Τι προβλέπει το νέο σχέδιο νόμου του υπ. ∆ικαιοσύνης – Ποιες συνέπειες θα έχουν όσοι δεν ασκούν σωστά τη γονική μέριμνα – Πώς θα γίνεται η επικοινωνία των διαζευγμένων με τα παιδιά τους και πώς θα καθορίζονται όνομα και θρήσκευμα – Το δικαστήριο μπορεί πλέον να ζητήσει τη γνώμη του παιδιού
Σειρά σημαντικών αλλαγών που αναμορφώνουν το Οικογενειακό Δίκαιο και θέτουν σε στέρεες βάσεις τις σχέσεις γονέων και παιδιών μετά το διαζύγιο εισάγονται με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις γονέων και τέκνων. Πρόκειται για το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο που αφορά στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των ανήλικων παιδιών, το οποίο έχει λάβει την τελική του μορφή και αναμένεται παρουσιαστεί το επόμενο διάστημα στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Το «ΘΕΜΑ» παρουσιάζει σε αποκλειστικότητα τις νέες οριστικές διατάξεις του εν λόγω νομοσχεδίου, οι οποίες αποτελούν τομή στο Οικογενειακό Δίκαιο, καθώς με αυτές εισάγεται για πρώτη φορά η υποχρέωση των γονιών να προσφεύγουν αρχικά σε διαμεσολαβητή σε περίπτωση που διαφωνούν για το συμφέρον του παιδιού τους. Αν δεν καταφέρουν και με τον τρόπο αυτό να βρουν λύση, τότε θα επιλαμβάνεται η Δικαιοσύνη.
Στο άρθρο 4 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι σε περίπτωση συναινετικού διαζυγίου μεταξύ των δύο συζύγων συνάπτεται συμφωνία λύσης του γάμου τους παρουσία των δικηγόρων τους. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, με την ίδια συμφωνία, που θα ισχύει για δυο έτη, «ρυθμίζεται η κατανομή της γονικής μέριμνας και ιδίως η επιμέλεια των τέκνων, ο τόπος διαμονής τους, ο γονέας με τον οποίο διαμένουν, η επικοινωνία τους με τον άλλο γονέα και η διατροφή τους». Ακολούθως ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου. Ωστόσο, όταν η βεβαίωση αφορά την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος της συμφωνίας μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία.
Το συμφέρον του παιδιού
Αναφέρεται (άρθρο 5) ότι κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του παιδιού. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου που θα εκδοθεί και η οποία θα πρέπει να λαμβάνει «ιδίως υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο». Επίσης, το δικαστήριο θα πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, του γονέα. Μάλιστα, έχει ιδιαίτερη αξία να αναφερθεί ότι «ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του, εφόσον κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής».
Διαμεσολάβηση
Στα άρθρα 6 και 15 ορίζεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας «οι γονείς υποχρεούνται να καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων, προσφεύγοντας, αν είναι απαραίτητο, σε διαμεσολάβηση». Αν όμως διαφωνούν και «το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο», ενώ ο ορισμός του διαμεσολαβητή από το δικαστήριο θα γίνεται από ειδικό μητρώο οικογενειακών διαμεσολαβητών.
Παρέκκλιση από την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας
Παράλληλα, αναφέρεται ότι οι γονείς μπορούν με έγγραφο να ρυθμίζουν, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας εξαιτίας, π.χ., διαφωνίας των συζύγων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτή ή δεν τηρεί την υπάρχουσα συμφωνία, τότε το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση να α) κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν γονέα ή σε τρίτο, β) διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο και γ) διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψή της ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή.
Τέκνα εκτός γάμου
Στο άρθρο 9 ορίζεται ότι η «γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του». Σε περίπτωση που το παιδί αναγνωρίστηκε από τον πατέρα αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας. Ωστόσο, σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης στην οποία αντιδίκησε ο πατέρας, «αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα ούτε αναπληρώνει τη μητέρα στην άσκησή της, εκτός αν υπάρχει συμφωνία των γονέων».
Επιμέλεια, θρησκεία και υγεία
Στο άρθρο 10 αναφέρεται ότι όταν «η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του παιδιού, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται και από τους δύο γονείς από κοινού». Ακόμη, για «τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο». Πάντως, «ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας έχει το δικαίωμα να ζητά από τον άλλο πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου».
Δικαίωμα επικοινωνίας
Στο άρθρο 13 ορίζονται τα ζητήματα επικοινωνίας των γονέων με το παιδί. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1520 του Α.Κ. αντικαθίσταται ως εξής: «Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατόν, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνεται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή αυτού με το τέκνο όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλον γονέα σε καθημερινή βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας ή για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου επιβάλλεται να καθοριστεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Την ίδια στιγμή, «οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου».
Κακή άσκηση γονικής μέριμνας
Το νομοσχέδιο προσδιορίζει τι συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, αλλά και τις συνέπειες. Χαρακτηριστικά στο άρθρο 14 αναφέρεται: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το δικαίωμα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: 1. Η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας. 2. Η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς. 3. Η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας. 4. Η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα. 5. Η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων. Η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής».
Διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να αφαιρέσει από τον «υπαίτιο γονέα» την άσκηση γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλον γονέα, καθώς και να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού. Μάλιστα, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις ο εισαγγελέας μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του παιδιού μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.
Επιμόρφωση δικαστών
Στο άρθρο 16 ορίζεται ότι στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών θα επιμορφώνονται δικαστές και εισαγγελείς και αυτοί και μόνο θα επιλαμβάνονται οικογενειακών υποθέσεων.