλόβαθμα στελέχη και διανομή γενναιόδωρων μερισμάτων στους μετόχους. «Η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εισόδημα των καταναλωτών, στη δημόσια υγεία και στα δημόσια οικονομικά! Ωφελεί μόνο τους ιδιώτες ιδιοκτήτες -και έως τότε τους μάνατζερ της εταιρείας», καταλήγουν.